Μεταβίβαση και αλήθεια του υποκειμένου στην περίπτωση της Ντόρας
Χάρης Μπαλασόπουλος
Το κείμενο αυτό είναι μια διερώτηση πάνω στη μεταβίβαση ως μια πράξη από την οποία γεννιέται η αναλυτική διαδικασία. Από ποια μεριά πραγματοποιείται αυτή η πράξη και ποια είναι τα απαραίτητα στοιχεία από μεριάς αναλυτή και αναλυόμενου έτσι ώστε να υπάρξει σχέση μεταβίβασης κατά τη διάρκεια μιας ανάλυσης; Τα δύο κείμενα αναφοράς είναι η περίπτωση της Ντόρας από τον Φρουντ από εκδόσεις Πλέθρον καθώς και το κείμενο του Λακάν από τα γραπτά του «Παρέμβαση πάνω στη μεταβίβαση» του 1951.
Στο συμπόσιο του Πλάτωνα κείμενο το οποίο είναι κεντρικό για τον Λακάν όσον αφορά τη μεταβίβαση και το οποίο παρουσιάζει στο 8ο σεμινάριο με τίτλο η Μεταβίβαση, ο Σωκράτης είναι καλεσμένος του Αγάθωνα για να γιορτάσουν τη νίκη του δεύτερου στους τραγικούς αγώνες κι ενώ ο Σωκράτης έχει φτάσει έξω από το σπίτι, δεν μπαίνει μέσα μέχρι να βρει τη λύση σε ένα πρόβλημα που τον απασχολεί. Όταν εμφανίζεται στο τραπέζι, ο Αγάθων θα του ζητήσει να κάτσει δίπλα του. Αυτό που θα τον ρωτήσει ο Σωκράτης είναι αν πιστεύει πως με αυτό τον τρόπο, δηλαδή με το να κάτσει δίπλα του θα καταφέρει να γεμίσει με τη σοφία του όπως με τα δύο δοχεία, το άδειο και το γεμάτο, έτσι και ο Σωκράτης γεμάτος σοφία, θα την μεταφέρει στον Αγάθωνα. Βλέπουμε από τον πρώτο διάλογο μεταξύ ερώμενου και εραστή ότι τίθεται το ζήτημα του ποιος έχει τη γνώση και πως αυτή η γνώση μπορεί να μεταφερθεί από τον ένα στον άλλο. Αν ήταν και τα δύο δοχεία άδεια δε θα υπήρχε κάτι να μεταφερθεί από το ένα στο άλλο, ενώ αν ήταν και τα δύο γεμάτα δε θα υπήρχε μεταφορά του υλικού από το ένα στο άλλο. Η μοναδική κατάσταση που επιτρέπει τη μεταφορά είναι εάν το ένα δοχείο είναι άδειο και το άλλο γεμάτο. Άρα το ένα δοχείο έχει κάτι ενώ το άλλο δοχείο είναι άδειο για να υποδεχθεί αυτό το κάτι. Επίσης για να γίνει η μεταφορά του υλικού θα πρέπει το ένα από τα δύο δοχεία να έρθει ανάποδα.
