Η αγάπη είναι το να δίνεις αυτό που δεν έχεις
Ανθή Κολέση
Ξεκινώντας θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπασµα: “Η αγάπη είναι κάτι που το µαθαίνεις και εξασκείσαι σε αυτό. Και επίσης η αγάπη είναι κάτι που για χάρη του πρέπει να κλέψεις. Αν κάθε µέρα δεν κλέβεις από τον εαυτό σου λίγη δύναµη και χρόνο για την αγάπη, τότε δε θα υπάρχει αγάπη.” [Μιχαήλ Μαρµαρινός, “Εθνικός Ύµνος”]
Πώς να ξεκινήσω γιατί είναι πολύ δύσκολο. Ο Αλκιβιάδης στο Συµπόσιο του Πλάτωνα λέει πως “κάθε αίτηµα είναι αίτηµα αγάπης”, ο αιτών αιτείται να αγαπηθεί. Και πώς µπορεί να ικανοποιηθεί ένα τέτοιο αίτηµα; Είναι ταυτολογική η κάλυψη αυτής της έλλειψης ή αντιστρεπτική; Έστω ότι το µονοπάτι που καλείται να ακολουθήσει κανείς, έπειτα από την εκφορά του αιτήµατος του να αγαπηθεί, είναι να το µετατρέψει σε αίτηµα να αγαπήσει, να επιθυµήσει, να συνεχίσει να επιθυµεί. Το κενό µέσα στο οποίο ο αναλυόµενος κολυµπά κάθε φορά που κοιτώντας τον τοίχο υποθέτει την όψη και την επιθυµία της µορφής που κάθεται πίσω του, έρχεται να επιβεβαιώσει τον τρόµο της άγνοιας, που δεν είναι άλλος από αγάπη για την άγνοια. Ας επιστρέψουµε, όµως, στον τρόµο. Τί µας προστατεύει από τον τρόµο του κενού, της άγνοιας, του Πραγµατικού; Από πού να κρατηθεί κανείς καθώς βουτάει σε αυτή τη θάλασσα γνώσης, την οποία ελπίζει ότι θα πιάσει έχοντας στη διάθεση του µόνο ένα δίχτυ; Και τί είναι αυτό που τον κρατάει να επιµένει στην ανάγκη να γνωρίσει αυτή τη γνώση, πάνω σε κάτι που τον ξεπερνάει και που πάντα θα του διαφεύγει. Σίγουρα εδώ υπάρχει µια πίστη, µια ακράδαντη ελπίδα πως κάτι υπάρχει, αλλιώς η βουτιά πιθανά θα αποβεί µοιραία. Πώς όµως ρίζωσε αυτή η πίστη και πού βρήκε έδαφος να ευδοκιµήσει; Πάνω στην πρόσφορη για υποθέσεις γη του Άλλου, υποθέτω.
