Ταυτότητα και ταυτίσεις Colette Soler

Πρόλογος

Βρισκόμαστε σε μια στιγμή του πολιτισμού όπου η ταυτότητα έχει γίνει ένα φλέγον ζήτημα στο κοινωνικό πεδίο, λόγω των διαφόρων επισφαλειών που σηματοδοτούν την εποχή μας, στο πεδίο της εργασίας όπως και του οικογενειακού και ερωτικού βίου.

Ωστόσο, οι αναλυτές υποδέχονται τα υποκείμενα σημαδεμένα από την εποχή τους και τα συμπτώματα που δημιουργούνται σ’ αυτά.

Τα υποκείμενα που απευθύνονται σε μας παρουσιάζουν τακτικά αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε συγκρούσεις ταυτότητας, παρ’ ότι τις διατυπώνουν με άλλους όρους. Παρουσιάζουν άγχη, αναστολές, εξαναγκάζονται από τα συμπτώματά τους, παρουσιάζουν ανικανότητες και υποκειμενικούς καταναγκασμούς, και μάλιστα ενίοτε μια γενική δυσφορία, αλλά όλα αυτά προκαλούν ένα μεγάλο, ένα ιδιάζον παράπονο. Κατά βάθος παραπονούνται που δεν πετυχαίνουν να είναι σύμφωνοι με το κοινωνικό ον και διπλά, μη σύμφωνοι με τη θέση τους στο πεδίο της εργασίας και της ιδιωτικής ζωής, το επάγγελμα, την οικογένεια, κ.λπ. και μη σύμφωνοι με τα συλλογικά ιδεώδη της εποχής, τα οποία σήμερα ανάγονται μαζικά σε εκείνα της ατομικής επιτυχίας, χρήματα, αγάπη, ομορφιά και άλλα πολλά. Τα ιδεώδη είναι πάντοτε εν μέρει καταθλιπτικά διότι εκεί είμαστε άνισοι, αλλά ειδικά αυτά, διότι ωθούν τα υποκείμενα να αντιλαμβάνονται τη διαφορά τους με μια αρνητική όψη.

Ελπίζουν λοιπόν μια μείωση αυτής της σύγκρουσης, μειώσεις των υποκειμενικών εμποδίων που εμποδίζουν την προσαρμογή μας στον κόσμο έτσι όπως είναι και την αναγνώρισή μας στην ταυτότητα που σας ορίζει. Φυσικά, τα εμπόδια δεν είναι μόνο υποκειμενικά, οι διαδικασίες κοινωνικής διάκρισης και αποκλεισμού δεν είναι υποκειμενικά. Εδώ μιλάω για αυτό που από τη μεριά του ομιλούντος έχει αντίρρηση, μέσω της οδού των συμπτωμάτων, στους καθιερωμένους κοινωνικούς δεσμούς. Πρέπει επομένως να διευκρινίσουμε πώς τίθεται το θέμα στην ψυχανάλυση.

Ο σκοπός της είναι, σύμφωνα με την έκφραση του Λακάν, να σας επιτρέψει «να ξεκαθαρίσετε-να διαλευκάνετε το ασυνείδητο του οποίου είστε υποκείμενο». Θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι πρόκειται μόνο για επιστημικό στόχο, που θα επέτρεπε μόνο να μάθουμε κάτι, αλλά δεν πρόκειται περί αυτού. Όντως το υποκείμενο υφίσταται τις συνέπειες αυτού του ασυνείδητου που είναι το δικό του, και είναι εκείνο, αυτό το ασυνείδητο, που έχει πραγματικές συνέπειες και κατασκευάζει τα συμπτώματα από τα οποία υποφέρουν οι ομιλούντες. Δεν γίνεται να το “ξεκαθαρίσουμε” χωρίς να αγγίξουμε, επίσης, τις συμπτωματικές συνέπειές του. Είναι ένα από τα μεγάλα χαρακτηριστικά της ψυχανάλυσης, το θεραπευτικό είναι αλληλέγγυο με το επιστημικό. Λοιπόν τι προκύπτει από αυτό το ασυνείδητο σχετικά με την ταυτότητα των υποκειμένων;

