Η αγάπη σε χρεωκοπία της Carmen Galliano

Ψυχαναλυτές, καλλιτέχνες, κοινωνιολόγοι και άλλοι στοχαστές του σύγχρονου κόσμου συμφωνούν  στο σύνολό τους ότι η παγκοσμιοποίηση που επέφερε ο καπιταλισμός, οδήγησε σε ένα χωρίς προηγούμενο κατακερματισμό των κοινωνικών δεσμών. Η ανασφάλεια, η προσωρινότητα και η αποτυχία των κοινωνικών σχέσεων προκύπτoυν από τον τρόπο που ο καπιταλιστικός λόγος προωθεί την απευθείας σχέση του αντικειμένου με το υποκείμενο χωρίς τη διαμεσολάβηση του συμβολικού. Το μόνο πεπρωμένο που επιφυλάσσει η κυριαρχία των αγορών είναι εκείνο των παραγωγών- καταναλωτών.

Ελάχιστα πράγματα από τη ζωή μας ξεφεύγουν από την εμπορευματοποίηση. Είναι σίγουρο ότι η λίμπιντο που μας διαπερνάει ως ομιλούντα όντα υφαρπάζεται από την παραγωγή του κεφαλαίου και καταναλώνεται μέσα από διαφορετικούς τρόπους απόλαυσης, οι οποίοι όντας επικερδείς για το χρηματιστηριακό κεφάλαιο μετατρέπονται έτσι σε πηγή δυστυχίας.

Ο Λακάν το ορίζει ως εξής : «υπεραξία είναι το αίτιο της επιθυμίας το οποίο μια οικονομία το μετατρέπει σε θεμελιώδη αρχή της. Συσσωρεύεται για να επεκτείνει τα μέσα παραγωγής υπό τη μορφή του κεφαλαίου από την μια πλευρά, διευρύνοντας από την άλλη την κατανάλωση, χωρίς την οποία  αυτή η ίδια η παραγωγή θα ήταν περιττή, ακριβώς λόγω της αδυνατότητάς της να προσφέρει μια απόλαυση, η οποία θα της επέτρεπε να ανακοπεί»[1].

Ο ίδιος ο καπιταλιστικός λόγος μας εξαπατά με την ιδέα ότι η μόνη δυνατότητα ηδονισμού και ικανοποίησης η οποία μπορεί να υπάρξει είναι αυτή η οποία επιτυγχάνεται μέσα από τα αντικείμενα υπερ-απόλαυσης της αγοράς, αποβλέποντας έτσι σε μια υπεραγορά της αγάπης και της επιθυμίας δια μέσου της κατανάλωσης, η οποία παράγει συναισθηματικές σχέσεις που διέπονται από μια συμβατική λογική. Στο πλαίσιο αυτής της απατηλής προοπτικής άνδρες και γυναίκες, με το σώμα τους να μιλά και να απολαμβάνει, θα μετατρέπονταν έτσι για το υποκείμενο σε αντικείμενα απόλαυσης μέσα από μια άμεση και απευθείας σχέση.

Ο καθένας θα ήταν εκεί για να ικανοποιήσει τον άλλο επί ίσοις όροις σαν αντικείμενο. Αυτή  είναι η νέα μορφή προαγωγής της ιδέας της προσωπικής σχέσης. Στα πλαίσια μιας τέτοιας προοπτικής η αγάπη, ως διαμεσολαβητής ανάμεσα σε δυο πρόσωπα,  θα καθίστατο δευτερεύουσα, ως μη αναγκαία. Δεν ισχύει όμως κάτι τέτοιο, γιατί όπως το αποδεικνύει και η κλινική, τα σύγχρονα υποκείμενα υποφέρουν από τα ίδια τους τα συμπτώματά. Τα υποκείμενα επιζητούν την αγάπη, την αναζητούν απελπισμένα και διαμαρτύρονται για το προσωρινό χαρακτήρα των σχέσεων, ο οποίος γεννάει νέες μορφές μοναξιάς. Το θέμα είναι ότι ο καπιταλιστικός λόγος αφήνει τον καθένα να είναι ένα άτομο ή ένα σώμα.

Κατά συνέπεια, το υποκείμενο περιορίζεται σε μια αυτιστική, αυτοερωτική απόλαυση, σε μια επιστροφή των ενορμήσεων στο ίδιο του το σώμα, ανακυκλώνοτας αυτό που του λείπει μέσα από τη σχέση του με τους άλλους ενώ όταν δεν περιορίζεται σ’ αυτό, καταλήγει να εκλιπαρεί την αγάπη. Κι αυτό, γιατί μόνον η αγάπη υπερβαίνει την συμβατική λογική και τον υπολογισμό ανάμεσα σε κέρδη και απώλεια,  θέτοντας ένα όριο στην απαίτηση της απόλαυσης.

Η αγάπη είναι ο μεγάλος αποστάτης του καπιταλιστικού λόγου γιατί έρχεται να αναπληρώσει αυτό που λείπει στην λιβιδινική ζωή. Η αγάπη έρχεται να επικαλύψει αυτό που είναι αδύνατο να αρθρωθεί ως αρμονία, εν ολίγοις την λιβιδινική επιθυμία στη σχέση της με την πραγματικότητα της αγοράς. Έτσι, η ολοένα αυξανόμενη επίκλησή της έρχεται σε αντίθεση με τη λεγόμενη απελευθέρωση των παθών η οποία στηρίζεται στην αντίληψη περί μιας ελευθερίας χωρίς όρια, όπως υποστηρίζουν και  οι διάφοροι ιδεολόγοι. Αυτή η αντίληψη της αγάπης φέρνει στο φως ότι το είναι του υποκειμένου του ασυνειδήτου δε μπορεί να εξισωθεί με ένα αντικείμενο απόλαυσης σεξουαλικό ή μη και ακόμα λιγότερο με τα αντικείμενα υπεραπόλαυσης τα οποία παράγει η βιομηχανία.

