Παρανοϊκο-κριτική: μία ψυχωτική ερμηνεία του κόσμου

 Σοφία Σαγνού

 

Περίληψη

Το δοκίμιο του Salvador Dali ‘’Παρανοϊκο-κριτική’’, συνιστά ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτοκαταγραφής παραληρηματικού λόγου στη σύγχρονη εποχή. Θα μπορούσε, δεδομένης της φύσης του, να θεωρηθεί ως μία κατάθεση μίας ψυχωτικής πραγματικότητας και ερμηνείας του κόσμου, αλλά και μία διαπραγμάτευση της σχέσης που έχει ένα ψυχωτικό υποκείμενο με την αλήθεια.

Λέξεις – κλειδιά

Dali, ψύχωση, αλήθεια, πραγματικότητα, παραλήρημα, Σρέμπερ, Freud

 

Το 1930 αποτελεί μία χρονιά-ορόσημο για τον Καταλανό ζωγράφο Salvador Dali, καθώς τότε εντάχθηκε και επισήμως στον κύκλο των Σουρεαλιστών του Παρισιού. Ο ίδιος, μάλιστα, ανέφερε χαρακτηριστικά πως επρόκειτο για τον μόνο ‘’κάπως κατάλληλο χώρο να αναπτύξει τη δραστηριότητά του’’. Αυτή του η συναναστροφή με τους Σουρεαλιστές δεν διήρκεσε για πολύ, βέβαια, δεδομένου ότι ο ίδιος αποστασιοποιήθηκε οικεία βούληση μετά από κάποιο χρονικό διάστημα.

Επιθυμώντας να διατηρήσει το δικό του προσωπικό στυλ, αλλά και θεωρώντας τις προσεγγίσεις των μελών του κύκλου των Σουρεαλιστών ως αρκετά τυποποιημένες, o Dali διαχωρίζει και επίσημα τη θέση του, προχωρώντας με τη διατύπωση και καταγραφή της ‘’παρανοϊκο-κριτικής’’ μεθόδου του. Διατηρώντας αποστάσεις τόσο από τις απόψεις των Σουρεαλιστών, όσο και από τις τάσεις που ακολουθούσαν η ψυχιατρική και η ψυχανάλυση στην εποχή του – είναι δόκιμο να υπενθυμίσει κανείς ότι δινόταν έμφαση σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στην παθολογία και τη συμπτωματολογία των παρανοϊκών και ψυχωτικών φαινομένων, και πολύ λιγότερο στις γλωσσικές προεκτάσεις και αναπαραστάσεις των ψυχωτικών συμπτωμάτων – εισάγει, στο σημείο αυτό, τη δική του μέθοδο ερμηνείας, τόσο των καλλιτεχνικών τάσεων, όσο και της υφιστάμενης, εκείνη την περίοδο, πραγματικότητας. Αναφερόμενος σε μία ‘’μαζική αστική κουλτούρα’’, η οποία του ήταν απωθητική, έως και ανυπόφορη, προτείνει τη μέθοδό του ως ένα μονοπάτι σωτηρίας από αυτή, ενώ παράλληλα αποτυπώνει στο δοκίμιό του τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ερμήνευε τα βιώματά του και την πραγματικότητα εν γένει.

Ακολουθώντας την πορεία του Freud, ο οποίος με τις ψυχαναλυτικές παρατηρήσεις του πάνω στην περίπτωση του δικαστή Σρέμπερ, δημιούργησε σταδιακά τις κατάλληλες συνθήκες για την είσοδο στην περαιτέρω μελέτη των γλωσσικών ζητημάτων που αναδύονται σε περιπτώσεις ψυχώσεων, o Dali μοιάζει, κατά μία ευρύτερη έννοια, να συνεχίζει από το σημείο που έμεινε ο Freud, παραθέτοντας τον τρόπο με τον οποίο ο μηχανισμός της παράνοιας λειτούργησε για εκείνον ως πυξίδα, όχι μόνον στην καλλιτεχνική του έκφραση και δημιουργία, αλλά και σε όλη τη ζωή του.

Φυσικά, η ‘’Παρανοϊκο-κριτική’’ δεν αποτελεί απλώς ένα δοκίμιο ωδής στη σουρεαλιστική σκέψη, ή ένα ‘’αισθησιακό βιβλίο’’ , όπως το περιέγραφε ο ίδιος ο Dali. Ανάμεσα σε αυτοβιογραφικές αναφορές και προσωπικές αναλύσεις των έργων του, εκτυλίσσεται ένας λόγος, μία απόπειρα νοηματοδότησης και ερμηνείας, στην οποία ο Dali εμμένει χωρίς αμφιβολίες, διαφοροποιήσεις ή αποκλίσεις.

