«Κατασκευάζοντας» τον κόσμο από την αρχή: Ανάγνωση της περίπτωσης Σρέμπερ

Ελένη Κολιολιού

 

Περίληψη

Στο επίκεντρο του παρόντος κειμένου βρίσκεται η ψυχωτική αφήγηση του Ντάνιελ Πάουλ Σρέμπερ, όπως αποτυπώνεται στα Απομνημονεύματα ενός νευροπαθούς, καθώς και η εσωτερική της συγκρότηση. Η μεταμόρφωσή του σε γυναίκα και η πίστη σε μια θεϊκή αποστολή αποτελούν τα κεντρικά στοιχεία του παραληρήματος, το οποίο λειτουργεί ως ψυχική ανασυγκρότηση μετά την κατάρρευση της σχέσης του με την πραγματικότητα. Παρουσιάζεται η πορεία της ασθένειας και η λογική της παρανοϊκής σκέψης κατά τη διάρκεια της νοσηλείας. Μέσω των θεωριών του Φρόιντ και του Λακάν, το παραλήρημα προσεγγίζεται ως θεραπευτική «κατασκευή», ως συμβολική επιδιόρθωση και ως προσπάθεια του υποκειμένου να επανεγκαθίδρυσει δεσμό με τη γλώσσα και το νόημα.

Λέξεις κλειδιά: Σρέμπερ, παραλήρημα, ψύχωση, ανασυγκρότηση πραγματικότητας, συμβολική τάξη

 

Εισαγωγή

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η προσωπική εμπειρία ενός υποκειμένου με ψυχική διαταραχή μπορεί να υπερβεί τα όρια της ατομικής εμπειρίας και να μετατραπεί σε αντικείμενο επιστημονικού και ψυχαναλυτικού στοχασμού. Η περίπτωση του Ντάνιελ Πάουλ Σρέμπερ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, μέσα από την παραληρηματική του αφήγηση, δεν καταγράφει απλώς τα συμπτώματα της διαταραχής του, αλλά φαίνεται να επιχειρεί, σχεδόν με συστηματικό τρόπο, την ανασύσταση ενός κόσμου που έχει καταρρεύσει.

Ο Σρέμπερ δημοσίευσε τα «Απομνημονεύματα ενός νευροπαθούς» το 1903. Αφορά την προσωπική του ιστορία, ενός ανθρώπου υψηλής πνευματικής καλλιέργειας και ασυνήθιστης οξύνοιας, όπως αυτοχαρακτηρίζεται. Το βιβλίο του προσέλκυσε μεγάλο ενδιαφέρον στους ψυχαναλυτικούς κύκλους, αλλά ταυτόχρονα και έντονες αντιδράσεις, που στόχευαν να εμποδίσουν την δημοσίευση του.

Η μοναδικότητα της περίπτωσης του προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Φρόιντ, ο οποίος χωρίς να συναντήσει ποτέ τον Σρέμπερ ή να έχει άμεση κλινική επαφή μαζί του, βασίστηκε αποκλειστικά στο βιβλίο για να αναλύσει το συγκεκριμένο περιστατικό παράνοιας.

Πορεία της ασθένειας και η παραληρηματική σκέψη

Προτού αναφερθούμε στο ιστορικό ασθενείας του Σρέμπερ αξίζει να γίνει μια σύντομη αναφορά σε ορισμένα βιογραφικά στοιχεία. Γεννήθηκε το 1842 στη Λειψία της Γερμανίας και υπήρξε σημαντική νομική προσωπικότητα του 19ου αιώνα. Ήταν γιος του Ντάνιελ Γκότλομπ Μόριτς Σρέμπερ γνωστού γιατρού και παιδαγωγού της εποχής. Ακολούθησε δικαστική καριέρα καταλαμβάνοντας τελικά την θέση του Προέδρου του Δικαστηρίου στη Δρέσδη. Γνωρίζουμε ότι ήταν ήδη παντρεμένος πριν την εκδήλωση της ασθένειάς του, ενώ όπως αναφέρει ο ίδιος μια από τις πιο επώδυνες πτυχές της ζωής του ήταν η απογοήτευση από την αδυναμία να αποκτήσουν παιδιά με την σύζυγο του.