Ταυτότητα και ταύτιση

Οι δύο όροι ταυτότητα και ταύτιση δεν έχουν την ίδια παρουσία στην ψυχανάλυση, ενώ στον κοινό λόγο οι δύο όροι είναι καλά παρόντες, και μάλιστα οικείοι. Εκείνος της ταύτισης εισάγεται εξαρχής από τον Φρόιντ, αναφέρεται επίμονα, και έχει ακόμη κληθεί για να ορίσει την αλλαγή του τέλους της ανάλυσης στη Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση (IPA) με την έννοια της ταύτισης με τον αναλυτή για την οποία ο Λακάν εξοργίστηκε τόσο. Όχι μόνο ο όρος ταύτιση είναι εδώ από τις απαρχές της ψυχανάλυσης, αλλά είναι και πληθαίνει. Πόσα είδη ταύτισης δεν έχουν καταγραφεί;

Σε αντίθεση, ο όρος ταυτότητα δεν βρίσκεται σχεδόν καν. Και είναι αισθητό ότι πολύ συχνά οι αναλυτές δεν το έχουν σε συμπάθεια και επικαλούνται μάλιστα αν τύχει την απουσία του όρου για να συμπεράνουν ότι δεν πρόκειται για ψυχαναλυτικό πρόβλημα, αν όχι για να βεβαιώσουν ότι η ψυχανάλυση καταλήγει και πρέπει να καταλήγει στην μη ταυτότητα του υποκειμένου.

Γιατί λοιπόν αυτή η επιφύλαξη των αναλυτών, και μιλάω εδώ για το λακανικό ρεύμα; Μήπως γιατί, μη βρίσκοντας τη λέξη ταυτότητα, συμπεραίνουν την απουσία του πράγματος, την απουσία του ζητήματος της ταυτότητας; Η λέξη του συρμού στην ψυχανάλυση είναι πράγματι ταύτιση, αλλά ποια είναι η λειτουργία ή η στόχευση μιας ταύτισης όποια κι αν είναι αυτή, αν όχι την εξασφάλιση ταυτότητας; Οπότε πρέπει να κατανοήσουμε ότι κάτω από το πρόβλημα των ταυτίσεων, είναι το θέμα της ταυτότητας που διαπερνά όλη τη διδασκαλία του Λακάν από την αρχή μέχρι το τέλος.

Ταυτοτικά γνωρίσματα

Όποιος μιλάει για ταυτότητα συγκαλεί ταυτόχρονα την διαφορά και το όμοιο. Είναι σχεδόν η ίδια λέξη. Η δική σας ταυτότητα σας διακρίνει ανάμεσα σε όλους,από οποιονδήποτε άλλο, αλλά αυτό το χαρακτηριστικό διαφοράς προϋποθέτει ότι θα παραμείνετε όμοιος με τον εαυτό σας παρά τους ενδεχόμενους μετασχηματισμούς. Όταν ο Λακάν λέει ότι η ανάλυση στοχεύει την “απόλυτη διαφορά “, δεν είναι μια στόχευση ταυτότητας;