Ψάχνοντας να βρω τι είναι αυτό που εγκαθιδρύει τη σχέση μεταβίβασης στο αναλυτικό πλαίσιο ένα πράγμα που μου έκανε εντύπωση είναι ότι κι εκεί κάτι πρέπει να αντιστραφεί, ότι με κάποιο τρόπο κάτι πρέπει να βρεθεί ανάποδα πράγμα το οποίο θα επιτρέψει τη σχέση μεταβίβασης. Στο κείμενο του Λακάν με τίτλο “Παρέμβαση πάνω στη μεταβίβαση” του 1951 στη σελίδα 216 των γραπτών στη γαλλική έκδοση, ο Λακάν θα γράψει «Είναι εντυπωσιακό ότι κανείς δεν έχει μέχρι σήμερα υπογραμμίσει το πως η περίπτωση της Ντόρας παρουσιάζεται υπό τη μορφή μιας σειράς διαλεκτικών ανατροπών. Δεν πρόκειται εδώ για ένα τέχνασμα ενός υλικού του οποίου η εμφάνιση όπως δηλώνει αποφασιστικά ο Φρουντ αφήνεται στον ασθενή. Πρόκειται για μια στίξη των δομών όπου μεταμορφώνεται η αλήθεια για το υποκείμενο, και δεν ακουμπάει μόνο την αντίληψη των πραγμάτων, αλλά και τη θέση του ως υποκειμένου του οποίο τα αντικείμενα είναι συνάρτηση της θέσης του. Που σημαίνει πως η έννοια της παρουσίασης είναι ίδια με την πρόοδο του υποκειμένου, δηλαδή την πραγματικότητα της θεραπείας». Στην περίπτωση της Ντόρας η αλήθεια δεν είναι κάτι κρυμμένο που περιμένει τον Φρουντ να το ξεθάψει αλλά δημιουργείται από το υποκείμενο τη στιγμή αυτών των διαλεκτικών ανατροπών. Δηλαδή ούτε ο Φρουντ γνωρίζει από τα πριν τι είναι αυτό που συμβαίνει στην οικογένεια ή στην ασθενή του, ούτε η ασθενής κρύβει κάτι από τους υπόλοιπους, ίσα ίσα διαλαλεί παντού αυτό που γνωρίζει και αυτό που όλοι οι υπόλοιποι θα έπρεπε να αναγνωρίσουν, εάν δέχεται να μπει σε θεραπεία, παρόλο που αυτό γίνεται υπό την πίεση του πατέρα, είναι γιατί υπάρχει και μια άλλη αλήθεια, αυτή του συμπτώματος της.
Σε ένα πρώτο χρόνο και αφού η ίδια έχει αφηγηθεί όλα τα γεγονότα της ιστορίας της, σίγουρη για την αντικειμενικότητα της αφήγησης, περιμένει από τον Φρουντ να αντικρούσει τα λεγόμενα της όπως κάνει μέχρι στιγμής ο στενός οικογενειακός της κύκλος. Αντιθέτως ο Φρουντ, από τη μία θα αναγνωρίσει την κατάσταση ως έχει και θα πιστέψει στην αφήγηση της ασθενούς του αλλά από την άλλη θα της υποδείξει ότι αν κατηγορεί τον πατέρα της για κάτι, τότε ποια είναι η δική της ανάμειξη σε αυτή την ιστορία; Αυτό που θα προκύψει είναι πως και η Ντόρα μέχρι και τη σκηνή στη λίμνη είχε ενεργό ρόλο στην κατάσταση που καταγγέλλει, όχι μόνο παρατηρούσε το παράνομο ζευγάρι αλλά πολλές φορές το κάλυπτε, που σημαίνει πως οι κατηγορίες στο πρόσωπο του πατέρα ήταν επίσης κατηγορίες της Ντόρας στον ίδιο της τον εαυτό. Αυτό που θα προκαλέσει η παρατήρηση του Φρουντ είναι το να στραφεί η προσοχή της ασθενούς από το πρόσωπο του πατέρα και τη δράση του πατέρα, στο γιατί