Ο Σρέμπερ αναφέρει ότι αρρώστησε δύο φορές από νευρική πάθηση, η οποία ήταν επακόλουθο πνευματικής υπερκόπωσης. Η πρώτη εκδήλωση της ασθένειας εμφανίστηκε το 1884, όταν ήταν δικαστικός διευθυντής στο Κέμνιτς, με αφορμή την υποψηφιότητά του για το Ράιχσταγκ. Νοσηλεύτηκε στην κλινική του Δρ. Φλέχσιχ για έξι μήνες, ο οποίος σε γνωμάτευση του χαρακτήρισε την κατάστασή του ως «κρίση βαριάς υποχονδρίας». Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η ασθένεια του θεραπεύθηκε πλήρως χωρίς περιστατικά που να άπτονται του υπερφυσικού σε αυτή την περίπτωση.

Για οκτώ χρόνια η ζωή του ήταν ευτυχισμένη και συνοδευόταν από κοινωνική και επαγγελματική καταξίωση. Τον Ιούνιο του 1893 ανακοινώθηκε ο διορισμός του ως Προέδρου του Δικαστηρίου και την 1η Οκτωβρίου ανέλαβε καθήκοντα.

Στο μεσοδιάστημα, ο Σρέμπερ αναφέρει επαναλαμβανόμενα όνειρα υποτροπής της ασθένειας και σε μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, «είχε την ιδέα ότι κατά βάθος πρέπει να είναι κάτι πολύ ωραίο να είναι κανείς γυναίκα και να υπόκειται στη συνουσία».

Στα τέλη Οκτωβρίου του 1893, η πάθηση επανέρχεται. Εισάγεται ξανά στην κλινική του Φλέχσιχ, με ραγδαία επιδείνωση. Κατά την παραμονή του στο νοσοκομείο της Λειψίας, όπου μένει μέχρι τον Ιούνιο του 1894, εκδηλώνει υποχονδριακές ιδέες, φόβους εγκεφαλικής μαλάκυνσης και αίσθηση επικείμενου θανάτου. Ακολουθούν οπτικές και ακουστικές παραισθήσεις, υπερευαισθησία στο φως και τους ήχους, αντιλήψεις ανθρώπινων σκιών που τον καταδιώκουν. Ο κόσμος του καταστρεφόταν. Οι αρχικές ψευδαισθήσεις συνδυάστηκαν με κινητικές και αισθητηριακές διαταραχές καθώς και διαταραχές αντιληπτικού τύπου. Οι παρανοϊκές του ιδέες σύντομα έλαβαν θρησκευτικό και μυστικιστικό χαρακτήρα. Ο Σρέμπερ επικοινωνούσε άμεσα με τον Θεό, έβλεπε “θαυμαστά οράματα”, άκουγε “ιερή μουσική”, έγινε το κορόιδο των διαβόλων και πίστευε ακόμη και ότι κατοικούσε σε άλλον κόσμο. Κατηγορούσε συγκεκριμένα πρόσωπα ότι τον καταδιώκουν, ένας εκ των οποίων είναι ο Δρ. Φλέχσιχ που μέχρι πρότινος εκθείαζε. Τον χαρακτήριζε

«ψυχοκτόνο» και τον αποκαλούσε «μικρέ Φλέχσιχ». Τον Ιούνιο του 1894 μεταφέρεται από την Λειψία στο Ίδρυμα Ζονενστάιν. Εκεί, το παραλήρημα του αποκτά εντυπωσιακή συνοχή και στοχαστικό βάθος. Καθώς τα χρόνια περνούν η προσωπικότητά του ανασυγκροτείται, σε βαθμό που ο Δρ. Βέμπερ, το 1899, τονίζει στη γνωμάτευσή του ότι δεν εμφανίζει σύγχυση, συναισθηματική απορρύθμιση ή πνευματική έκπτωση. Αν κάποιος δεν γνωρίζει το ιστορικό του, δεν παρατηρεί κάποια απόκλιση από το φυσιολογικό. Ωστόσο, είναι γεμάτος νοσηρές παραστάσεις που έχουν ενταχθεί σε ένα κλειστό παγιωμένο σύστημα.

Ο Σρέμπερ ζητά την άρση της κηδεμονίας του, αν και αρχικά ο Βέμπερ αρνείται, τελικά μετά από επιλαμβανόμενες προσπάθειες ο Σρέμπερ το 1902 κατάφερε να αποκαταστήσει τα πολιτικά του δικαιώματα και τον επόμενο χρόνο δημοσιεύτηκαν, λογοκριμένα, τα Απομνημονεύματα του. Στη γνωμάτευσή του από το 1899, ο Βέμπερ καταγράφει ότι το παραληρηματικό φαινόμενο κορυφώνεται στην πεποίθηση του ασθενούς πως έχει ανατεθεί σε αυτόν θεϊκή αποστολή, να σώσει τον κόσμο και να του ξαναδώσει τη χαμένη του μακαριότητα. Αυτή η αποστολή του έχει εμπνευστεί άμεσα από τον Θεό και ο ίδιος την παραλληλίζει με αυτήν των προφητών. Για να την επιτελέσει, πρέπει να μεταμορφωθεί σε γυναίκα όχι γιατί το επιθυμεί, αλλά πρόκειται για ένα

