Από το Βλέπω στο Βλέπομαι και το Αντίστροφο
Γιώργος Βούλγαρης
Περίληψη
Τι είναι αυτό που μας μαγνητίζει σε ένα βλέμμα; Τι είναι ο κεραυνοβόλος έρωτας και γιατί το βλέμμα έχει την πρωτοκαθεδρία σε αυτόν; Σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μία απάντηση, μέσα από τις επεξεργασίες του Lacan για το «Στάδιο του καθρέφτη» και για το βλέμμα.
Λέξεις κλειδιά: κεραυνοβόλος έρωτας, στάδιο του καθρέφτη, βλέμμα, objet petit a, επιθυμία, φαντασίωση, Άλλος
Από το Βλέπω στο Βλέπομαι και το Αντίστροφο
Περπατώντας στον δρόμο, στέκοντας στο φανάρι, περιμένοντας στη στάση το λεωφορείο, πίνοντας το ποτό στο μπαρ, είναι κάποιες από τις πλείστες, καθημερινές περιπτώσεις, που δύο βλέμματα δύναται να διασταυρωθούν. Κάποιες από αυτές, τυχαίνει ή και όχι, το βλέμμα να επιμένει, να διαρκεί, να μην μπορεί να αποσυρθεί. Κάποιες άλλες, μια στιγμή είναι αρκετή για να αποτραβηχτεί. Εμείς θα μιλήσουμε για εκείνες τις στιγμές, που χαράσσουν μέσα μας ουράνια τόξα, που σχηματίζουν στα χείλη μας χαμόγελα, που φέρνουν την άνοιξη ολόγυρά μας και το «βλέπω» συντροφεύεται από το «βλέπομαι» και το «βλέπομαι» από το «βλέπω». Θα μιλήσουμε, δηλαδή, για εκείνες τις φορές, όπου τα βλέμματα, εκατέρωθεν, αδυνατούν να εστιάσουν αλλού, λες και μεταξύ τους έχει αναπτυχθεί μία αόρατη ελκτική δύναμη. Στη φυσική, αυτό ονομάζεται μαγνητισμός.
Τι είναι, όμως, αυτό που μας μαγνητίζει σε ένα βλέμμα; Βλέπω κάποιον και με μαγνητίζει το βλέμμα του, κατ’ αντιστοιχία, όμως, το ίδιο έχει συμβεί και στον άλλον, αφού ο μαγνητισμός λειτουργεί αστραπιαία ή καλύτερα, κεραυνοβόλα. Τι είναι όμως ο κεραυνοβόλος έρωτας και γιατί το βλέμμα έχει την πρωτοκαθεδρία σε αυτόν; Για τον Lacan, το βλέμμα δεν είναι απλώς ένα αισθητηριακό φαινόμενο, αλλά ένα θεμελιώδες σημείο συγκρότησης του υποκειμένου, ένα σημείο επιφορτισμένο με μια σειρά από σημασίες, που το διαπερνούν.
Ας πιάσουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Στο δοκίμιο του 1949 «Το στάδιο του καθρέφτη», το οποίο αποτελεί μια επιστροφή του Lacan στο κείμενο, που παρουσιάστηκε στο 14ο Διεθνές Ψυχαναλυτικό Συνέδριο στο Μάριενμπαντ το 1936, ο ίδιος περιγράφει την πρώτη ουσιαστική εμπειρία του υποκειμένου με την εικόνα και την αντανάκλαση. Το βρέφος βλέπει την εικόνα του στον καθρέφτη και αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά ένα ενοποιημένο σώμα. Ωστόσο, η «δοκιμασία του καθρέφτη» περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Γάλλο ψυχολόγο και φίλο του Lacan, Henri Wallon το 1931, παρόλο που ο Lacan αποδίδει την ανακάλυψή της στον Baldwin. Σύμφωνα με τον Wallon, το μωρό ηλικίας έξι μηνών διαφέρει από τον χιμπατζή[1] της ίδιας ηλικίας από την άποψη ότι σαγηνεύεται από την αντανάκλασή του στον καθρέφτη και θριαμβευτικά την υιοθετεί ως δική του εικόνα, ενώ ο χιμπαντζής καταλαβαίνει γρήγορα ότι η εικόνα είναι απατηλή και χάνει το ενδιαφέρον για αυτήν[2].