η ίδια, δηλαδή η Ντόρα, κράτησε τη στάση που κράτησε για τόσα χρόνια. Εδώ πέραν της υπόδειξης που έκανε ο Φρουντ η οποία δε μου φαίνεται καθόλου εύκολη, διότι ευλογοφανώς θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος ότι όντως η ασθενής έχει δίκιο και να μείνει εκεί, συμβαίνει και κάτι ακόμα, ο άνθρωπος που είχε απέναντι της η Ντόρα ήταν ένας γιατρός ονόματι Σιγκμουντ Φρουντ και ο οποίος είναι γνωστός του πατέρα της, με την υπόδειξη του, βγάζει ο ίδιος ο Φρουντ τον πατέρα από το πλάνο και ταυτόχρονα εξαφανίζεται και ο ίδιος από τη θέση του ως γνωστός του πατέρα και ίσως και συνεργός του στα μάτια της ασθενούς αφού ο πατέρας ήταν που της γνώρισε τον Φρουντ. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα ποιος είναι για την ασθενή, ο άνθρωπος που έχει απέναντι της; Μοιάζει ότι αρχίζει να τον εμπιστεύεται μετά την πρώτη του επιτυχή δοκιμασία αλλά θα μπορούσε να αποδείξει ποτέ η ίδια ότι αυτός ο άνθρωπος έχει τη λύση στο πρόβλημα της; Δεν το γνωρίζει αλλά το υποθέτει, εκεί μου φαίνεται πως ξεκινάει η αναλυτική θεραπεία και πως στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για μια εργασία ξεθαψίματος της αλήθειας αλλά για μια εργασία υπόθεσης, έστω ότι ο άνθρωπος που έχω απέναντι μου γνωρίζει, έστω ότι αυτός ο άνθρωπος έχει την απάντηση στο πρόβλημα μου. Το παράδοξο είναι ότι αυτή η εργασία υπόθεσης που στηρίζεται σε μια πλάνη θα οδηγήσει μέσα από περιπλάνηση σε μια αλήθεια. Την αλήθεια του υποκειμένου του ασυνειδήτου, την αλήθεια της εκφοράς του όπως αυτή εμφανίζεται μέσα από τα σημαίνοντα, αλήθεια την οποία προσδοκούσε και στην οποία πίστευε εξαρχής ο αναλυτής.
Βλέπουμε λοιπόν ότι χρειάζεται και από τις δύο μεριές πίστη, αν και πρόκειται για μια πίστη διαφορετικής υφής σε κάθε περίπτωση. Για τον αναλυόμενο πρόκειται για μια υπόθεση που δε μπορεί με κανέναν τρόπο να αποδειχθεί, έστω ότι αυτός κάτι ξέρει για εμένα, μια επένδυση ενός αντικειμένου με μια ιδιότητα ή αλλιώς μια υπόθεση του που βρίσκεται η γνώση, δηλαδή μια φαντασιακή επένδυση. Ενώ από την άλλη μεριά για τον αναλυτή, φαίνεται πάλι ότι υπάρχει ένα «έστω ότι» αλλά διαφορετικής τάξης, έστω ότι αυτό μιλάει (ça parle), έστω ότι υπάρχει το ασυνείδητο και ότι αυτό κάποια στιγμή θα εκδηλωθεί. Μια πίστη στο λόγο του Άλλου πως κάποια στιγμή θα αυτό θα αναδυθεί εκεί που υπάρχει ρωγμή στο λόγο του υποκειμένου. Μέσα από αυτή την απλή παρεξήγηση, κάτι αναδύεται. Παρεξήγηση ,γιατί ο ένας, δηλαδή ο αναλυόμενος, τοποθετεί την αλήθεια του στον αναλυτή και ο αναλυτής από την άλλη κλείνει το κύκλωμα τοποθετώντας την αλήθεια στην εκφορά του λόγου του αναλυόμενου.