«πρέπει» που είναι θεμελιωμένο από στην παγκόσμια τάξη, στην οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Ο ίδιος θα προτιμούσε να παραμείνει άντρας. Στα πρώτα στάδια της ασθένειάς του, ισχυρίζεται ότι υπέστη τροποποιήσεις στο σώμα του που θα είχαν σκοτώσει οποιοδήποτε άλλον άνθρωπο. Με τον καιρό, αυτά τα φαινόμενα υποχωρούν και αναδύεται στο προσκήνιο η «θηλυκότητα» ως αναπόφευκτη εξελικτική πορεία, που θα χρειαστεί εκατονταετίες για να ολοκληρωθεί. Ο Σρέμπερ αναφέρει πως αισθάνεται ένα πλέγμα γυναικείων νεύρων να έχει διεισδύσει στο σώμα του, και ότι αυτή η δομή θα γονιμοποιηθεί άμεσα από τον θεό και θα φέρει στη ζωή νέους ανθρώπους. Τότε έχοντας εκπληρώσει την αποστολή του θα πεθάνει. Υποστηρίζει ότι του μιλούν με ανθρώπινη φωνή όχι μόνο ο ήλιος, αλλά και τα δέντρα και τα πουλιά, που τα αντιλαμβάνεται ως εμψυχωμένα απομεινάρια παμπάλαιων ανθρώπινων ψυχών. Γύρω του συμβαίνουν θαύματα. Το παραλήρημά του γίνεται ο πυρήνας ενός εναλλακτικού νοητικού συστήματος, μιας καινούργιας Τάξης Πραγμάτων με τον ίδιο στο κέντρο της.

Προκειμένου να προσεγγιστεί σε βάθος η εσωτερική συνοχή και η δυναμική του παραληρηματικού συστήματος του Σρέμπερ, αξίζει να στραφούμε στην ανάλυση του Φρόιντ , ο οποίος επιχειρεί να ερμηνεύσει τα βασικά δομικά του στοιχεία και την εξελικτική του πορεία. Ο Φρόιντ επισημαίνει τα εξής σημεία:

α) Την εστίαση του γιατρού βάση την γνωμάτευση του, στον ρόλο του σωτήρα και στη μεταμόρφωσή του σε γυναίκα. Στα Απομνημονεύματα φαίνεται ότι η ιδέα της μεταμόρφωσης (πρωτογενές παραλήρημα) προηγήθηκε της ιδέας του σωτήρα. Με τυπικούς όρους ένα σεξουαλικό παραλήρημα καταδίωξης μετασχηματίστηκε στο μυαλό του ασθενή αργότερα σε μια θρησκευτική παράνοια μεγαλείου. Ως διώκτης θεωρήθηκε αρχικά ο γιατρός Φλέχσιχ και αργότερα την θέση του πήρε ο Θεός. Κατά τη μεταμόρφωσή του άκουγε φωνές (τις «ακτίνες του Θεού») που τον περιγελούσαν και τον αποκαλούσαν «Μις Σρέμπερ». Τον Νοέμβριο του 1895 σύνδεσε τις δύο ιδέες και κατέληξε ότι η δημιουργία νέων ανθρώπων θα γινόταν μέσω της γονιμοποίησής τους από τις θεϊκές ακτίνες. Η ιδέα της μεταμόρφωσης σε γυναίκα διατηρήθηκε και αργότερα στη συμπεριφορά του (φορούσε γυναικεία στολίδια, κορδέλες, αλυσίδες κ.ά.). Ο ρόλος του ως σωτήρας δεν φαίνεται να εφαρμόστηκε στην πράξη, με πιθανή εξαίρεση τη συγγραφή των Απομνημονευμάτων του.