Αυτά τα δύο ταυτοτικά γνωρίσματα, το γνώρισμα της διαφοράς και το γνώρισμα του όμοιου, συγκαλούνται σε όλον τον κοινωνικό λόγο κάθε φορά που θέλουμε να εξακριβώσουμε μια ταυτότητα, και καθορίζουν ειδικές κοινωνικές πρακτικές προκειμένου, για παράδειγμα, να βρεθούν χαρακτηριστικά συγχρόνως διακριτικά και μη παραποιήσιμα, αυτό που ονομάζαμε τα ιδιαίτερα γνωρίσματα στα δελτία ταυτότητας, θα έπρεπε μάλλον να λέμε τα ιδιότυπα γνωρίσματα. Τα δακτυλικά αποτυπώματα, μη παραποιήσιμα παρ’ ότι μπορούμε να τα σβήσουμε, η συχνότητα των φωνητικών αυξομειώσεων απ’ ότι φαίνεται, το πραγματικό DNA μη παραποιήσιμο λένε, στην ουσία δεν είναι ιδιαίτερα αλλά ιδιότυπα γνωρίσματα, δηλαδή ίδια του ενός και ενός μόνου. Βέβαια τα ταυτοτικά γνωρίσματα που αφορούν οι πρακτικές αυτές είναι χαρακτηριστικά του οργανισμού, όχι χαρακτηριστικά των υποκειμένων αυτών καθαυτών και τα αναφέρω εδώ μόνο κατ’ αναλογία για να υπογραμμίσω ότι η βεβαιωμένη ταύτιση ενός ατόμου περνάει μέσα από γνωρίσματα που δημιουργούν διάκριση. Δεν μπορούμε να ταυτoποιήσουμε μια ταυτότητα, δηλαδή να κατανοήσουμε τη μοναδικότητα της διαφοράς της, χωρίς αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε του Ένα και μη παραποιήσιμο. Λοιπόν, τι γίνεται με τα υποκείμενα στην ψυχανάλυση;

Το υποκείμενο χωρίς ταυτότητα

Η ψυχανάλυση ξεκινά με την αμφισβήτηση της ταυτότητας εκείνου που παρουσιάζεται. Διαφορά με τις ψυχοθεραπείες που προσπαθούν μάλλον να την επιβεβαιώσουν, να την εξασφαλίσουν, να την ενισχύσουν, αν όχι να την  καταστήσουν αποδεκτή, δηλαδή να επιλύσουν αυτό που ονομάζουμε τα λεγόμενα προβλήματα ταυτότητας, τις αβεβαιότητές της, τις συγκρούσεις της.

Τι δικαιολογεί αυτήν την αναλυτική μεροληψία της αμφισβήτησης των ταυτοτικών βεβαιοτήτων ή προσδοκιών; Με φροϋδικούς όρους θα λέγαμε τίποτα άλλο από το ασυνείδητο, αυτός ο οικοδεσπότης που φαίνεται να σας διακατέχει, που σας καθιστά ακατάληπτο στον ίδιο τον εαυτό σας και κατασκευάζει όλων των ειδών τα συμπτώματα, τις συμπεριφορές και τα συναισθήματα παράφωνα σε σχέση με τις προθέσεις σας και τη συνείδησή σας ως προς την ταυτότητα. Από εhκεί ο Λακάν οικοδόμησε τη θεωρία του για το υποκείμενο. Είναι νέα, και δεν υποδηλώνει το ψυχολογικό υποκείμενο της συνείδησης του εαυτού, αλλά αυτό που προκύπτει από την παρουσία μέσα του ενός ασυνείδητου, το οποίο βέβαια, από μόνο του, είναι μια αμφισβήτηση της ταυτότητας που ο καθένας ιδιοποιείται. Όταν λέμε υποκείμενο με τον Λακάν υποδηλώνουμε το ον ως αυτό που ομιλεί, δεν είναι το όλον του ατόμου καθώς αυτό παρουσιάζεται πρώτα με το σώμα του, δηλαδή με την εικόνα του. Όμως το υποκείμενο, το ον ως αυτό που ομιλεί λοιπόν, εμπεριέχει στον ορισμό του τόσο το υποκείμενο της συνείδησης του εαυτού εκείνου που έρχεται, ανήσυχος για την εικόνα του, για τη θέση του στον κόσμο και έρχεται να σας μιλήσει, όσο και το λεγόμενο υποκείμενο του ασυνείδητου, δηλαδή υποτιθέμενο στο « ça parle/αυτό ομιλεί » του ασυνείδητου που είναι το δικό του και ωστόσο εν αγνοία του. Οι λεγόμενες ψυχοθεραπείες γνωρίζουν μόνο το πρώτο, η ψυχανάλυση στοχεύει το δεύτερο, παρ΄ ότι είναι αδύνατο να μιλάμε για ψυχανάλυση χωρίς να συγκαλούμε το υποκείμενο της συνείδησης του εαυτού.