Η λακανική έννοια του «σταδίου του καθρέφτη», σε αντίθεση με αυτή του Wallon, αντιπροσωπεύει μια θεμελιακή διάσταση της δομής της υποκειμενικότητας, η οποία εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου. Δεν είναι παρά ένα στάδιο (stade), στο οποίο το υποκείμενο αιχμαλωτίζεται από την ίδια του την εικόνα. Μας λέει ο ίδιος:
[το στάδιο του καθρέφτη είναι] ένα φαινόμενο στο οποίο αποδίδω διττή αξία. Κατά πρώτο λόγο, διαθέτει ιστορική σημασία καθώς υποδεικνύει μια αποφασιστική καμπή στην ψυχική ανάπτυξη του παιδιού. Κατά δεύτερο λόγο, χαρακτηρίζει μια ουσιώδη λιβιδινική σχέση με την εικόνα του σώματος.[3]
Καθώς, ο Lacan αναπτύσσει περαιτέρω την έννοια του σταδίου του καθρέφτη, περνά από την «ιστορική αξία» στη «δομική αξία». Έτσι, το 1956 δηλώνει ότι: «Το στάδιο του καθρέφτη απέχει από το να είναι απλό φαινόμενο που συμβαίνει στην ανάπτυξη του παιδιού. Δείχνει τη συγκρουσιακή φύση της δυαδικής σχέσης»[4].
Το στάδιο του καθρέφτη περιγράφει τον σχηματισμό του Εγώ μέσω της διαδικασίας της ταύτισης[5]. Πρόκειται για μια φαντασιακή ταύτιση που προσφέρει συνοχή, σε αντίθεση με την εσωτερική του εμπειρία που είναι ακόμη «σπαραγμένη», κατακερματισμένη (corps morcelé). Όμως, αυτή η εικόνα δεν προέρχεται από μέσα, δεν είναι αυθεντική. Είναι μια εξωτερική αντανάκλαση, ένα βλέμμα που επιστρέφει στον εαυτό του από τον καθρέφτη. Η ταύτιση με αυτή την εικόνα, δηλαδή το χτίσιμο ‘φαίνεται. Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο μπαίνει το βλέμμα του Άλλου, το βλέμμα του γονέα ή του πρωταρχικού προσώπου, που επικυρώνει την εικόνα του παιδιού. Το βρέφος δεν καταλαβαίνει ποιο είναι, μέχρι να δει πώς το βλέπει ο Άλλος. Κι αυτό είναι το πρωτογενές τραύμα. Ο εαυτός μου υπάρχει μόνο μέσα από την εικόνα που ο Άλλος έχει για μένα.
Σύμφωνα με το «Εισαγωγικό Λεξικό της Λακανικής Ψυχανάλυσης»[6], οι πρώτες παρατηρήσεις του Lacan, σχετικά με το βλέμμα, κάνουν την εμφάνισή τους τον πρώτο χρόνο του σεμιναρίου του (1953-1954) με αναφορά στη φαινομενολογική ανάλυση του βλέμματος από τον Jean-Paul Sartre. Για τον Sartre, το βλέμμα είναι εκείνο που επιτρέπει στο υποκείμενο να αναγνωρίσει ότι και ο Άλλος είναι υποκείμενο. Στο φιλοσοφικό του έργο «Το είναι και το μηδέν» (1943) αναφέρει:
Η θεμελιακή μου σύνδεση με τον Άλλο -ως υποκείμενο- πρέπει να είναι σε θέση να συσχετισθεί με τη μόνιμη δυνατότητά μου να γίνομαι ορατός από τον Άλλο.[7]
Έως τότε[8], ο Lacan δεν είχε αναπτύξει την έννοια του βλέμματος και φαινόταν να συμφωνούν τόσο σε αυτό όσο και στην ιδέα ότι το βλέμμα δεν αφορά υποχρεωτικά το όργανο της όρασης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει παρακάτω ο Sartre:
Εκείνο φυσικά που τις περισσότερες φορές φανερώνει ένα βλέμμα είναι η σύγκλιση δύο οφθαλμικών βολβών στην κατεύθυνσή μου. Το βλέμμα όμως εμφανίζεται το ίδιο καλά και όταν υπάρχει ένα θρόισμα των κλαδιών, ή ο ήχος ενός βήματος ακολουθούμενος από σιωπή, ή το ελαφρύ άνοιγμα ενός πατζουριού, ή η ανάλαφρη κίνηση μιας κουρτίνας.»[9]
Ωστόσο, με την ανάπτυξη της έννοιας του objet petit a[10], ως αντικείμενο – αίτιο της επιθυμίας, ο Lacan αναπτύσσει τη δική του θεωρία για το βλέμμα, που διαφέρει, πια, αρκετά από εκείνη του Sartre. Για τον Sartre το βλέμμα δεν διαχωρίζεται από την πράξη του κοιτάγματος, ενώ για τον Lacan, πλέον, το βλέμμα καθίσταται αντικείμενο της πράξης του κοιτάγματος ή για να είμαστε πιο ακριβείς, αντικείμενο της σκοπικής ορμής. Το βλέμμα, επομένως, για τον Lacan, δεν εντοπίζεται στην πλευρά του υποκειμένου, πρόκειται για το βλέμμα του Άλλου. Ενώ, ο Sartre είχε συλλάβει μια ουσιώδη αμοιβαιότητα ανάμεσα στο να βλέπει κανείς τον Άλλο και να βλέπεται-από-αυτόν, ο Lacan συλλαμβάνει μια αντινομία μεταξύ βλέμματος και ματιού. Το μάτι που βλέπει, είναι εκείνο του υποκειμένου, ενώ το βλέμμα βρίσκεται από την πλευρά του αντικειμένου και δεν υπάρχει σύμπτωση ανάμεσα στα δύο, τονίζοντας ότι: «Δεν με κοιτάς ποτέ από τον τόπο στον οποίο σε βλέπω»[11]. Όταν το υποκείμενο κοιτάζει ένα αντικείμενο, το αντικείμενο ήδη ανταποδίδει το βλέμμα πίσω στο υποκείμενο, αλλά από ένα σημείο στο οποίο το υποκείμενο δεν μπορεί να το δει.(Τι ακριβώς σημαίνει αυτό στην πραγματικότητα;) Ο διχασμός αυτός, ανάμεσα στο μάτι και το βλέμμα, δεν είναι παρά ο ίδιος διχασμός, όπως εκφράζεται στο πεδίο της όρασης.
Συνοψίζοντας, για τον Lacan, το βλέμμα δεν είναι αυτό που εγώ βλέπω, αλλά αυτό που με βλέπει, η θέση από την οποία νιώθω ότι με βλέπει ο Άλλος, ακόμα κι αν δεν είναι παρών. Είναι το ίχνος της επιθυμίας του Άλλου πάνω μου. Το αντικείμενο μικρό a δεν είναι ένα πλήρες αντικείμενο, αλλά το υπόλειμμα της έλλειψης, κάτι που μου δείχνει ότι κάτι λείπει και γι’ αυτό το ποθώ. Όταν κάποιος με κοιτά και νιώθω μαγνητισμένος, δεν βλέπω αυτόν, αλλά το βλέμμα του επάνω μου, δηλαδή την φαντασίωση της εικόνας μου, που επιστρέφει μέσα από τα μάτια του. Νιώθω, για μια στιγμή, ότι έγινα το αντικείμενο της επιθυμίας του κι αυτό μου δημιουργεί μια φαντασιακή πληρότητα. Η «μαγνητική» έλξη του βλέμματος, λοιπόν, δεν είναι παρά η εκδήλωση του αντικειμένου μικρού a, του πραγματικού που διαφεύγει της συμβολικής αναπαράστασης. Σύμφωνα με τον Lacan, το βλέμμα είναι εκείνο το αντικείμενο που, από την πλευρά του υποκειμένου, χαρακτηρίζεται από την απουσία του. Αυτή η απουσία είναι η πηγή της επιθυμίας, βλέπουμε στον Άλλο, αυτό που δεν μπορούμε να κατέχουμε, ενώ ταυτόχρονα, μέσω του δικού μας βλέμματος, γινόμαστε και οι ίδιοι αντικείμενα της επιθυμίας του Άλλου. Αυτό σημαίνει ότι ποτέ δεν κατέχω το πώς φαίνομαι. Πάντα με διαμορφώνει το βλέμμα του Άλλου, όχι η εικόνα που έχω για τον εαυτό μου.