Η αγάπη σε όποια εποχή της ιστορίας και να αναφερθούμε, στους διαφορετικούς λόγους που την κωδικοποίησαν στο επίπεδο του συμβολικού, στα ήθη και τα έθιμα του ερωτικού βίου, στις διαφορετικές μορφές της κοινωνίας, είναι αυτό το «πάθος του είναι» που δεν προσαρμόζεται, που δεν βολεύεται ούτε μ’ αυτή την απληστία του «έχω», ούτε με τη λατρεία του «φαίνεσθαι» της κοινωνίας του θεάματος. Ο Λακάν σημειώνει ότι αυτό που χαρακτηρίζει τον καπιταλιστικό λόγο είναι : «η άρνηση, η διάκλειση του ευνουχισμού έξω απ’ όλα τα συμβολικά πεδία………κάτι που αφήνει στην άκρη τις υποθέσεις της αγάπης»[2].

Το να απορρίπτει κανείς τον ευνουχισμό στο Συμβολικό επίπεδο σημαίνει την απόρριψη της έλλειψης και, όπως ο ίδιος ο Λακάν ανακάλυψε, το να λείπει η έλλειψη, αυτό επιτρέπει την ανάδυση της αγωνίας. Το να απορρίπτεις τον ευνουχισμό ισοδυναμεί με εκείνη την εκδοχή του λόγου του  καπιταλιστή ο οποίος απομακρύνει το ερώτημα του φύλου και καταργεί την διαφορά των φύλων.

Στο σεμινάριο «Ακόμα» ο Λακάν διασαφηνίζει πως η διαφορά ανάμεσα στα φύλα δεν  αποτελεί απλά και μόνο μια «πολιτισμική κατασκευή», άποψη η οποία κυριάρχησε μετά τον Φουκώ. Η άποψη αυτή σύμφωνα με την οποία «δεν υπάρχουν δυο και μόνο φύλα αλλά χίλια ή κανένα » οδηγεί  στις θεωρίες “queer”, οι οποίες τελικά υποτάσσονται, ακόμα κι αν αυτό δεν συμβαδίζει με την ανατρεπτική τους απληστία, στο “unisex” της ομογενοποίησης των ατόμων και της εκποίησής τους στην κοινή φαλλική αξία της αγοράς ως ίσων ανταγωνιστών. Αλλά η πιο μεγάλη αποτυχία του λόγου του καπιταλιστή βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν καταφέρνει να αποκλείσει την αγάπη από τους ανθρώπινους δεσμούς, ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες.

Πριν να αναρωτηθούμε για το πεπρωμένο της αγάπης στην υπερσύγχρονη κοινωνία, θα πρέπει να εξετάσουμε πώς ο ίδιος ο Φρόϋντ τοποθετεί την αγάπη σε σχέση με τον κοινωνικό δεσμό σ’ αυτό το ιδιοφυές κείμενο του 1930 το οποίο φέρει το τίτλο Ο Πολιτισμός πηγή δυστυχίας [ Η δυσφορία του Πολιτισμού]. Στις τελευταίες γραμμές του κειμένου αυτού ο Φρόυντ εξαγγέλλει  τα δεινά τα οποία προαναγγέλλονται κατά την εποχή του, μέσα από την ενόρμηση του θανάτου έτσι όπως αυτή εκφράζεται από το έργο της σύγχρονης επιστήμης: την μεταξύ των ανθρώπων εξολόθρευση την οποία θα πραγματοποιήσουν οι ναζιστές.

Οι θέσεις του Φρόϋντ πάνω στον πολιτισμό της εποχής μας και τη δυσφορία που προκαλεί στα υποκείμενα, δεν είναι αισιόδοξες και θέτουν αρκετά ερωτήματα σε σχέση με τα λόγια παρηγοριάς που  επιδιώκουν να αρθρώσουν εξίσου «παθιασμένα οι πιο φρενήρεις επαναστάτες και οι πιο θαρραλέοι και ευσεβείς πιστοί».

Η αγάπη κατά τον Φρόϋντ :  σκυρόδεμα και διαλυτικό του κοινωνικού δεσμού.

Αυτό που είναι ουσιαστικό για το στοχασμό του, ως προς τη σημασία της αγάπης για την ανθρώπινη ζωή, το οποίο αξίζει ιδιαίτερης προσοχής, αναδεικνύεται μέσα από δυο αντιτιθέμενες εκδοχές : από τη μια πλευρά η αγάπη είναι κίνητρο για τον πολιτισμό,  σκυρόδεμα του κοινωνικού δεσμού, από την άλλη όμως και ιδιαίτερα λόγω των απαιτήσεων που έχουν οι γυναίκες για την αγάπη, αντιτίθεται στις προθέσεις του πολιτισμού και οδηγεί στην διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Η αγάπη αποδεικνύεται γι’ αυτόν «μια εφαρμογή της τέχνης της ζωής» με την οποία οι άνθρωποι αναζητούν την ευτυχία μέσω της στοργικότητας των δεσμών με άλλους ανθρώπους προς τους οποίους μετατίθεται η λίμπιντο. Ο Φρόϋντ περιγράφει κατ αυτό τον τρόπο, αυτό το οποίο τα υποκείμενα οποιασδήποτε εποχής νοιώθουν: εάν η σεξουαλική αγάπη είναι το αποκορύφωμα της ικανοποίησης και καθιστά ευτυχισμένο το υποκείμενο, «αυτή η εφαρμογή της ζωής» γίνεται επίσης  πηγή της πιο μεγάλης οδύνης, της πιο μεγάλης δυστυχίας. Μάλιστα η απώλεια της αγάπης του αγαπημένου αναδεικνύει ότι η αγάπη δεν εξασφαλίζει τον δεσμό αλλά αφήνει το υποκείμενο αποσβολωμένο, μετατρέποντας την αγάπη σε μίσος απέναντι στο προηγουμένως αγαπημένο υποκείμενο. Η αγωνία απέναντι στην αβεβαιότητα της αγάπης και του μίσους, το οποίο διαδέχεται την αγάπη και την απώλειά της, δρομολογεί και την πορεία που παραμονεύει κατά την έκβαση της αγάπης.