Αναζητά κανείς µια κουβέντα, ένα µορφασµό, έστω ένα βλέµµα επιβεβαίωσης. Μα πού; Μπροστά ένας τοίχος και πίσω µια υπόθεση. Σε τέτοιο σκηνικό γεννιέται µια αγάπη, ένας ιδιαίτερος έρωτας, ο Έρωτας Μεταβίβασης. Ένας έρωτας από τον αναλυόµενο προς τον αναλυτή, από αυτόν που στερείται ‘κάτι’ που θέλει, σε αυτόν που, ο πρώτος, υποθέτει πως το κατέχει και πως δύναται να του το παρέχει. Η ακράδαντη αυτή πίστη πως το ‘κάτι’ υπάρχει εντός του Άλλου, πώς µέσα του κατοικεί ένα νόηµα που θα νοηµατοδοτήσει αυτό που αφ’ εαυτόν δεν έχει κανένα νόηµα. Υπάρχει εδώ µια πρωταρχική στέρηση, µια έλλειψη, ένα κενό που ζητά να καλυφθεί. Πώς όµως θα ξεφεύγει ο αναλυόµενος από την υπόθεση, την επιπόλαια εγγυηµένη πεποίθηση, πως αυτό που του λείπει είναι κρυµµένο στον Άλλον; Πώς θα επιµείνει στην κοπιαστική προσπάθεια να στρέψει το βλέµµα αλλού, να αλλάξει θέση µέσα στον χώρο, και ακόµη περισσότερο µέσα στην ίδια του την ύπαρξη, και να τολµήσει να ψάξει το κάτι που του λείπει αγαπώντας ο ίδιος, κι όχι αιτούµενος να αγαπηθεί; Και εδώ, έρχεται να συµπληρώσει το σκηνικό µιας Ανάλυσης ο λόγος, διαµεσολαβητής του τοίχου και της υπόθεσης. Ο λόγος, οι λέξεις, η οµιλία αυτού που µιλά. Το µόνο µέσον που έχει το µέσα για να βγει έξω. Και η απουσία ανταπόκρισης, απουσία νοηµατοδότησης. “Η αγάπη γεννιέται από την απουσία της”λέει ο Jacques Lacan στο 8ο Σεµινάριο “Η Μεταβίβαση”. Η απουσία επιβεβαίωσης από το λόγο του αναλυτή, λόγος ο οποίος συνίσταται στη σιωπή, είναι αυτή που ανοίγει το χώρο για το τόλµηµα του αναλυόµενου. Μα από πού, εποµένως, αντλεί δύναµη, στήριγµα ο λόγος αυτού που µιλά για να συνεχίσει, πώς η άγνοια, στο βαθµό που µπορεί, θα γίνει γνώση; Από τον ίδιο τον λόγο, λέγοντας αυτά που λέει, το Υποκείµενο θα βρει την επιβεβαίωση για αυτά που λέει.
Και οι αντιστάσεις; Α, αυτές θα διαπιστώσει κανείς πως είναι πολλές, παραπλανητικές και επίµονες. Θα υπέθετε κανείς πως η ανάδυση µιας έγκυρης απάντησης σε ένα ερωτήµα αποτελεί αυτό που καθιστά την Αναλυτική διαδικασία µια εργασία επίπονη, απαιτητική και οµολογουµένως µακροχρόνια. Αλλά, όπως είπαµε, αυτό θα ήταν µια υπόθεση, όχι γνώση. Κάτι που εµφανίζεται ως έγκυρο δεν θα πρέπει να αξιώνει να λογίζεται και ως εγγυηµένο. Κάθε ερώτηµα βρίσκει µιαν απάντηση, η οποία είναι θεµιτό να αποτελεί αποτέλεσµα λογικού και έγκυρου συλλογισµού. Ποια είναι όµως η συνιστώσα του κατα πόσο ένας έγκυρος συλλογισµός, είναι και εγγυηµένα αληθής; Θα µπορούσε να λεχθεί πως ως τέτοια συνιστώσα λογίζεται η ευφυία του οµιλούντος να δώσει την απάντηση που του “πάει”. Παρατηρώντας γύρω µου, αντιλαµβάνοµαι, πως γίνεται όλο και πιο έντονη η επιταγή της κοινωνίας µας και του πολιτισµού µας, να βρει ο καθένας αυτό που πραγµατικά είναι ο εαυτός του, αυτό που στα αλήθεια θέλει να