Ο Lacan υπογραμμίζει ότι: «Η επιθυμία είναι επιθυμία του Άλλου»[12]. Αυτό σημαίνει πως δεν επιθυμώ άμεσα το αντικείμενο, αλλά να είμαι εκείνο που ο Άλλος επιθυμεί. Στον έρωτα, η «μαγνητική» εμπειρία του βλέμματος σχετίζεται με το γεγονός ότι νομίζω πως με βλέπεις με τον τρόπο που θα ήθελα να βλέπω τον εαυτό μου. Δεν επιθυμούμε το βλέμμα καθαυτό, αλλά μέσα από το βλέμμα επιθυμούμε να επιθυμηθούμε. Επομένως, ο «μαγνητισμός» του βλέμματος είναι η εκδήλωση μιας βαθύτερης δομικής ανάγκης, η οποία πάντα διαφεύγει. Το βλέμμα, ως αντικείμενο μικρό a, δεν είναι ούτε εξ ολοκλήρου δικό μου, ούτε του Άλλου, αλλά το σημείο όπου οι επιθυμίες μας διασταυρώνονται χωρίς ποτέ να συναντιούνται. Το βλέμμα λειτουργεί, τότε, ως επικυρωτής φαντασιώσεων, όχι ως αποκάλυψη της αλήθειας ή αλλιώς εκεί όπου η φαντασιακή ταύτιση συναντά το πραγματικό της έλλειψης.
Στο στάδιο του καθρέφτη, το παιδί ενθουσιάζεται με την εικόνα του, αλλά αυτή η εικόνα είναι και ξένη, ένας εξωτερικός εαυτός που ποτέ δεν συμπίπτει με την εσωτερική διάσπαση. Ανάλογα, όταν το βλέμμα του Άλλου μας «κρατά» αιχμαλωτισμένους, αναπαράγουμε αυτή τη σχέση με τον φαντασιακό διπλό. Στο Σεμινάριο ΧΙ αναφέρει: «Βλέπω τον Άλλον να με βλέπει, και σε αυτό το βλέμμα αναγνωρίζω λανθασμένα ότι με γνωρίζει». Όταν και ο άλλος φαίνεται να μαγνητίζεται από το δικό μας βλέμμα, δημιουργείται η ψευδαίσθηση της συμμετρίας. Νομίζουμε ότι αυτό που εγώ είδα, είδες κι εσύ. Αυτό που εγώ ένιωσα, ένιωσες κι εσύ. Αλλά ο Lacan επιμένει ότι η επιθυμία είναι πάντα ασύμμετρη. Ο καθένας βλέπει στον άλλον τη δική του έλλειψη και τη δική του φαντασίωση. Δεν συναντιόμαστε πραγματικά, αλλά όπως λέει: «Το βλέμμα δεν είναι ποτέ ισότιμο. Δεν βλέπω από εκεί που με βλέπεις». Δηλαδή, δεν μπορούμε ποτέ να δούμε τους εαυτούς μας όπως μας βλέπουν οι άλλοι, και η φαντασίωση του κεραυνοβόλου έρωτα είναι ακριβώς αυτό, ότι για λίγο, έγινε αυτό το θαύμα.