Ο Λακάν στο σεμινάριό του 73-74, [ Τα μη- κορόϊδα περιπλανιώνται], αποδεικνύει πως η αγάπη ξαστοχεί στην ένωση που το Φαντασιακό της αγάπης συνάπτει μεταξύ του πραγματικού του είναι της απόλαυσης και του Συμβολικού της ασυνείδητης γνώσης, της ομιλίας.  Η απόλαυση, σεξουαλική ή μη, και η αγάπη δεν συμβαδίζουν, παρά μόνο ως ενδεχόμενο. Εφόσον λοιπόν μπορούν να λειτουργήσουν ξεχωριστά αγάπη και σεξουαλική επιθυμία – είναι κάτι που διείδε ο Φρόϋντ στην κλινική του εμπειρία- το πάθος της αγάπης σαν ευχή ένωσης ανάμεσα σε δυο όντα, μπορεί να οδηγήσει στην αποτυχία- «καθαρή αποτυχία» θα  χαρακτηρίσει ο Λακάν την εν λόγω απόπειρα.

Στη Δυσφορία του Πολιτισμού, ο Φρόϋντ θέτει το ερώτημα της διπλής όψης της αγάπης : σκυρόδεμα και διαλυτικό του κοινωνικού δεσμού ο οποίος επιτρέπει την κυριαρχία των συμφερόντων της κοινότητας επί των ατόμων, πράγμα που θα πει ότι έρωτας και ανάγκη εντάσσοντας το άτομο ως « γείτονα, βοηθό, σεξουαλικό αντικείμενο κάποιου άλλου, μέλος μιας οικογένειας, ενός κράτους»[3] γίνονται οι «γονείς» του πολιτισμού με στόχο την διευκόλυνση της συμβίωσης και της ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων

Ο ίδιος ανακαλύπτει τις ερωτικές και λιβιδινικές βάσεις της οικογένειας στο ενδιαφέρον του αρσενικού να κρατάει δίπλα του το σεξουαλικό αντικείμενο και στο ενδιαφέρον του θηλυκού για τα παιδιά. Αλλά, εάν η οικογένεια είναι ο πυρήνας του οικογενειακού δεσμού, αναδεικνύεται ταυτόχρονα το λίκνο του διαζυγίου ανάμεσα στην αγάπη και τα συμφέροντα του πολιτισμού.  Τέσσερις είναι οι λόγοι που καταδεικνύει :

–          Ο πρώτος, αφορά την σύγκρουση μεταξύ οικογένειας και κοινωνικού βίου, τη δυσχέρεια των παιδιών να αποσπασθούν από τα ερωτικά οικογενειακά δεσμά και να ενταχθούν μέσα στον κοινωνικό ιστό, την απαιτούμενη εξωγαμία για την δόμηση της κοινωνίας με νέες λιβιδινικές συγγένειες, όπως επισήμανε ο Λέβι- Στρως. Ο Φρόϋντ το γνώριζε αυτό από την αναλυτική του εμπειρία, από τις δυσκολίες των νευρωτικών να το καταφέρουν.

–           Ο δεύτερος, αφορά  τον υποχρεωτικό περιορισμό, μέσα στο πλαίσιο του συζυγικού και μονογαμικού βίου, στο όνομα της οικογενειακής συνοχής. ιδίως όταν η αγάπη γίνεται αντιληπτή ως ετερόφυλη. Έτσι, η παθιασμένη αγάπη και η γεύση της αγάπης, για να το πούμε με τους όρους του Σταντάλ,απέμενε εκτός γαμήλιων δεσμών και   κοινωνικού δεσμού. Η ερωτική αγάπη και τα οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα δεν φαίνεται να ταιριάζουν.

–          Ο τρίτος, υποδηλώνει ότι, εάν ο πολιτισμός είναι η οδός που οδηγεί από την οικογένεια στην κοινότητα, τα προνόμια της αναγκαιότητας της εργασίας δεν αρκούν για να ενώσουν την κοινότητα, και μόνο οι λιβιδινικοί δεσμοί και το διακύβευμά τους επιτρέπουν την συγκρότηση της ίδιας της κοινότητας. Στην Ψυχολογία των μαζών η άποψη αυτή διατυπώνεται ως εξής : η ενορμητική παραίτηση και η συρρίκνωση της σεξουαλικής ζωής είναι ό,τι επιτρέπει στους ανθρώπους να αφιερώνονται στους συλλογικούς στόχους του πολιτισμού. Η αγάπη με την συνδρομή της στον κοινωνικό δεσμό,  δεν είναι η αγάπη των δύο, αλλά εκείνη που εισάγει το «τρίτο» στοιχείο, εκείνο που καλλιεργεί την αγάπη του Leader, ο οποίος εκπροσωπεί το σημαίνον του ιδανικού και το αντικείμενο της αγάπης. Η αγάπη καθιστά αδέλφια τους ανθρώπους της μάζας με οριζόντιο τρόπο, αλλά έχει την αναφορά στο Ένα της εξαίρεσης, ενσάρκωση του S1. Απ’ αυτό συνάγεται πώς : « ό, τι άρχισε με την σχέση με τον πατέρα ολοκληρώνεται με την μάζα»[4].