είναι, να δοµήσει τον χαρακτήρα που φαντασιώνεται για τον εαυτό του και να τον διεκδικήσει, όπως δικαιωµατικά δικαιούται. Θα διεκδικήσω κι εγώ το δικαίωµά µου να σταθώ επιφυλακτικά σε όλη αυτή την σιγουριά. Πώς να ξέρει κανείς ποιος είναι ο εαυτός, ο δικός του; Ποιος είναι αυτός ο αληθινός χαρακτήρας που δικαιούται να ζήσει ανεµπόδιστος; Ανεµπόδιστος από τί; Θα παραθέσω ένα απόσπασµα από Tο Βιβλίο της Ανησυχίας του Fernando Pessoa: “Να γίνουµε σφίγγες, έστω και ψεύτικες, µέχρι του σηµείου να µην ξέρουµε πλέον ποιοί είµαστε. Γιατί, τελικά, δεν είµαστε τίποτε άλλο παρά ψεύτικες σφίγγες και αγνοούµε αυτό που πραγµατικά είµαστε. Ο µοναδικός τρόπος να είµαστε σύµφωνοι µε τη ζωή είναι να είµαστε σε ασυµφωνία µ’ εµάς τους ίδιους.” Νοµίζω πως αυτό που καθιστά αβάσταχτη µιαν Ανάλυση δεν είναι η απάντηση, αλλά το ίδιο το ερώτηµα, ερώτηµα αυτούσιο, ανεξάρτητο και αυτάρκες, απαλλαγµένο από κάθε προσδοκία να απαντηθεί. Ποια είναι η πορεία µιας Ανάλυσης; Θέτονται στόχοι και προσδοκίες για την πορεία της και για την έκβασή της; Θα απαντήσω ναι, γιατί άνθρωποι είµαστε και µε αυτό το µυαλό γεννηθήκαµε. Μπορούν, ωστόσο, να εκπληρωθούν ποτέ αυτές οι προσδοκίες; Ποιο είναι, λοιπόν, το διακύβευµα µε το οποίο ο αναλυόµενος θα έρθει αντιµέτωπος µόλις πέσει το πέπλο της υπόθεσης της γνώσης του Αναλυτή , και αρχίσει να βρέχει τα πόδια του σε αυτή τη θάλασσα της άµορφης και άπιαστης γνώσης, που πηγάζει από αυτόν τον ίδιον; Το ζήτηµα είναι να επιµείνει, να επιµείνει στα ερωτήµατα, να αντέξει τον τρόµο του κενού. Να θέσει τα ερωτήµατά του κατάµατα στον εαυτό του, τέµνοντας µε µια βαθιά κάθετη τοµή τις πληγές της επιφάνειας και να βουτήξει στη θάλασσα. Στην ηλιόλουστη ιδέα του να βρούµε τον αληθινό µας εαυτό, θα αντιτάξω τη συννεφιασµένη, αλλά πολλά περισσότερα υποσχόµενη, θέση να υπάρξουµε αληθινοί µε τον εαυτό µας. Να αντέξουµε να δούµε αυτό που κρύβεται πίσω από το “δράµα” µας, γιατί στα µάτια µας έγκειται ό,τι υπάρχει. “Αυτό όµως συµβαίνει πολλές φορές, να µην κάνουµε δηλαδή µιαν ερώτηση, γιατί δεν είµαστε ακόµη έτοιµοι να ακούσουµε την απάντηση ή γιατί απλούστατα την φοβόµαστε. Κι όταν πια βρούµε το κουράγιο να την ξεστοµίσουµε, πολύ συχνά δεν µας δίνουν απάντηση, όπως θα κάνει και ο Ιησούς και ο Οιδίππους µια µέρα όταν τον ρωτήσουν “Τί είναι αλήθεια”. Και θα σωπάσει έτσι µέχρι σήµερα ή απλώς θα βγάλει τα µάτια του.” [Μιχαήλ Μαρµαρινός, “Εθνικός Ύµνος”] Υπάρχει εδώ µια µοναξιά που καλείται κανείς να αντέξει, αρκεί να θέλει να προχωρήσει βαθύτερα στη θάλασσα που ανοίχτηκε µπροστά του. Δεν θα βρεθεί, κατα πάσα πιθανότητα µια λύση, µια θεραπεία, που θα επουλώσει την πληγή, το Τραύµα και πόσο µάλλον δεν θα βρεθεί κανείς να την προσφέρει. Στην καλύτερη το Υποκείµενο θα µάθει περί τίνος πρόκειται.