Η πρώτη διαλεκτική ανατροπή θα δώσει τη συνέχεια στην ιστορία της ασθενούς και θα φανεί μέσα από αυτήν ποια είναι η σχέση της Ντόρας με τον πατέρα της, το νήμα πιάνεται από το σύμπτωμα του νευρικού βήχα, ο Φρουντ γράφει ,στην σελίδα 58 στο βιβλίο με τίτλο το όνομα που έδωσε ο Φρουντ στην ασθενή «Ντόρα», «καθώς οι κατηγορίες κατά του πατέρα επανέρχονταν με βαρετή μονοτονία και συγχρόνως δυνάμωνε ο βήχας, έπρεπε να σκεφτώ ότι αυτό το σύμπτωμα είχε πιθανόν μια σημασία σχετική με τον πατέρα» ενώ πιο κάτω στο κείμενο «η ευκαιρία να αποδοθεί στον νευρικό βήχα μέσω της φαντασιωμένης σεξουαλικής κατάστασης μια τέτοια σημασία δόθηκε πολύ νωρίς. Όταν το κορίτσι τόνιζε επανειλημμένως ότι η κυρία Κ αγαπούσε τον πατέρα επειδή ήταν ένας πλούσιος άνδρας παρατήρησα…ότι πίσω από τις φράσεις τις κρυβόταν το αντίθετο: ο πατέρας είναι ένας φτωχός άνδρας». Φτωχός στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει ανίκανος. Αυτή η ταύτιση με τον πατέρα διαφαίνεται σε όλα τα συμπτώματα της Ντόρας τα οποία και εξαφανίστηκαν μετά την παρατήρηση του Φρουντ. Εδώ να εξηγήσουμε ότι η ασυνείδητη φαντασίωση που κρυβόταν πίσω από αυτό το σύμπτωμα είχε να κάνει με την πεολειχία στην οποία πίστευε η Ντόρα ότι επιδιδόταν το ζευγάρι. Για τον Φρουντ, αυτή ήταν η ασυνείδητη σκέψη που προκαλούσε μια διέγερση του λαιμού και κατ’επέκταση τον νευρικό βήχα.
Επίσης στο οικογενειακό ιστορικό η ανικανότητα του πατέρα και η αδυναμία του είναι τα χαρακτηριστικά που έκαναν την Ντόρα να γίνει ιδιαίτερα προστατευτική απέναντι του και εν τέλει να ταυτιστεί μαζί του. Άραγε σε αυτή τη βάση της ταύτισης με τον πατέρα τι σημαίνει η ζήλια ως προς το πρόσωπο του πατέρα; Εδώ είναι για τον Λακάν που ο Φρουντ πραγματοποιεί τη δεύτερη διαλεκτική ανατροπή και η οποία εμφανίζει το πραγματικό αντικείμενο που ενδιαφέρει την Ντόρα, «δεν είναι το υποτιθέμενο αντικείμενο της ζήλιας που δίνει το πραγματικό κίνητρο, αλλά που κρύβει ένα ενδιαφέρον για την αντίζηλο του υποκειμένου, ενδιαφέρον του οποίου η φύση δε μπορεί εύκολα να εκφραστεί στον κοινό διάλογο». Το πραγματικό ενδιαφέρον της Ντόρας στοχεύει την Κυρία Κ (θέση που θα συλλάβει ο Φρουντ 23 χρόνια μετά το τέλος της ανάλυσης), ενώ το υποτιθέμενο αντικείμενο της ζήλιας, δηλαδή ο πατέρας, στην πραγματικότητα κρύβει το ενδιαφέρον της ασθενούς για το άτομο του ίδιου φύλου. Από αυτή την παρατήρηση είναι που θα συνεχίσει η αφήγηση και που η Ντόρα θα αποκαλύψει το ενδιαφέρον της για το λευκό σώμα της Κυρίας Κ, το γεγονός πως ήταν οι καλύτερες φίλες μέχρι το συμβάν της λίμνης και επίσης πως από τις συζητήσεις τους προέρχονταν όλες οι γνώσεις της ασθενούς σε σχέση με τα σεξουαλικά ζητήματα. Ενδιαφέρον είναι επίσης το γεγονός ότι η Ντόρα ποτέ δε σκέφτηκε να χαρακτηρίσει άσχημα την Κυρία Κ παρόλο που εκείνη την είχε προδώσει τη στιγμή της εξέγερσης της, με το να αποκαλύψει όσα μυστικά της είχε εκμυστηρευθεί η Ντόρα. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι παρ’όλη τη διορατικότητα του, αυτό είναι ένα στοιχείο που διαφεύγει από τον Φρουντ! Μήπως εδώ ήρθε αντιμέτωπος με κάτι το πραγματικό για τον ίδιο; Δηλαδή το ποια είναι η θέση μιας γυναίκας στη βιεννέζικη κοινωνία του 1900;