Το υποκείμενο που ομιλεί, συνείδηση και ασυνείδητο, αναπαρίσταται από την αλυσίδα της διαρθρωμένης ομιλίας του. Εξ ου και η πολύ γνωστή ρήση που προϋποθέτει τη συμβολή της γλωσσολογίας « το σημαίνον αντιπροσωπεύει ένα υποκείμενο για ένα άλλο σημαίνον ». Είναι καταρχάς μια θέση για το σημαίνον (Sa). Το ίδιον του Sa, είναι να σχετίζεται με άλλα Sa από τα οποία διακρίνεται, αλλά με τα οποία ως εκ τούτου είναι αλληλέγγυο. Είναι η έννοια της σημαίνουσας αλυσίδας.

S1/$ ——> S2

Η δομή του είναι εκείνη μιας προσανατολισμένης δυαδικότητας του Sa, ο Λακάν έχει μιλήσει για « διατεταγμένο ζεύγος», καθώς το ένα διακρίνεται από το άλλο, υπάρχει δυαδικότητα, αλλά αντιπρόσωπος για το άλλο, υπάρχει προσανατολισμός, τάξη.  Ωστόσο, το να λέμε ότι αντιπροσωπεύει ένα υποκείμενο, είναι άλλο πράγμα. Δηλαδή από μόνο του το Sa επιβάλλει μια προϋπόθεση υποκειμένου, οριζόμενου ως ομιλούντος. Ιερογλυφικά στην έρημο, παρά λίγο να τα συγχέουμε με τα αποτελέσματα της φυσικής διάβρωσης, μας διαβεβαιώνουν ότι ένα υποκείμενο ήταν εκεί. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει σημαίνον χωρίς έναν άλλο ή άλλους, αλλά επίσης δεν υπάρχει και Sa χωρίς υποκείμενο. Είναι η πρωταρχική θέση και γι’ αυτό μόλις η σημαίνουσα δομή του φροϋδικού ασυνείδητου αναγνωρίζεται, διερωτάται κανείς για το υποκείμενο του ασυνείδητου, δηλαδή το υποτιθέμενο υποκείμενο σε αυτά τα Sa.

Τι είναι αυτό το ce υποτιθέμενο υποκείμενο; Το σημαίνον δεν το λέει· ακριβώς, αντιπροσωπεύω δεν είναι ούτε χαρακτηρίζω, ούτε ταυτίζω. Το σημαίνον, δεν βρίσκεται εδώ παρά ως ένα είδος αντιπροσώπου. Ο αντιπρόσωπος δεν ταυτίζει, και αυτό που αντιπροσωπεύεται μπορεί να αμφισβητήσει τον αντιπρόσωπο, είναι εξάλλου η καθημερινότητα της δημοκρατίας, οι πολίτες έχουν αντιπροσώπους τους οποίους αμφισβητούν. Στην ψυχανάλυση, ο αναλυόμενος, επίσης, αμφισβητεί τους αντιπροσώπους. Παρουσιάζει, για παράδειγμα, κάτι που έχει αξία Sa του συμπτώματος, ή διαμορφώσεις του ασυνείδητού του προβάλλουν, όνειρο, παραδρομή, είναι επομένως S1, και αναρωτώμενος τι σημαίνει αυτό, αναζητά άλλα Sa που θα έδιναν νόημα. Τότε στο συνειρμικό του λόγο, διορθώνοντας, προσθέτοντας, περνάει τον χρόνο, σημαίνοντας « ça n’est pas ça/ αυτό δεν είναι αυτό ». Ο Λακάν το βεβαίωσε, το υποκείμενο « λέει όχι » στα Saδιότι το προσβάλλουν.