Ο Έρωτας Μεταβίβασης, λοιπόν, µιας που για αυτό είναι να µιλήσω, αν και ο λόγος µου τρύπωσε ίσως, επίτηδες, και σε άλλα χωράφια, φαίνεται να είναι αυτή η συνθήκη που θα επιτρέψει σε όλα τα παραπάνω να συµβούν. Ο Αναλυτής οφείλει να αντισταθεί και να µην ενδώσει στο αίτηµα, το οποίο συχνά θα γίνει επίµονο, να αγαπήσει τον αναλυόµενο, δηλαδή να του παρέχει τη γνώση που του διαφεύγει. Και έτσι αντιστεκόµενος, θα έλεγε κανείς, πιθανά τον αγαπάει περισσότερο από ό,τι αν το αγαπούσε µε µια αγάπη, σα να λέµε, ‘διευκολυντική’. Αλλά ας µην αναλωθούµε άλλο, κι εµείς µε τη σειρά µας, σε αυτή τη ροµαντική σκέψη, που µάλλον πιο πολύ θρέφει το αίσθηµα µου, παρά τη σηµασία του πράγµατος.
Ας επιστρέψουµε στο απόσπασµα της αρχής. Σηµασία έχει να αγαπήσει κανείς, να κλέψει από ‘κάτι’ δικό του, ώστε να το δώσει στην διαδικασία του να αγαπήσει. Αλλά ας µην παραπλανηθούµε, αυτό το ‘κάτι’, το κλοπηµαίο, δυστυχώς δε θα έρθει από κάποιο περίσσευµα, δεν είναι εκεί και περιµένει να κλαπεί· αντίθετα, το αντίθετο. Είναι εκεί για να µη κλαπεί. Θέλει, λοιπόν, κόπο και εκ πρώτης όψεως παραλογισµό. Ανοίγοντας, όµως, προς τα έξω, ανοίγεται ένας χώρος για να εισέλθει το έξω µέσα, και να συναντήσει το ακόµη πιο µέσα. Σκέψη που µου δηµιουργεί την παράξενη εντύπωση πως κανείς κλέβει από κάτι δικό του και τελικά βρίσκει κάτι πιο δικό του. Είναι αυτό το ‘κάτι’ που θέλουµε, για το οποίο έχουν µιλήσει καλλιτέχνες και µη, και είναι αυτό που ενοχλεί και τσιµπάει µέχρι να ικανοποιηθεί. Δε θέλω να παρεξηγηθώ, µπορεί κανείς να αρκεστεί στο µπλε της κανονικής θάλασσας και να ασχοληθεί µε αυτό το ‘κάτι’, αν και όσο του επιτρέπει το αίσθηµα αυτοσυντήρησης του. Ή όσο επιτρέπει ο ίδιος στο αίσθηµα αυτοσυντήρησής του, να τού επιτρέπει. Δεν υπάρχει µόνο µια αλήθεια πάνω στη γη. Γιατί µη ξεχνάµε πως ο Οιδίποδας έβγαλε εν τέλει τα µάτια του. Καθένας δικαιούται να ξέρει όσο επιθυµεί να ξέρει, και ευτυχώς είµαστε καλυµµένοι σε αυτή την περίπτωση, επενδύοντας στο λόγο εκείνου που µιλά. Θα µιλήσει όσο µιλήσει και θα πει όσα πει.
Όσον αφορά όλους τους υπόλοιπους, όσους, δηλαδή, εξακολουθούν να τους περιτριγυρίζουν οι σφίγγες και σε όσους το τσίµπηµα παραµένει και τσιµπάει, σε εµάς, λοιπόν, εύχοµαι καλό ταξίδι, η θάλασσα είναι απέραντη και το δίχτυ µας τρύπιο, πώς αλλιώς άλλωστε;
Βιβλιογραφία:
- Jacques Lacan, 8ο Σεµινάριο “Η Μεταβίβαση”, εκδόσεις Εκκρεµές
- Πλάτωνας, Το Συµπόσιο, εκδόσεις Κάκτος
- Fernando Pessoa, Το Βιβλίο της Ανησυχίας, εκδόσεις Αλεξάνδεια
- Μιχάηλ Μαρµαρινός, Εθνικός Ύµνος, εκδόσεις KOAN