Αναγνωρίζοντας ήδη από την παιδική του ηλικία ένα ‘’μεγαλείο’’ το οποίο, όπως περιγράφει, άρμοζε στη ‘’βασιλική ιδιότητά’’ του (για την κατοχή της οποίας ήταν απολύτως πεπεισμένος, ήδη από τα έξι του χρόνια), o Dali αναλαμβάνει ένα καθήκον για το οποίο αισθανόταν προορισμένος. Επρόκειτο, κατά τις περιγραφές του, για τη ‘’διάσωση της Ζωγραφικής από την ανυπαρξία της μοντέρνας τέχνης μέσα σε ένα μέτριο και μηχανικό σύμπαν στο οποίο ζούμε’’. Και έτσι, σαν ένας άλλος Ναπολέων, για τον οποίο έτρεφε κάποιο θαυμασμό, αναλαμβάνει όχι μόνο τη διαφύλαξη της τέχνης, αλλά και την επεξήγηση της επινόησης του, των ‘’μηχανών σκέψης’’ που τη χαρακτήριζε. Φροντίζοντας να καταστήσει σαφές ότι οποιοσδήποτε άλλος δεν συμμερίζεται αυτή την οπτική για την ερμηνεία της πραγματικότητας δεν είναι παρά αναξιόπιστος, αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη της κατάθεσης της αλήθειας του.

Η ‘’Παρανοϊκο-κριτική’’ δεν είναι μόνο ένα αυτοβιογραφικό και καλλιτεχνικό κείμενο. Είναι το μανιφέστο του Dali, η γνωστοποίηση της επανάστασής του απέναντι στις ταγές μίας πραγματικότητας που υπαγόρευε η εποχή του. Αυτό που περιγράφει ως ‘’πολιτιστική επανάσταση’’, δεν είναι παρά η ολική του αντίσταση σε κάτι αδυσώπητα αβάσταχτο και απειλητικό για τον ίδιο, γεγονός που πιθανώς τον ώθησε να επινοήσει μία μέθοδο ερμηνείας που θα του επέτρεπε να ερμηνεύσει εκ νέου τα πράγματα με τον δικό του τρόπο. Ο ίδιος θεωρούσε πως κάθε του αναφορά στον Σουρεαλισμό, υπό το δικό του πρίσμα, επέφερε στο κοινό του συναισθήματα που κατατάσσονταν είτε στη σφαίρα του θαυμασμού, είτε στη σφαίρα της απειλής, πάντα με αποδέκτη τον ίδιο.

Βασιζόμενος σε διαρκείς επινοήσεις, τόσο εικαστικές όσο και θεωρητικές, ο Dali εργάζεται διαρκώς με σκοπό τη σωτηρία: τη σωτηρία όχι μόνο της τέχνης και της ζωγραφικής, αλλά και του κόσμου ολόκληρου από τις ολέθριες, για τον ίδιο, επιδράσεις της μαζικής αστικής κουλτούρας. Ταυτόχρονα, όμως, φαίνεται σαν να αγωνίζεται να σώσει και τον ίδιο του τον εαυτό από την απειλή της ίδιας της πραγματικότητας. Αγωνίζεται και αγωνιά, πασχίζει να ξεφύγει από μία οδύνη που τον καταδυναστεύει και σχετίζεται άμεσα με όσα υπάρχουν γύρω του. Σαν ένας σύγχρονος Σρέμπερ, καταγράφει τις ιδέες και τις σκέψεις του, συνθέτοντας, αναπόφευκτα, μία παραληρηματική πορεία σκέψης, η οποία χαρακτηρίζεται από τις πεποιθήσεις μεγαλείου του, τη βεβαιότητά του πως οι υπόλοιποι σουρεαλιστές τον αντιμετώπιζαν εχθρικά, αλλά και την αίσθηση ότι οφείλει να εκπληρώσει το σκοπό του, που δεν είναι άλλος από τη γνωστοποίηση και εφαρμογή της μεθόδου ερμηνείας που έχει εφεύρει.

Ο Dali καταγράφει κάτι παραπάνω από μία παράθεση του τρόπου με τον οποίο έβλεπε την πραγματικότητα. Αποτυπώνει το μηχανισμό της παραληρηματικής σκέψης με ακρίβεια και απόλυτη επίγνωση. Μιλά για μία δική του αλήθεια, απόλυτη και αλάνθαστη, και διαπιστώνει με ικανοποίηση ότι εκπλήρωσε την αποστολή του: να σώσει την τέχνη (δηλαδή τον κόσμο) από τις τραγικές, για εκείνον, συνέπειες μίας απειλητικής μαζικοποίησης που θα αφάνιζε την καλλιτεχνική ελευθερία και, όπως ανέφερε, το ‘’δικαίωμα του ατόμου πάνω στην ίδια του την τρέλα’’.