β) Η σχέση του με τον Θεό είναι ιδιόμορφη και αντιφατική. Βασικές έννοιες είναι τα νεύρα, η μακαριότητα, η θεϊκή ιεραρχία και οι ιδιότητες του Θεού. Η ανθρώπινη ψυχή εδρεύει στα νεύρα του σώματος, η πνευματική ατομικότητα του ανθρώπου αναπαρίσταται στα νοητικά νεύρα. Ο Θεός είναι από την αρχή μόνο νεύρο, χωρίς σώμα. Τα νεύρα του είναι άπειρα, αιώνια, και αποκαλούνται «ακτίνες» λόγω της μεταμορφωτικής τους δύναμης. Ο Θεός, μετά τη Δημιουργία, αποσύρθηκε και άφησε στον κόσμο τους Νόμους του. Οι ανθρώπινες ψυχές τον προσεγγίζουν μόνο μετά θάνατον, μέσω κάθαρσης και εκμάθησης της «θεμελιώδους γλώσσας» που μιλάει ο Θεός. Έτσι αποκτούν μακαριότητα. Ο Θεός έχει δύο υποστάσεις, ανώτερη και κατώτερη που ανταγωνίζονται και προσπαθεί η μια να εκτοπίσει την άλλη. Τα νεύρα των ζωντανών, κυρίως όταν βρίσκονται σε υπερδιέγερση, έλκουν τα νεύρα του Θεού και απειλούν την ύπαρξή του. Ο Φρόιντ επισημαίνει ότι διαφαίνεται η αντίφαση μεταξύ σεβασμού προς τον Θεό και εξέγερσης εναντίον του.

Το Παραλήρημα ως Ψυχική «Κατασκευή» βάση τον Φρόιντ

 Ο Φρόιντ αναφέρεται στον τρόπο που δημιουργείται ο παρανοϊκός μηχανισμός και συνδέει την παράνοια με ομοερωτικές φαντασιώσεις που συνοδεύονται από άμυνα απέναντι στις ομοερωτικές επιθυμίες. Όλες οι γνωστές μορφές παράνοιας μπορούν να περιγράφουν ως αντιρρήσεις στην πρόταση: «Εγώ [ένας άνδρας] τον αγαπώ [έναν άνδρα]». Το παραλήρημα καταδίωξης αντιστοιχεί στο «Δεν τον αγαπώ – απεναντίας τον μισώ» που μέσω προβολής μετατρέπεται σε «Αυτός με μισεί (με καταδιώκει) πράγμα που με δικαιολογεί να τον μισώ» – «Δεν τον αγαπώ τον μισώ διότι με καταδιώκει». Στην ερωτομανία, το «Δεν τον αγαπώ – την αγαπώ» επειδή εκείνη με αγαπά» δεν δηλώνει εσωτερική αγάπη αλλά εξωτερική. Στο παραλήρημα ζήλειας ο άνδρας λέει «Δεν αγαπώ εγώ τον άνδρα – εκείνη τον αγαπά» και υποπτεύεται τη γυναίκα του ότι έχει σχέσεις με όσους άνδρες εκείνος νιώθει τον πειρασμό να αγαπήσει, ενώ η γυναίκα λέει «Δεν αγαπώ αυτόν τον άνδρα – αλλά αυτός τις αγαπά». Στο παραλήρημα μεγαλείου υπάρχει η αντίρρηση «Δεν αγαπώ τίποτα και κανέναν» που ισοδυναμεί με τη φράση «Αγαπώ μόνο εμένα”. Έτσι, το παραλήρημα καταδίωξης εναντιώνεται στο ρήμα, το παραλήρημα ζήλειας στο υποκείμενο, της ερωτομανίας στο αντικείμενο και το παραλήρημα μεγαλείου σε ολόκληρη την πρόταση. Ο Φρόιντ αποδίδει το χαρακτηριστικό των μορφών αυτών της ασθένειας στον μηχανισμό του σχηματισμού συμπτωμάτων και στην απώθηση.

Μια αξιοσημείωτη διαπίστωση που κάνει ο Φρόιντ, αναλύοντας την προσπάθεια του Σρέμπερ να διασώσει την ανθρωπότητα και τον κόσμο από την καταστροφή, είναι ότι ο παρανοϊκός ουσιαστικά ξαναχτίζει τον κόσμο – έναν όποιο κόσμο – με την εργασία του παραληρήματός του. Ό,τι συνήθως θεωρείται ως παραγωγή της ασθένειας, δηλαδή η διαμόρφωση του παραληρήματος, είναι στην πραγματικότητα η προσπάθεια θεραπείας, η ανοικοδόμηση. Το παραλήρημα λειτουργεί ως κυριολεκτική διαδικασία αποδέσμευσης της λίμπιντο από αγαπημένα πρόσωπα και πράγματα. Η αποδέσμευση αυτή δεν είναι αποκλειστική στην παράνοια, αλλά εδώ η λίμπιντο προσδένεται στο Εγώ και χρησιμοποιείται για τη μεγαλοποίησή του, οδηγώντας σε ναρκισσιστική καθήλωση. Η περίπτωση του Σρέμπερ δείχνει πως το παραλήρημα, παρά την καταστροφική του μορφή, υποδηλώνει έναν εσωτερικό αγώνα για να ανασυγκροτηθεί η σχέση με την πραγματικότητα. Το έργο του παραληρήματος είναι βάση τον Φρόιντ, μια δημιουργική ψυχική εργασία, μια θεραπευτική απόπειρα μέσα από την οποία το υποκείμενο επιχειρεί να αποκαταστήσει το νόημα του κόσμου που κατέρρευσε.

