Η έννοια της έλειψης στον Λακάν και τον Λεβινάς
Γιοβάνα Βεσσαλά
Στη συγκεκριμένη παρουσίαση θα αποπειραθώ να προσεγγίσω την έννοια ενός αντικειμένου σε έλλειψη, βασιζόμενη στη θεωρία του προσώπου του Εμμανουέλ Λεβινάς και το σεμινάριο «Η σχέση αντικειμένου» του Ζακ Λακάν. Το συμπέρασμα που θα προκύψει είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις δεν μπορώ να κατακτήσω τον άλλο εξ ολοκλήρου και αυτό μου δίνει τη δυνατότητα να συνάψω μια σχέση ετερότητας μαζί του και άρα να δομηθώ ως υποκείμενο.
Αρχικά, θα ήθελα να αναφερθώ στη θεωρία του προσώπου του Λεβινάς προκειμένου να διευκρινιστεί γιατί το πρόσωπο του άλλου είναι ένα αντικείμενο μη προσεγγίσιμο, ένα αντικείμενο δηλαδή σε έλλειψη.
Πριν από αυτό όμως θα πρέπει να παραθέσω κάποια βιογραφικά στοιχεία για τον Λεβινάς, δεδομένου ότι η φιλοσοφία του σχετίζεται άμεσα με την προσωπική του ιστορία. O Εμμανουέλ Λεβινάς γεννήθηκε το 1906 στη Λιθουανία. Το 1940 συλλαμβάνεται αιχμάλωτος σε στρατόπεδο στη Γερμανία, όπου εκεί θα περάσει όλα τα χρόνια του πολέμου. Ο άξονας της φιλοσοφίας του είναι επηρεασμένος από τις θηριωδίες που έζησε και είδε κατά την παραμονή του στο στρατόπεδο και αποτελέι μια απάντηση στο ερώτημα αν μπορει να υπάρξει ηθική φιλοσοφία μετά το Ολοκαύτωμα. Συγκεκριμένα, εφόσον το Ολοκαύτωμα είναι το μέρος όπου απαξιώθηκε ο άλλος ως οντολογική υπόσταση, ο Λεβινάς αντέτεινε μπροστά σ’ αυτή την κτηνωδία μια φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η οντολογία είναι αδιαχώριστη από την ηθική. Το πρόσωπο δηλαδή δεν είναι απλά τα μάτια, η μύτη και το στόμα αλλά αποτελεί και μια ηθική ύπαρξη και άρα το επείγον μιας οντότητας δεν αναιρεί την ανάγκη μας να παράγουμε ηθική φιλοσοφία.
Μετά από αυτήν την παρένθεση θα συνεχίσω αναλύοντας τη θεωρία του προσώπου προκειμένου να γίνει φανερό γιατί το πρόσωπο είναι ένα άπιαστο αντικείμενο. Το πρόσωπο κάθε ανθρώπου παρουσιάζεται πάντα εκτεθειμένο και τρωτό απέναντι στον άλλον— μπορεί να πληγωθεί, να αδικηθεί, ακόμα και να σκοτωθεί. Εκφράζει στην ουσία τη βιολογική μας οντότητα η οποία ως βιολογική είναι αδύναμη και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κακομεταχείρισης από τον άλλον. Ωστόσο η ευθραστότητα του προσώπου είναι και ένα μέσο προστασίας καθώς, σύμφωνα με τον Λεβινάς, ακριβώς επειδή ο άλλος είναι ευάλωτος έχουμε την ηθική ευθύνη να τον προστατεύσουμε. Αυτό σημαίνει ότι η ευθραυστότητα δεν είναι αδυναμία· είναι φωνή που καλεί σε ευθύνη. Σύμφωνα με τον Λεβινάς το πρόσωπο μάς λέει σιωπηρά: «Μη με σκοτώσεις». Μέσα από αυτή την έκκληση —που δεν είναι διαταγή αλλά ηθική πρόκληση— αποκαλύπτεται κάτι πολύ πιο βαθύ: το Άπειρο. Δηλαδή, το πρόσωπο δεν είναι μόνο ένα φυσικό ον, αλλά φορέας του Απείρου, μιας διάστασης που υπερβαίνει κάθε λογική, κάθε κατηγορία, κάθε εξήγηση. Το επιχείρημα της ύπαρξης της απειρίας του προσώπου είναι αντίστοιχο με το καρτεσιανό οντολογικό επιχείρημα: αν μπορούμε να συλλάβουμε με το μυαλό μας ότι υπάρχει κάποια μεγαλύτερη δυνατή ύπαρξη, αυτό σημαίνει ότι η ύπαρξη αυτή υπάρχει. Ακόμα κι αν δεν μπορούμε να τη σκεφτούμε, ακριβώς, μπορούμε όμως να σκεφτούμε ότι υπάρχει. Φυσικά η αδυνατότητα του φόνου δεν υφίσταται σε οντολογικό επίπεδο˙ ο φόνος μπορεί να συμβεί οντολογικά, μπορούμε δηλαδή να σκοτώσουμε τον άλλον, αλλά δεν μπορούμε, ακόμα κι αν τον σκοτώσουμε να αγγίξουμε το άπειρο που βρίσκεται πίσω από το πρόσωπό του. Επομένως δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε ποτέ τον άλλον γιατί ακόμα κι αν τον σκοτώσουμε θα υπάρχει πάντα ένα άπειρο που διανοίγεται πίσω από το πρόσωπό του το οποίο δεν καταφέρνουμε ποτέ να αγγίξουμε. Άρα το πρόσωπο αποτελεί ένα αντικείμενο πάντα άπιαστο ενώ η ευθραστότητα της οντολογικής του παρουσίας δεν υφίσταται παρά για να μας υπενθυμίζει ότι είναι άπιαστο.