Σε αυτό το σημείο είναι που θεωρεί ο Λακάν πως λοξοδρόμησε η θεραπεία της Ντόρας, διότι αντί ο Φρουντ να επικεντρωθεί στο ενδιαφέρον της ασθενούς για την Κυρία Κ συνέχισε την ερμηνεία του ως αν η ασυνείδητη επιθυμία της ασθενούς βρισκόταν σε μια ερωτική ένωση με τον Κύριο Κ, ίσως και ίδιος ασυνείδητα να συμφωνούσε πως σε κάθε άντρα αναλογεί μια γυναίκα. Η επιμονή του Φρουντ σε αυτή την εκδοχή είναι μάλλον το στοιχείο που οδηγεί πρόωρα σε ένα τέλος αυτή την ανάλυση. Για τον Λακάν αυτό που συνέβη είναι ότι ο αναλυτής μέσα από την συμπάθεια του και τελικά την ταύτιση του με τον Κύριο Κ, δεν μπόρεσε να ακούσει αυτό που διηγούνταν η ασθενής. Για τον Λακάν αυτό που ενδιέφερε τη Ντόρα ήταν η ερώτηση του πως διαπραγματεύεται η ίδια τη θέση της ως γυναίκα και ως αντικείμενο της επιθυμίας ενός άντρα. Το ενδιαφέρον της Ντόρας για την Κυρία Κ, ήταν ένα ενδιαφέρον για το γυναικείο σώμα και για το τι σημαίνει να είσαι επιθυμητή από τους άντρες, για αυτό μόλις ο Κύριος Κ ανακοίνωσε πως η γυναίκα του δε σήμαινε τίποτα για εκείνον, τότε διαλύθηκε ο αστερισμός. Διότι με αυτό τον τρόπο ο Κύριος Κ, έλυσε τα μάγια, αποκάλυψε στη Ντόρα πως αυτό που πίστευε και υποστήριζε για τόσα χρόνια ήταν ένα ψέμα.
Με βάση όσα έχουν ήδη ειπωθεί, ο Φρουντ ως αναλυτής εγκατέλειψε για λίγο τη θέση του και αυτό απέβη μοιραίο για τη θεραπεία. Δε μπόρεσε να δει πέρα από αυτό που πίστευε ότι θα ήταν μια ευτυχής κατάληξη για την ασθενή του και ερμήνευσε όλα τα στοιχεία που εμφανίστηκαν στην ανάλυση τελείως ανάποδα. Έδωσε δηλαδή σε αυτά τα δύο στοιχεία που υπήρχαν ήδη στο λόγο της την αντίθετη σημασία. Έβαλε σε πρώτο πλάνο την ερωτική επιθυμία για τον Κύριο Κ και σε δεύτερη μοίρα το ενδιαφέρον της για την Κυρία Κ. Θέση που θα αντιστρέψει το 1923, δηλαδή 23 χρόνια μετά το τέλος αυτής της ανάλυσης. Αν όχι κάτι άλλο αυτό το χρονικό διάστημα μας δείχνει την επιθυμία του αναλυτή και το διακύβευμα της διαδικασίας το οποίο είναι η αλήθεια. Αν αυτή η ανάλυση ξεκίνησε με μια διαλεκτική ανατροπή, σταμάτησε τη στιγμή που ο Φρουντ έδωσε το νόημα που ο ίδιος ήθελε στα λόγια της ασθενούς του και που την αναίρεσε. Ειδωμένο διαφορετικά, η ροή του λόγου σταμάτησε τη στιγμή που ο Φρουντ παρουσίασε μια λύση στο υποκείμενο, τη στιγμή που είχε κάτι να αποκαλύψει, άρα ποτέ δεν ήταν το ζητούμενο του να έχει πραγματικά μια λύση αλλά του να πιστεύει η ασθενής του ότι την έχει έτσι ώστε να μπορεί η ίδια να την αναζητήσει.