Η προσέγγιση του Λακάν

 Πρόκειται τελικά για μία κατασκευή; Η ψύχωση, όπως την προσεγγίζει ο Λακάν στο Σεμινάριο III , δεν αφορά την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα, αλλά μια δομική διαφορά στη σχέση του υποκειμένου με τη γλώσσα και την συμβολική τάξη. Η θεμελιώδης έννοια που εισάγει  ο Λακάν είναι αυτή της

«διάκλεισης» του «Ονόματος του Πατέρα». Δηλαδή της απουσίας της εγγραφής ενός καθοριστικού σημαίνοντος, το οποίο θα επέτρεπε στο υποκείμενο να ενταχθεί στη συμβολική τάξη, όπως αυτή δομείται μέσω της πατρικής μεταφοράς. Η αποτυχία αυτής της εγγραφής προκαλεί ένα «κενό» στη συμβολική διάταξη του κόσμου, αφήνοντας το υποκείμενο εκτεθειμένο στο Πραγματικό, το οποίο επανέρχεται με τη μορφή παραληρηματικών φαινομένων ή και ψευδαισθήσεων.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το παραλήρημα δεν αντιμετωπίζεται ως τυχαίο προϊόν διανοητικής αποδιοργάνωσης αλλά ως ένα είδος «απόπειρας» του υποκειμένου να ξαναφτιάξει τον κόσμο του. Ο Λακάν θεωρεί πως το παραλήρημα έχει τη λειτουργία μιας συμβολικής επιδιόρθωσης μιας κατασκευής νοήματος που στοχεύει στην αποκατάσταση της διαρρηγμένης σχέσης με την πραγματικότητα. Ο ψυχωτικός δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια να βρει μια θέση μέσα στη γλώσσα αντίθετα, μέσα από την παραγωγή του παραληρήματος, δημιουργεί έναν προσωπικό τρόπο ερμηνείας του κόσμου μια ιδιόμορφη αλλά συνεκτική συμβολική τάξη, που του επιτρέπει να συνεχίσει να νοηματοδοτεί τον εαυτό του και τον περίγυρό του.

Η περίπτωση του Σρέμπερ, όπως παρουσιάζεται μέσα από την οπτική του Λακάν, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της λογικής. Το παραλήρημά του δεν είναι αποσπασματικό ή διάσπαρτο αντιθέτως οργανώνεται γύρω από έναν κεντρικό άξονα, την ιδέα της θεϊκής αποστολής και της μεταμόρφωσης του σε γυναίκα και αναπτύσσει με εντυπωσιακή συνοχή μια εσωτερική λογική. Η έννοια του Θεού, οι ακτίνες, τα νεύρα, οι μεταμορφώσεις του σώματος και η σωτηρία του κόσμου συνδέονται μέσα από ένα πλήρες σημασιολογικό πλέγμα. Ο κόσμος του Σρέμπερ δεν έχει χαθεί απλώς έχει ανασυσταθεί από την αρχή με νέους όρους που του επιτρέπουν να συνεχίσει να υφίσταται ως υποκείμενο. Κατά τον Λακάν, το παραλήρημα δεν είναι απλώς ένδειξη ρήξης είναι και έκφραση μιας εσωτερικής προσπάθειας για επαναφορά της συνοχής, έστω και μέσα από ανορθόδοξους τρόπους. Μέσα από αυτό, το υποκείμενο επιχειρεί να επανεγκαθιδρύσει έναν δεσμό με το νόημα με τον κόσμο και με τον Άλλο.

 

Βιβλιογραφία

 Σ. Φρόιντ, «Πέντε ιστορικά ασθενείας», Εκδ. Επίκουρος 2014

B. Fink, «Κλινική Εισαγωγή στη Λακανική Ψυχανάλυση», Εκδ, Πλέθρον 2006

J. Dor, «Εισαγωγή στην Ανάγνωση του Λακάν (πρώτος τόμος) », Εκδ, Πλέθρον 2007