–          Ο τέταρτος, στον οποίο δίνει και το μεγαλύτερο βάρος, είναι η «διχόνοια η οποία προκαλείται από τις γυναίκες». Και εδώ βλέπει ένα παράδοξο : εάν οι γυναίκες «με την απαίτηση της αγάπης τους έθεσαν τα θεμέλια του πολιτισμού»  εκπροσωπώντας τα « συμφέροντα της οικογένειας και της σεξουαλικής ζωής», θα είναι αυτή η ίδια η απαίτηση της αγάπης τους που θα τις φέρνει αντιμέτωπες με ό, τι απαξιώνεται από τους άνδρες αλλά και με ό,τι τους κάνει να αποφεύγουν τα «καθήκοντά τους  ως σύζυγοι και πατέρες» γυρίζοντας τη πλάτη τους στα δεσμά της αγάπης, για ν’ ασχοληθούν με τη καλλιέργεια της κοινωνικής τους θέσης. Η αγάπη, σύμφωνα με τον Φρόϋντ, καθιστά τις γυναίκες «αντι-κοινωνικές» δεδομένου ότι στερούνται ενός δυνατού υπερεγώ.

Η διχόνοια της γυναικείας αγάπης σύμφωνα με τον Λακάν : «μια αντίσταση στην κοινωνική επιδείνωση»

Θα επικεντρωθώ σ’ αυτό το σημείο της «διχόνοιας της γυναικείας αγάπης» με τα κοινωνικά συμφέροντα που ο Λακάν την ερμηνεύει με διαφορετικό τρόπο. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο ο Λακάν θέτει υπό εξέταση την φροϋδική ιδέα, θρησκευτική κατά την γνώμη του, σύμφωνα με την οποία η ζωτική αρχή του Έρωτα είναι ενοποιητική, και θα σχολιάσει ειρωνικά, θέτοντας το ερώτημα : Πότε είδε κανείς δυο σώματα να συγχωνεύονται σε ένα ; Το σώμα του άνδρα και της γυναίκας δεν ενώνονται ποτέ εις σάρκα μία, αντίθετα με ότι λέει η Βίβλος. Η σεξουαλική αγάπη δεν κάνει Ένα τουτέστιν Άλλο, αναδεικνύοντας την ετερότητα και το απύθμενο του πραγματικού του Άλλου φύλου. Η αγάπη που στοχεύει το Ένα και το ιδανικό,  συνιστά μια προσδοκία της νεύρωσης, ειδικότερα της ιδεο-ψυχαναγκαστικής, απομακρυσμένης από την ερωτική συνάντηση. Ο Λακάν δεν θεωρεί ότι η γυναικεία αγάπη είναι ακοινώνητη, αλλά αντίθετα προσδίδει μια κοινωνική αξία στην γυναικεία αγάπη. Θα προσθέσει επίσης μια νέα διευκρίνιση με στόχο την δομική διχογνωμία της γυναικείας απαίτησης της αγάπης, θεωρώντας ότι αυτή αντιτίθεται σε ό, τι λιβιδινικά συνδέει τους άνδρες μεταξύ τους «με ένα είδος εντροπίας, η οποία ασκείται προς επιδείνωση της κοινότητας».

Συμπεραίνει ότι πρέπει να συνεχίσουμε να θέτουμε το ερώτημα: «Γιατί η κοινωνική βαθμίδα της γυναίκας είναι υπερβατική ως προς την τάξη του συμβολαίου που εξαπλώνει η εργασία»[5];

Αυτή η προσέγγιση του Λακάν, ότι στην γυναικεία θέση ενυπάρχει κάτι το οποίο υπερβαίνει έναν καθορισμένο κοινωνικό δεσμό που προσδιορίζεται από το καθεστώς της εργασίας και ότι ο γυναικείος Έρωτας είναι αντίθετος με την κοινωνική επιδείνωση που το καθεστώς αυτό επιφέρει, μου φαίνεται περισσότερο εν ισχύ παρά ποτέ στην σύγχρονη κοινωνία του νεοκαπιταλισμού. Η επιδείνωση των δεσμών αυτών γίνεται όλο και περισσότερο αντιληπτή ενώ υπερισχύει μόνον ο συμβατικός δεσμός, ο οποίος δεν παύει να εμπορευματοποιεί την αγάπη ως επικερδή παραγωγή όχι μόνο μέσω της εργασίας, αλλά και μέσω της συναισθηματικής επίδρασης που ασκείται σε κάθε δραστηριότητα που συνδέει τα υποκείμενα μεταξύ τους, όσο απομακρυσμένη κι αν είναι

Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα , τίθεται από τον Λακάν στο γραπτό του 1958 «Κατευθυντήριες προτάσεις για ένα συνέδριο πάνω στη γυναικεία σεξουαλικότητα», δίδεται το 1970, όταν ορίζει τη γυναικεία θέση  σε σχέση με την απόλαυση και το μη φαλλικό Όλο και πιο συγκεκριμένα όταν φέρνει στο φώς την άποψη ότι η γυναικεία αγάπη αποτελεί μια μορφή αντίστασης στο φαλλικό Όλο των ανδρών. Είναι οι γυναίκες οι οποίες θα δείξουν στους άνδρες ότι η φαλλική απόλαυση –  η οποία πρυτανεύει στις επαγγελματικές και κοινωνικές αξιώσεις τους και η οποία τελικά ισοδυναμεί με την απόλαυση μιας εξουσίας, ακόμα κι αν είναι φαντασιακού χαρακτήρα – δεν έχει καμία σχέση με την αγάπη. Η ανταγωνιστικότητα στην οποία προτρέπει ο καπιταλιστικός λόγος τροφοδοτείται από την κούρσα ταχύτητος σε σχέση με την σταδιοδρομία που, όσο ερεθίζει άλλο τόσο και αγχώνει εισάγοντας το  unisex της ισοτιμίας. Έτσι, σήμερα οι γυναίκες μην αποτελώντας εξαίρεση στην κούρσα προαγωγής, αγωνίζονται, για να τους δοθεί μια αξία στην αγορά εργασίας.

Στο σεμινάριο στο οποίο αναφερθήκαμε, του 73-74 [ Τα μη κορόιδα περιπλανώνται ], ο Λακάν θα πει : « Για τον άνδρα, η αγάπη, συγκατατίθεται, ως κάτι που κρατιέται και τοποθετείται μες τη κατηγορία του Φαντασιακού, δε συνοδεύεται από λόγια. Η αγάπη του, οδευει χωρίς λόγια γιατί του αρκεί η απόλαυσή του, και είναι γι’ αυτό ακριβώς που δεν καταλαβαίνει τίποτα. Για μια γυναίκα όμως, πρέπει να πάρουμε κάπως τα πράγματα από μια άλλη σκοπιά. Εάν για τον άνδρα κυριαρχεί το δίχως λόγια είναι γιατί η απόλαυση επικαλύπτει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου και του γεγονότος ότι δεν υπάρχει πρόβλημα όσον αφορά το θέμα της αγάπης, η απόλαυση όμως της γυναίκας, δεν λειτουργεί χωρίς λόγια, δηλαδή χωρίς την σχέση με την αλήθεια»[6] η οποία πάντα είναι μισο- ειπωμένη γιατί ολάκερη είναι αδύνατο να ειπωθεί.

Αργότερα θα ολοκληρώσει την προβληματική του με κάτι που δεν ήταν και τόσο αστείο : « αυτό που ενδιαφέρει την σεξουαλικότητα, είναι το κωμικό στοιχείο, είναι το ότι όταν ένας άνδρας είναι γυναίκα μόνο τότε αγαπά, δηλαδή λειτουργεί μ’ αυτό που λέγεται,  μου σηκώθηκε». Εν ολίγοις η αγάπη εισάγει την εκθήλυνση, καθιστώντας τον άνδρα πιο ευάλωτο καθώς τον βγάζει από την φαλλική του απόλαυση. Το ίδιο ισχύει και για μια γυναίκα, όταν αυτή, την αναζητά στα μοναδικά ερωτόλογα που απαιτεί από έναν άνδρα ο οποίος μόνο έτσι μπορεί να ξυπνήσει την γυναικεία της απόλαυση. Γι’ αυτήν η αγάπη γίνεται το καλύτερο βάλσαμο για το δικό της ευάλωτο, για την απώλεια της δικής της ταυτότητάς μέσα στην Άλλη απόλαυση.

Οι ασυνείδητες καταβολές της αγάπης

Κατά συνέπεια η αγάπη καθιστά ευάλωτο τον καπιταλιστικό λόγο γιατί δεν μπορεί ούτε να πουληθεί αλλά ούτε και ν’ αγορασθεί. Η αγάπη δεν συνιστά έναν άμεσο δεσμό με τον άλλο ως αντικείμενο, γιατί αυτό το τελευταίο είναι κάτι που προκύπτει μες την φαντασίωση, η οποία δίνει και τη μορφή του επιθυμητού ή του αγαπητού αντικειμένου  στο επίπεδο της πλοκής μιας σημαίνουσας αφήγησης. Πρόκειται για την θεμελιώδη φαντασίωση χωρίς την οποία το υποκείμενο είναι αδύνατον να στηρίξει την δυνατότητα της αγάπης ως ερωτική προσδοκία, ούτως ή άλλως πάντα ανικανοποίητης.

Στο τέλος του σεμιναρίου Ακόμα, ο Λακάν, τοποθετεί την αγάπη που ικανοποιείται, ως εκείνη που παρέχεται μέσα από το ενδεχόμενο της μεταξύ των δύο συνάντησης, στις ασυνείδητες καταβολές της και όχι στην δυνατότητα που παρέχει η φαντασίωση η οποία εγκαθιδρύει την ερωτική συνθήκη της επιθυμίας αλλά δεν εξασφαλίζει την συνάντηση στην οποία αναδεικνύεται η αμοιβαιότητα της αγάπης.  Στη συνέχεια θα πει για την αγάπη ότι είναι μια σχέση ανάμεσα σε υποκείμενο προς υποκείμενο ανάμεσα σε δυο υποκείμενα ενός ασυνειδήτου. Το ενδεχόμενο, το τυχαίο μιας συνάντησης συντελεί στην ανάδειξη της αγάπης ως λεκτικό γεγονός το οποίο υποστηρίζει τη συνάντηση ως μια ορισμένη σχέση μεταξύ των δυο ασυνειδήτων.