Όταν ο η Ντόρα προέβαλλε στον Φρουντ τις ίδιες κατηγορίες που προέβαλλε και στον πατέρα, ο Φρουντ μεταχειρίστηκε τα σημαίνοντα που προέκυψαν από αυτή τη φαντασιακή προβολή έτσι ώστε να συνεχίσει η διαδικασία. Φαίνεται ότι η διαδικασία πάγωσε τη στιγμή που ο ίδιος ο Φρουντ βρέθηκε σε ένα αδιέξοδο. Ποιο ήταν αυτό; Ίσως το ίδιο που δυσκόλεψε τον Φρουντ μέχρι το τέλος της πρακτικής του, το ζήτημα της γυναικείας επιθυμίας και της γυναικείας θέσης. Στο κείμενο των εκριτ ο Λακάν θα πει «όπως επίσης για κάθε γυναίκα και για λόγους που είναι στη βάση οι πιο θεμελιώδεις κοινωνικές ανταλλαγές (αυτές επίσης που η Ντόρα διατυπώνει στα παράπονα της εξέγερσης της), το πρόβλημα της κατάστασης της είναι κατά βάθος το να αποδεχθεί τον εαυτό της ως αντικείμενο της επιθυμίας του άντρα, και είναι εκεί που βρίσκεται για την Ντόρα το μυστήριο που παρακινεί την ειδωλολατρία της για την Κυρία Κ…, ακριβώς όπως στην μακρά ενατένιση της μπροστά από τη Μαντόνα και στη διαφυγή της στον μακρινό θαυμαστή, τη σπρώχνει προς τη λύση που ο χριστιανισμός έδωσε σε αυτό το υποκειμενικό αδιέξοδο, κάνοντας τη γυναίκα το αντικείμενο μιας θείας επιθυμίας ή ένα υπερβατικό αντικείμενο επιθυμίας, πράγμα που ισοδυναμεί». Μα αυτό το ερώτημα δεν είναι αυτό που απασχόλησε τον ίδιο το Φρουντ, το ποια είναι η επιθυμία της γυναίκας και πως αυτό συναρτάται σε σχέση με την επιθυμία του άντρα; Μήπως μπροστά στη δυσκολία της υστερικής ο Φρουντ μπήκε στον πειρασμό να πάρει θέση;
Μεταβίβαση και επιθυμία του αναλυτή
Ποια είναι η επιθυμία ενός αναλυτή την ώρα της πρακτικής του και πως μπορεί αυτό να σχετίζεται με τη μεταβίβαση; Είδαμε στην περίπτωση της Ντόρας πως το ζήτημα δεν ήταν ακριβώς το να της δοθεί μια λύση, η ίδια θεωρούσε μπαίνοντας σε ανάλυση ότι γνωρίζει τι έχει συμβεί και ότι έχει τη λύση. Ο Φρουντ πιστός στην ανακάλυψη του, αυτό που έκανε πράξη ήταν να δώσει το χώρο στην αναλυόμενη του έτσι ώστε να ακουστεί ο λόγος της και τελικά αυτό που φάνηκε μέσα από αυτό τον λόγο ήταν ότι υπάρχει επιθυμία, υπό τη μορφή ενός ερωτήματος «τι σημαίνει να είσαι γυναίκα;» έτσι όπως η ίδια το είχε συλλάβει μέσα από την προσωπική της ιστορία. Ο Φρουντ με τον τρόπο που έθεσε την πρώτη του ερώτηση, κατά την πρώτη αποφασιστική στιγμή αυτής της ανάλυσης, είναι σαν να εξαφανίστηκε από τη σκηνή σαν υποκείμενο και να άφησε πίσω του μια τρύπα, έναν χώρο στον οποίο μπορεί κάποιος να μιλήσει ελεύθερα. Αν μπόρεσε η ασθενής να φτάσει από μια πεποίθηση σε μια απορία (μέχρι να διακοπεί η ανάλυση) είναι γιατί αρθρώνοντας τη σημαίνουσα αλυσίδα της μέσα σε αυτό τον