Το αντιπροσωπευμένο υποκείμενο παραμένει λοιπόν ακαθόριστο αλλά ωστόσο κάτι απ’ αυτό μπορεί να βεβαιώνεται. Ο λόγος δεν λέει τι είναι το υποκείμενο, του επιβάλλει ωστόσο τους όρους του, με άλλα λόγια, η δομή του Sa καθορίζει εκείνη του υποκειμένου που του είναι υποτιθέμενο, και συγκεκριμένα εγκαθιδρύει έναν διχασμό ανάμεσα στα Sa του υποκειμένου, και ο Λακάν λέει « sujet refendu/ διχασμένο υποκείμενο ». Ως αντιπροσωπευμένο από το λόγο, δεν μπορεί να είναι ένα, μόνο « κάποια δύο ». Το Sa αντιπροσωπεύει το $, σημαίνει ακριβώς ότι δεν το ταυτίζει. Ο λόγος ως σημαίνουσα αλυσίδα είναι ακατάλληλος για την ταυτότητα, διχάζει το υποκείμενο, το καταδικάζει να ταλαντεύεται ανάμεσα σ’ έναν αντιπρόσωπο  και το νόημα που του προσδίδει, δεν μπορεί λοιπόν να θεμελιώσει καμία ταυτότητα μία. Το υποκείμενο ως τέτοιο είναι εξ ορισμού χωρίς ταυτότητα, γι’ αυτό ταυτίζεται από την αρχή της ζωής.

Οι ταυτίσεις

Πώς τίθεται το ζήτημα της ταυτότητας και των ταυτίσεων μέσα στην ίδια την ψυχανάλυση;

Μέσα στη δομή της, που πρέπει να διακρίνουμε λοιπόν από τη λειτουργία της, η ταύτιση εισάγει δύο ερωτήματα : με ποιον ή με τι ταυτίζεται κάποιος, και μέσω τι; Σχετικά με το « μέσω τι », έχουμε ποικίλα παραδείγματα, αλλά είναι πάντοτε μέσω ενός εναδικού γνωρίσματος (TU) λέει ο Λακάν, εικόνα ή Sa, αλλά επίσης και μέσω ενός συναισθήματος στη συμμετοχική ταύτιση της υστερικής στην οδύνη του άλλου, λ.χ., κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα δάνειο από κάποιο άλλο, από την εικόνα του ενίοτε, από την υποκειμενική και/ή κοινωνική του στάση, κ.λπ., αλλά πάντοτε μερικό.

Η ταύτιση δεν έχει καμία σχέση με τον πολύ γνωστό στο ζωϊκό βασίλειο μιμητισμό, ούτε και με τη μίμηση. Αυτή, η μίμηση, που είναι το να κάνεις το ίδιο, σε οποιοδήποτε επίπεδο, στη φωνή, την έκφραση, τη στάση, κ.λπ. τροφοδοτεί για τους ομιλούντες το κωμικό ύφος της παρωδίας, σηματοδοτεί καλά τη διαφορά της. Ο μιμητής, ωστόσο, δεν μετατρέπεται από τη μίμηση του, όταν τελειώσει η αναπαράσταση, παραμένει ο ίδιος. Μία ταύτιση είναι άλλο πράγμα : δανείζεται από τον άλλο, αλλά είναι ένα δάνειο … συστατικό σύμφωνα με τον όρο του Λακάν, δηλαδή που αλλάζει τον ταυτιζόμενο. Έχει ενίοτε χρησιμοποιηθεί ο όρος introjection/ενδοβολή, ο Λακάν το σχολίασε πολύ για να σημειώσει ότι η ταύτιση δεν είναι παρά ένα επιφανειακό φαινόμενο όπως μπορούν να είναι η μίμηση και ο μιμητισμός. Γνωρίζουμε τη ρήση « moi est unautre / εγώ είναι ένας άλλος », ή ακόμη « je est un autre ».