Στη προκειμένη περίπτωση η αγάπη στοχεύει όχι τον άλλο ως φαντασιακό αντικείμενο αλλά εκείνο το οποίο αποτελεί το ανείπωτο του γλωσσικού όντος,  αυτό το οποίο δεν αποκρυπτογραφείται από το υποκείμενο του είναι του ασυνείδητου. Αυτή η αληθινή αγάπη, βάζοντας τον άλλο σ αυτή τη θέση τον καθιστά μοναδικό, απαράμιλλο σε σύγκριση με τα άλλα αντικείμενα, όπως είναι τα αντικείμενα της επιθυμίας τα οποία υποκαθίσταται μες την φαντασίωση, μην χωρώντας σε καμία λογιστική ή σε κανέναν υπολογισμό της απόλαυσης. Στο ίδιο σεμινάριο, ο Λακάν λέει επίσης ότι η αγάπη είναι αναπλήρωση στην  αδυνατότητα της σεξουαλικής σχέσης, σ’ αυτό που δεν μπορεί να επιτύχει την απόλαυση του Άλλου ως σώμα μεταξύ των δυο φύλων. Γιατί κανείς δε μπορεί να απολαύσει στη θέση του άλλου ούτε να γνωρίσει την απόλαυση του Άλλου φύλλου.

Ο ερωτικός δεσμός υποκειμένου με υποκείμενο λειτουργεί ανατρεπτικά στον καπιταλισμό γιατί αφαιρεί από το υποκείμενο την θηλιά  η οποία πιάνει το αντικείμενο της απόλαυσης της αγοράς, εξωθώντας το στην πραγματοποίηση της φαντασίωσης, ως κατοχή του αντικειμένου της επιθυμίας το οποίο τόσο απατηλά προαγάγει. Γι αυτό οι «κακές αγάπες» είναι εκείνες, των ανθρώπων οι οποίοι είναι προσκολλημένοι στο παραλήρημα της φαντασίωσής τους, εκείνες που τους κάνουν  να πιστεύουν ότι κατέχουν μια γυναίκα ως αντικείμενό τους.

Απ’ αυτό το σημείο αυξάνεται στο ζευγάρι η κακομεταχείριση, σε μια κοινωνία που εξωθεί στην πραγματοποίηση της φαντασίωσης με τις καταστροφές που παράγονται στο πραγματικό. Δεν είναι μια απλή υπόθεση, όπως λέμε, του αναπόφευκτου αρσενικού φαλλοκρατισμού που προέρχεται από τις παραδοσιακές μορφές της κοινωνίας. Είναι οι σύγχρονες μορφές του «κακάσχημου έρωτα» παράγωγου της ναρκισσιστικής φαντασίωσης των ιδεο- ψυχαναγκαστικών.

«Κακάσχημος» όπως επίσης οι υστερικοί έρωτες, με την παραληρηματική φαντασίωση ότι θα υπήρχε μια γυναίκα η οποία θα ήξερε να πληροί έναν άνδρα, κάθε άνδρα. Η υστερική δεν αγαπά έναν άνδρα για την μοναδικότητά του βγάζοντάς τον από το σύνολο των ανδρών. Οι υστερικές υπερηφανεύονται πως είναι « οι γυναίκες που αγαπάνε πολύ παρισσότερο»- τίτλος βιβλίου που γνώρισε μεγάλη επιτυχία – πράγμα που τους επιτρέπει να επιχειρήσουν την εξήγηση της διάλυσης των ερωτικών σχέσεων και την αποτυχία των ζευγαριών, δίχως να αντιλαμβάνονται ότι σ’ αυτό το «πολύ» εμπεριέχεται ο τρόπος που υιοθετούν κατά την αποστολή τους να μετατραπούν στο πολύτιμο εκείνο αντικείμενο που θα γίνει το αίτιο της επιθυμίας του Άλλου, το παραπάνω για έναν άνδρα τον οποίο κα βλέπουν σαν Κύριο που δεν επιθυμεί. Το να διεκδικείς την αγάπη του Άλλου δεν είναι σημάδι της αγάπης, γιατί η αγάπη έχει σημασία, μόνο όταν μπορεί να προέλθει από τον Άλλο. Αγαπώ σημαίνει ότι δίνω τα σημάδια στον άλλο πως σημαίνει κάτι σαν υποκείμενο και ότι τα λεγόμενά του μετράνε. Κι αυτή την περίοδο ο οδυρμός των ανθρώπων συνίσταται στο να πνίγονται μέσα σε καταθλιπτικά συναισθήματα τα οποία προέρχονται από το ότι αισθάνονται ότι δεν είναι τίποτα για τον Άλλο Απ’ αυτόν τον Άλλο που δεν ενσαρκώνεται πλέον ως υποκείμενο, αλλά μετατρέπεται κάθε φορά σ’ έναν Άλλο όλο και περισσότερο ανώνυμος στην εικονική πραγματικότητα του διαδικτύου.

Η αγάπη στον καπιταλισμό : αναπλήρωση του κοινωνικού δεσμού.

Αυτό που μπορεί να χαρακτηριστεί ανανεωτικό, σ’ αυτή τη περίοδο προχωρημένου καπιταλισμού είναι αυτό που επισημαίνει η Κολέτ Σολέρ εδώ και πολύ καιρό, διαφοροποιούμενη από τον Φρόϋντ που επέμενε στην διάκριση ανάμεσα σε αγάπη και κοινωνικό δεσμό : η αγάπη αποτελεί αναπλήρωση του κοινωνικού δεσμού. Κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο κραυγαλέο, ότι στην εποχή της προσωρινότητας του κοινωνικού δεσμού και της χρεοκοπίας του, αλλά και της πυροδότησης της αγωνίας και των πιο ασυνήθιστων βιαιοπραγιών,  η αγάπη όχι μόνο λειτουργεί ως αναπλήρωση της σεξουαλικής σχέσης που δεν υπάρχει στην απόλαυση των σωμάτων, αλλά έρχεται να αποκτήσει και μια νέα μορφή και λειτουργία, αυτήν της αναπλήρωσης του εφήμερου του κοινωνικό δεσμό. Σ’ αυτή την προσέγγιση καταλήγουν κάποιοι κοινωνιολόγοι και δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι είναι γυναίκες.[7]