Η θεωρία του προσώπου του Λεβινάς και η έννοια της Σχέσης Αντικειμένου στον Λακάν προσεγγίζουν τη σχέση με τον άλλον από διαφορετικές οπτικές, αλλά συναντώνται σε έναν βασικό άξονα: ο άλλος είναι πάντα μη κατακτήσιμος.
Όπως το πρόσωπο για τον Λεβινάς μπορεί κανείς να το προσεγγίσει ως φυσική παρουσία αλλά δεν μπορεί να αγγίξει το άπειρό του, έτσι και στον Λακάν ο άλλος μπορεί μεν να προσεγγίστει αλλά μόνο υπό το φίλτρο της συμβολοποίησης. Δεν υπάρχει δηλαδή άμεση πρόσβαση στον άλλον παρά μόνο μέσω του συμβολικού. Αυτό σημαίνει ότι πάντα θα υπάρχει ένα πραγματικό που θα διαφέυγει κατά τον Λακάν, όπως και ένα άπειρο που δεν μπορεί να κατακτηθεί κατά τον Λεβινάς.
Σύμφωνα με την λακανική θεωρία το υποκείμενο αναπληρώνει την έλλειψη του «χαμένου αντικειμένου» δημιουργώντας το μικρό αντικείμενο α στο φαντασιακό. Αυτό το φαντασιακό υπόλειμμα κινητοποιεί την επιθυμία του υποκειμένου για αυτό που έχει χαθεί, λειτουργώντας ως ένα απομεινάρι του. Κάπως έτσι λειτουργεί και το πρόσωπο στον Λεβινάς: ως ένα εύθραστο απομεινάρι ενός απείρου. Ενώ όμως στην περίπτωση του Λεβινάς το πρόσωπο καθορίζει μια σχέση ευθύνης με το χαμένο πρόσωπο, στην περίπτωση του Λακάν το αντικείμενο α καθορίζει μια σχέση επιθυμίας με το χαμένο αντικείμενο. Ούτε η σχέση ευθύνης ούτε η σχέση επιθυμίας δεν θα οδηγήσει ποτέ σε μια κατάκτηση του αντικειμένου αλλά θα υφάνει μια διαλεκτική σχέση με αυτό. Μέσα από αυτή τη διαλεκτική σχέση, εντέλει δομείται το υποκείμενο δια μέσου είτε της επιθυμητικής είτε της ηθικής στάσης απέναντι στην απουσία. Η απόσταση, μακράν του να είναι αδυναμία, γίνεται η θεμελιακή συνθήκη της υποκειμενικότητας.
Σε τελική ανάλυση, η θεωρία του Λεβινάς και του Λακάν συγκλίνουν στο ότι η σχέση με τον Άλλον δεν είναι ποτέ κατακτημένη. Είτε μέσα από την ηθική ευθύνη είτε μέσω της επιθυμίας, το υποκείμενο διαμορφώνεται απέναντι σε μια μόνιμη έλλειψη. Το πρόσωπο ως τρωτό και το ο άλλος του λόγου καθιστούν σαφές ότι η υποκειμενικότητα δεν θεμελιώνεται στην αυτάρκεια αλλά στη σχέση με τον Άλλον.