Ο κεραυνοβόλος έρωτας αναπαριστά μια επιστροφή στο στάδιο του καθρέφτη. Βλέπω τον άλλον, και μέσα στα μάτια του βλέπω τον καλύτερο εαυτό μου. Νιώθω ακέραιος, πλήρης, επιθυμητός. Και αυτό γίνεται μέσα από την εικόνα που ο άλλος μου επιστρέφει. Όμως το τίμημα είναι μεγάλο, αυτή η πληρότητα είναι πάντα δομημένη πάνω σε μια αυταπάτη, πάνω στην κατασκευή ενός φαντασιακού Εγώ που δεν αντέχει την απομυθοποίηση. Όταν το βλέμμα πάψει να με «καθρεφτίζει», όταν ο άλλος πάψει να με βλέπει όπως θα ήθελα, η φαντασίωση καταρρέει. Εκεί ξέρουμε άραγε τι ξεκινάει;
Συμπερασματικά, λοιπόν, αυτό που μας μαγνητίζει δεν είναι ο άλλος καθαυτός, αλλά η εικόνα του εαυτού μας, όπως νομίζουμε ότι καθρεφτίζεται στο βλέμμα του. Το βλέμμα στον έρωτα δεν είναι ποτέ απλό. Είναι ο τόπος όπου συναντώνται η επιθυμία, η φαντασίωση και η έλλειψη. Ο μαγνητισμός του βλέμματος είναι η αντανάκλαση του ιδανικού Εγώ μέσα από τον Άλλο. Όταν αυτό λειτουργεί, νιώθουμε έλξη, όταν καταρρέει, βιώνουμε εγκατάλειψη, πένθος, τραύμα. Το βλέμμα μας μαγνητίζει, επειδή υπόσχεται την πληρότητα, αλλά καταλήγει να αποκαλύπτει την αδυναμία του. Είναι, όπως και ο έρωτας, ένας καθρέφτης που θαμπώνει από την επιθυμία.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Dylan Evans, Εισαγωγικό Λεξικό της Λακανικής Ψυχανάλυσης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα (2005), μετ. Γιάννης Σταυρακάκης
Jacques-Alain Miller, μτφρ. με σχόλια John Forrester, Νέα Υόρκη: Norton, Κέμπριτζ: Cambridge University Press, 1988
Jacques Lacan, Ecrits, The first complete edition in English, μτφρ. Bruce Fink
Jacques Lacan, Le Séminaire Livre IV. La relation d’ objet, 1956-7, επιμ .Jacques-Alain Miller, Παρίσι: Seuil, 1994
Jacques Lacan, The Seminar. Book I. Freud’s Papers on Technique, 1953-1954, επιμ.
Jean – Paul Sartre, L’ Êtreetlenéant (Το είναι και το μηδέν), εκδ. Gallimard, PhilosophicalLibrary
Joel Dor, Εισαγωγή στην ανάγνωση του Lacan, 1. Το Ασυνείδητο δομημένο σαν γλώσσα
Lacan J., Le Séminaire Livre XI: Les quatre concepts fondamentaux de la psychanalyse. Εκδ. Seuil (1973)
Some reflections on the ego, Int. J. Psycho-Anal., τόμος 34, 1953
Ζακ Λακάν, Το Σεμινάριο βιβλιο XI, Οι τέσσερις θεμελειακές έννοιες της ψυχανάλυσης, εκδ. ΡΑΠΠΑ
[1] [1] Jacques Lacan,Ecrits, The first complete edition in English, μτφρ. Bruce Fink, σελ. 94
[2]Dylan Evans, Εισαγωγικό Λεξικό της Λακανικής Ψυχανάλυσης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα (2005), μετ. Γιάννης Σταυρακάκης, σελ. 245
[3]Some reflections on the ego, Int. J. Psycho-Anal., τόμος 34, 1953, σελ. 11-17
[4]Jacques Lacan, Le Séminaire Livre IV. Larelation d’ objet, 1956-7, επιμ.Jacques-Alain Miller, Παρίσι: Seuil, 1994, σελ. 14.
[5] Joel Dor,Εισαγωγή στην ανάγνωση του Lacan, 1. Το Ασυνείδητο δομημένο σαν γλώσσα, σελ 109
[6]DylanEvans, Εισαγωγικό Λεξικό της Λακανικής Ψυχανάλυσης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα (2005), μετ. Γιάννης Σταυρακάκης, σελ. 80
[7]Jean-Paul Sartre, L’Être et lenéant (Το είναι και το μηδέν), εκδ. Gallimard, Philosophica lLibrary, σελ. 256
[8] Jacques Lacan, The Seminar. Book I. Freud’s Papers on Technique, 1953-1954, επιμ.Jacques-Alain Miller, μτφρ. με σχόλια John Forrester, Νέα Υόρκη: Norton, Κέμπριτζ: Cambridge University Press, 1988, σελ. 14.
[9]Jean – Paul Sartre, L’Être et le néant (Το είναι και το μηδέν), εκδ. Gallimard, Philosophical Library, σελ. 257
[10] Lacan J., Le Séminaire Livre XI: Les quatre concepts fondamentaux de la psychanalyse. Εκδ. Seuil (1973), σελ. 67-78.
[11] Ζακ Λακάν, Το Σεμινάριο βιβλιο XI, Οι τέσσερις θεμελειακές έννοιες της ψυχανάλυσης
[12] Jacques Lacan, Ecrits, The first complete edition in English, μτφρ. Bruce Fink