Αυτό το οποίο είναι σίγουρο είναι ότι η αγάπη δημιουργεί δεσμό τουλάχιστον ανάμεσα σε δύο υποκείμενα, λόγω ίσως του ενδεχόμενου της συνάντησης, αφού το ζευγάρι έρχεται αντιμέτωπο με το πραγματικό το οποίο είναι το μόνο που τροφοδοτεί τις υπερσύγχρονες κοινωνίες στην αγορά των απολαύσεων καταδικάζοντας τα υποκείμενα στην ολοένα αυξανόμενη μοναξιά.

Ο κοινωνιολόγος Anthony Giddens υπογράμμισε το πώς οι κοινωνικοί υπερπροσδιορισμοί χαλαρώνουν κάθε φορά που έχουμε να κάνουμε με ερωτικές σχέσεις. Κατά την άποψή του στην οποία παραπέμπουν πολλές βιβλιογραφικές αναφορές,  η σύγχρονη αγάπη έχει συρρικνωθεί στην «προσωπική σχέση» η οποία ορίζεται ως ένωση η οποία βασίζεται στον « συνεταιρισμό με ένα άλλο πρόσωπο το οποίο παράγει την επαρκή ικανοποίηση για τον καθένα». Συχνά στις αναλύσεις ακούγεται ότι « έχει κανείς σχέση με ένα πρόσωπο» χωρίς να διευκρινίζεται εάν είναι άνδρας ή γυναίκα.

Το προβληματικό σημείο σ’ αυτή την σχέση εμφανίζεται όταν το ένα άτομο δεν ικανοποιεί αρκετά το άλλο. Πρόκειται για μια κακή επένδυση ; Τι συμβαίνει όταν αυτό το πρόσωπο χάνει την « εμπορευματική» του αξία ή την κοινωνική εξουσία που τροφοδοτούσε την φαλλική λάμψη της εικόνας του ; Όταν δέχομαι συμβουλευτικά κάποιες τέτοιες περιπτώσεις διαπιστώνει κανείς ότι δεν μπορούν να ελέγξουν την επιθετικότητα την οποία απευθύνουν στον παρτεναίρ τους ενώ ανακαλύπτουν πόσο βαθειά η αγάπη τους στηρίζονταν στον ναρκισσισμό ή στον ναρκισσοκυνισμό έννοια την οποία επινόησε η Κολετ Σολέρ συμπυκνώνοντας σε μια τις λέξεις ναρκισσισμός και κυνισμός. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι οι οποίοι όταν η σχέση «δηλητηριάζεται» θέλουν να την ξεφορτωθούν χωρίς καμία απώλεια, όπως ακριβώς ξεφορτώνονται οι τράπεζες τα υποθηκευμένα «τοξικά ομόλογα». Η λογική του χρηματιστηριακού καπιταλισμού στις διαπροσωπικές σχέσεις επιδιώκει να επιτύχει το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος χωρίς απώλειες και ελλείμματα ενώ η απουσία της αγάπης γίνεται πιο εμφανής όταν διαρρηγνύεται  το πέπλο που συντηρεί το καθρέφτισμα της φαντασίωσης που στηρίζει την απόλαυση του ναρκισσιστικού και φαλλικού Ενός.

Στην καλύτερη περίπτωση, και αυτό το παρατηρούμε στην κλινική, η επιθετικότητα  και η αγωνία αναδύονται, είτε με τη μορφή του πανικού, ιδιαίτερα στον ιδεο-ψυχαναγκαστικό είτε με την αγχώδη διαταραχή που κατακλύζει το σώμα στην περίπτωση της υστερικής. Η σύγχρονη αγάπη δεν έχει τα πρότυπα που καλλιέργησε το συμβολικό άλλων ιστορικών περιόδων, ενσαρκώνοντας τη ρευστότητα των αξιών του καπιταλιστικού λόγου και τον εφήμερο και ασταθή χαρακτήρα  της στιγμιαίας ικανοποίησης.

Η αγοραία  και διαρκής αναζήτηση παρτεναίρ στο διαδίκτυο συρρικνώνει την έννοια στην παροχή υπηρεσιών αγάπης , εισάγοντας την έλλειψή της ακόμα και στα δείγματα γραφής τα οποία περιορίζονται στα επιλεκτικά προφίλ της προσωπικότητας του άλλου της γνωριμίας. Το πρόβλημα με τις διαδικτυακές συνδέσεις οι οποίες αποτελούν ένα είδος αναπλήρωσης του κοινωνικού δεσμού είναι ότι δεν εξασφαλίζουν τους λιβιδινικούς δεσμούς οι οποίοι δένουν το Πραγματικό και το Συμβολικό με το Φαντασιακό  αποσταθεροποιώντας έτσι τη σχέση με τον συνάνθρωπό. Μ’ αυτή την έννοια το διαδίκτυο είναι πιο ευνοϊκό στις «ρευστές σχέσεις» στις οποίες δεν δένουν τα σώματα, οι απολαύσεις και τα λεγόμενα του υποκειμένου. Για να καλύψουν αυτή την έλλειψη οι επιχειρήσεις μεταχειρίζονται μια σειρά τεχνικές γνωριμίας ανάμεσα στα μέλη τους ή τα μέλη ενός club όπου οι προβλεπόμενες σύντομες συναντήσεις συμβάλλουν στο να υπολογίζεται ακόμα και η πιθανότητα του κεραυνοβόλου έρωτα και της διαχείρισής του.