Ωστόσο, το ερώτημα που προκύπτει είναι τι πραγματικά θα μπορούσε να ήθελε να καταδείξει και να πει ο Dali μέσα από την ‘’Παρανοϊκο-κριτική’’ του μέθοδο. Με μία πρώτη ματιά, θα μπορούσε να διατυπωθεί ένα συμπέρασμα περί κάποιας βιογραφικής και καλλιτεχνικής αυτό-καταγραφής του, με πολλά σημεία στα οποία εκθειάζει τον εαυτό του ή αναφέρεται στην εχθρική διάθεση που είχαν οι υπόλοιποι σύγχρονοί του καλλιτέχνες εναντίον του. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Dali δίνει τη δική του προσωπική μαρτυρία για την πραγματικότητα. Η επιθυμία που διατύπωσε περί σωτηρίας της ζωγραφικής – και της τέχνης της εποχής του γενικότερα -από την απειλή της μαζικοποίησης,  θα μπορούσε να μεταφραστεί ως μία αγωνία, ένα άγχος που επωμίζεται ως σωτήρας όχι τόσο της τέχνης, αλλά ολόκληρου του κόσμου (μιας που η τέχνη ήταν, εκ των πραγμάτων, όλος του ο κόσμος!), ο οποίος, κατόπιν, βρίσκεται να τον αρνείται και να τον λοιδορεί, κλέβοντας όλες τις ιδέες του και εφαρμόζοντάς τες στην πράξη, αλλά κατηγορώντας τον ίδιο που τις δημιούργησε ως ‘’τρελό’’ .

Ο Dali αναφέρει ότι, παρά την οικειοποίηση των ιδεών του από όσους τον κατηγορούσαν, πέτυχε, εντούτοις, να κάνει το καλλιτεχνικό στερέωμα να ‘’μεταμορφώνεται κάτω από τις προσταγές του’’. Συνεχίζει να ζωγραφίζει, και παράλληλα να ασχολείται με διάφορες εφευρέσεις αντικειμένων. Μεταθέτει τη δυσκολία που βιώνει στη δημιουργία του, χωρίς να παρεκκλίνει από τον πρωταρχικό του στόχο. Θυσιάζεται για να μπορέσει να σώσει, αλλά και ελπίζοντας να σωθεί από την καταδίωξη στην οποία υπόκειται. Η τέχνη του τον κρατά σε εγρήγορση και τον θωρακίζει απέναντι σε μία διαρκή, καθημερινή ματαίωση του οράματός του.

Μέσα σε μία πραγματικότητα που τον απειλεί και τον πονά, εκείνος παραμένει σταθερός στην υποστήριξη της αλήθειας του, αρνούμενος τις ισχύουσες συνθήκες. Κατασκευάζει έναν κόσμο δικό του, που του επιτρέπει να υπάρχει, να εκφράζεται ελεύθερα και να αυτορυθμίζεται. Ένας Σρέμπερ της εποχής του, επιχειρεί μέσα από το έργο του να επικοινωνήσει τη λειτουργία του δικού του τρόπου σκέψης για τον κόσμο, προσπαθώντας να σωθεί από τον επικείμενο αφανισμό του, αλλά και να σώσει όσους ακόμη δεν είχαν επιτύχει να δουν τη δική του αλήθεια, μία αλήθεια πέρα από τα όρια της λογικής, που μόνο ο ίδιος ο Dali γνώριζε. Η ‘’πολιτιστική του επανάσταση’’, η ‘’διακήρυξη της ανεξαρτησίας της φαντασίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου πάνω στην ίδια του την τρέλα’’, όπως, χαρακτηριστικά, περιγράφει, στέφεται με επιτυχία, αφού ο Dali συνεχίζει να εκτελεί το έργο του και να επιβιώνει μέσα στο δυσοίωνο κλίμα που αναγνωρίζει πως τον περιβάλλει. Η παγίωση της πεποίθησής του αυτής, αλλά και η ενδεχόμενη επικύρωση της επιτυχίας του σκοπού του για σωτηρία, τόσο του κόσμου, όσο και δικής του, μέσα από τη δραστηριότητά του, συνοψίζεται σε μία ερώτηση που εκείνος καταγράφει, αναλογιζόμενος τα όρια μεταξύ κοινής λογικής και παραλογισμού:

‘’Τι είναι το πέταγμα για μία μηχανή, όταν ο άνθρωπος έχει την ψυχή του για να πετάει;’’

 

 

Βιβλιογραφία

  • Dali, S. (1987). Παρανοϊκο-κριτική. Αθήνα: Εκδόσεις Αιγόκερως