χώρο, οδηγήθηκε μέσα από το λόγο της στις ρωγμές του λόγου της. Αν η πορεία μιας ανάλυσης ξεκινάει από την βεβαιότητα για να καταλήξει σε μια ερώτηση ή αλλιώς για να οδηγήσει τον αναλυόμενο στην αποδοχή του ευνουχισμού του, δηλαδή να τον οδηγήσει στην επιθυμία του, τότε η επιθυμία του αναλυτή ίσως να είναι επιθυμία μιας επιθυμίας. Σε αυτή την περίπτωση η πράξη του αναλυτή, αυτή που φέρνει την αντιστροφή με την οποία ξεκίνησε αυτή η εργασία, θα μπορούσε να είναι ένα «δεν ξέρω αλλά είμαι εδώ για να ακούσω». Δεν ξέρω, με την έννοια ότι κάποιος έχει φτάσει στο όριο της γνώσης του γύρω από το σύμπτωμα του, και αυτό που αποκομίζει είναι η ουλή του ευνουχισμού του, μια τρύπα από όπου αναδύεται η επιθυμία του. Εκεί υπάρχει μια άλλη αντιστροφή, ίσως αυτή που φέρνει τον αναλυόμενο στη θέση του αναλυτή, αν κατά τη διάρκεια μιας ανάλυσης κάποιος ψάχνει για ένα σημάδι, ένα γκαραντί, το θεμέλιο πάνω στο οποίο θα μπορούσε να χτίσει ένα νόημα, το τέλος της ανάλυσης του στερεί αυτό το θεμέλιο, εκεί έρχεται η απόφαση του «είμαι εδώ», σε αυτή την περίπτωση η μεταβίβαση είναι μια πράξη από τη μεριά αυτού που δεν έχει δηλαδή του αναλυτή προς τη μεριά αυτού που έχει,δηλαδή του αναλυόμενου. Όμως όπως προείπαμε δε μπορεί αυτό το είμαι εδώ να βασίζεται σε μια λογική εξήγηση, αφού λείπει το σημείο, τότε αυτό το «είμαι εδώ για να ακούσω» μάλλον είναι μια πράξη πίστης, μια πράξη αγάπης ή μια πράξη επιθυμίας. Για τον Σωκράτη, αυτή η πίστη, είναι μια ακλόνητη πίστη στο λόγο, μια ακλόνητη πίστη στο σημαίνον, η σωκρατική μέθοδος είναι αυτή η πίστη στο διάλογο μέσα από τον οποίο όταν το σημαίνον τεθεί υπό επιστημονικό έλεγχο μπορεί να προκύψει η αλήθεια. Ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η αλήθεια δεν διατυπώνεται σε κανέναν διάλογο, εκεί θα τοποθετούσα την ατοπία του Σωκράτη, στο γεγονός ότι η επιθυμία του είναι μια ακατάσβεστη επιθυμία ερώτησης. Για εμάς τελικά που δεν είμαστε ο Σωκράτης, η αλήθεια κάθε φορά θα μπορούσε να είναι το παράγωγο ενός διαλόγου μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο. Άρα σε αυτό το πλαίσιο, ο αναλυτής τελικά είναι ο κοινωνός της αλήθειας που θα παραχθεί μέσα από τη θέση που παίρνει και για να παραχθεί αυτή η γνώση προϋποτίθεται μια πράξη μεταβίβασης από μεριάς του. Όμως εάν στη διαλεκτική του συν και του πλην, με το συν στην προκειμένη να είναι η γνώση του ασυνειδήτου και το πλην η θέση του αναλυτή η οποία δίνει το χώρο να ακουστεί αυτή η γνώση, το τρίτο στοιχείο για τον αναλυτή, αυτό που θα έθετε σε προοπτική τη σχέση αναλυτή και αναλυόμενου, ποιο θα ήταν;