Ανάδειξη νέων ερωτικών δεσμών με εκπληκτικά επιτήδειους τρόπους

Εάν η αγάπη οφείλει να φθάσει υποκειμενικά στο ενδεχόμενο της συνάντησης, αυτό μπορεί  να αναδειχθεί μόνο ανάμεσα σ’ εκείνους οι οποίοι χωρίς να γνωρίζονται μεταξύ τους συγκλίνουν όχι με γνώμονα τις κοινές απολαύσεις, κάτι το οποίο μέχρι πρότινος ήταν συνηθισμένο, αλλά με βάση ένα κοινό κοινωνικό σύμπτωμα από το οποίο πάσχουν. Είναι ενδεικτικό το σύνθημα το οποίο είχε αναγραφεί σε πανό από τους νέους Ισπανούς του κινήματος 15-Μ το οποίο έλεγε « αυτό δεν είναι ένα “Botelon”» ( συνήθως στις μαζώξεις των νέων στις πλατείες συνηθίζονταν η κατανάλωση αυτού του αλκοολούχου παρασκευάσματος  μαζικά), ενώ το πιο σπουδαίο είναι ότι στις πρόσφατες μαζικές συγκεντρώσεις αποκλείεται η όποιαδήποτε χρήση του αλκοόλ και των ναρκωτικών ενώ και αυτό είναι το πιο εκπληκτικό, η τεράστια μάζα των νέων διαδηλωτών δεν πρόβαλε καμία αντίσταση στην συλλογική απόφαση, απέχοντας συλλήβδην από κάθε κατανάλωση.

Πώς να ερμηνεύσουμε αυτή την παραίτηση από τις αναλώσιμες απολαύσεις ; Το κοινωνικό σύμπτωμα όντας το κίνητρο που εμψυχώνει και καθοδηγεί την πλειοψηφία των πολιτών κάθε ηλικίας και συνθήκης, νέους, γέρους τείνει να γίνει αντίδοτο στη δυσφορία της προσωρινότητας στην οποία καταδικάζει, το σύστημα, το πλήθος των ανθρώπων που πληρώνουν με την ζωή τους τις κυβερνητικές ενέργειες και τις συνέπειες της κρίσης των χρηματαγορών η οποία πήρε εκρηκτικές διαστάσεις το 2008 στην Ισπανία και καταστροφικές σε άλλες χώρες.

Στην Ισπανία διαπιστώνουμε ότι τα πλήθη δεν σχηματίζουν πλέον μια μάζα η οποία έχει την αναφορά της σ’ έναν ηγέτη, σ’ ένα συλλογικό κυρίαρχο σημαίνον που επαφίεται στη οργάνωση της κοινότητας μέσα από την συμβολική τάξη. Τα πλήθη μπορούν σήμερα  να πειραματίζονται σε νέους λιβιδινικούς δεσμούς οι οποίοι καλλιεργούνται μέσα από μια κοινή υπόθεση, η οποία έχει ως σημείο εκκίνησης την προσωπική δυσχέρεια του καθενός πριν καταλήξει σε συλλογική υπόθεση της κοινωνίας. Η σκληρότητα της κρίσης αφόπλισε τους πολίτες και η πηγή της συλλογικής κοινωνικής δυστυχίας αναδείχθηκε πιο σοβαρή και μαζική απ’ ότι οι ατομικές πληγές των «ρευστών σχέσεων».

Εδώ και τρία χρόνια στην Ισπανία οι ευκαιρίες για εργασία ρευστοποιήθηκαν και εξανεμίστηκαν, και μετά απ’ αυτό κανείς πλέον πιστεύει ότι καμία κυβέρνηση ανεξαρτήτου ιδεολογίας και πολιτικής τοποθέτησης δεν θα καταφέρει να λύσει το πρόβλημα της ανεργίας που θίγει το 24 % του πληθυσμού και στους νέους κάτω των 35 ετών το 55%. Η δυσαρέσκεια που προκάλεσε η επιλογή της κυβέρνησης να υποταχθεί στις αγορές, να στερήσει το μέλλον και να ελαττώσει τις συντάξεις και τις κοινωνικές αποδοχές οδήγησε τους νέους να συνεργαστούν έχοντας’ ένα κοινό στόχο. Επινοούν νέες μορφές συλλογικότητας  δημιουργώντας επιτροπές με διαφορετικά θέματα επεξεργασίας και δεσμούς «οριζόντιας δημοκρατίας» ενώ μετά από εβδομήντα χρόνια φρανκισμού επανασυνδέονται με την χαμένη δημοκρατική παράδοση της Ισπανίας.

Η αλληλεγγύη και ανταλλαγή υπηρεσιών ανάμεσά τους δίχως την διαμεσολάβηση του  χρήματος εισήγαγε νέες μορφές κοινωνικών δεσμών. Το πιο δύσκολο διακύβευμα σ’ αυτές τις νέες αναδυόμενες μορφές κοινωνικού δεσμού βρίσκεται, όπως και στο τέλος μιας ανάλυσης, στον τρόπο με τον οποίο η ικανοποίηση ως απόρροια της υποκειμενικής λύσης που δίδει ο καθένας μας συνάδει  με την ετερότητα των ομοίων μας, με ή χωρίς αγάπη.

Συνεργάστηκαν στη μετάφραση & την επιμέλεια του κειμένου

Βλάχου Όλγα

Κομματά Ευαγγελία

Μπράτης Διονύσιος

Μωριάτης Στυλιανός

Χρυσού Ματούλα