Ωστόσο, είναι επίσης βέβαιο ότι η αλλαγή που εισάγεται από την ταύτιση δεν αγγίζει το όλο του ταυτιζόμενου όντος. Η έννοια του αγοροκόριτσου το λέει αρκετά καλά, μπορούμε να δανειστούμε τη μορφή, τα χαρακτηριστικά μηχανεύματα/lesagissements types, τα γούστα, αλλά…. κάτι δεν ακολουθεί και που έχει να κάνει με το πραγματικό του σώματος. Αυτό είναι που καθιστά τόσο ανοίκειο,  τόσο προβληματικό, για παράδειγμα, το ταλέντο του ηθοποιού που καταφέρνει να ενσαρκώσει την ίδια την παρουσία ενός άλλου ώστε να ξεγελαστεί κανείς, και ακόμα πιο προβληματικούς τους πραγματικούς υποκριτές.

Με ποιον; Μπορούμε να ταυτιστούμε με τον όμοιο μας, που ορίζεται από την εικόνα πρώτα και στη συνέχεια από τα χαρακτηριστικά του εγώ. Ξεκινά με το στάδιο του καθρέφτη μέχρι το σύνολο των λεγόμενων φαντασιακών ταυτίσεων και τις διάφορες σημασίες του άλλου. Ταυτιζόμαστε επίσης με τον Άλλο που μας ομιλεί, αυτός δεν είναι ένας όμοιος, δεν έχει εικόνα, καθότι ορίζεται μέσω του Λόγου του, της ομιλίας του. Λαμβάνουμε τα αιτήματά του διαρθρωμένα σε λόγο, τους ιδανικούς κανόνες του και τα απαγορευμένα του. Η ταύτιση πλάθει λοιπόν τόσο το σώμα και τις συνήθειες του/habitus, όσο και τον λόγο του καθενός. Οι ταυτίσεις αυτές είναι διατεταγμένες, καθώς τα φαντασιακά συχνά υπάγονται στους Λόγους του Άλλου.  Όπως και να’ χει, η ταύτιση είναι ένας παράγοντας ομογενοποίησης των ποικίλων ατόμων. Ο Φρόιντ έδειξε πώς όχι μόνο το ιδανικό εγώ, αλλά το Ιδανικό του Εγώ επέτρεπαν να προσανατολίζεται, να ομογενοποιείται, αν όχι να τιθασεύεται αυτό το άλλο πράγμα που είναι οι ενορμήσεις και η επιθυμία, εν ολίγοις η λίμπιντο που εμψυχώνει τους ομιλούντες, καθώς και οι απολαύσεις. H ταύτιση, αυτό είναι που χρησιμοποιεί η εκπαίδευση, αλλά ξέρουμε ότι υπάρχει κάτι σαν τυραννία της ώθησης προς τον κονφορμισμό, που επιτίθεται στις διαφορές, δεν τους αφήνει δικαίωμα ύπαρξης. Και, επίσης, γνωρίζουμε τα όρια αυτών των διαδικασιών, αδύναμες να περιορίσουν την αποστασία των ενορμήσεων, οι οποίες, αυτές, δεν προκύπτουν από μια ταύτιση. Αδύναμη εκπαίδευση. Τι περιορίζει την αλλοτριωτική δύναμη των ταυτίσεων; Και χωρίς περιορισμούς θα ήμασταν μόνο κλώνοι χωρίς δική μας ταυτότητα. Η μοναδική ταυτότητα, φτιαγμένη από το γνώρισμα της διαφοράς, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται εκτός ταύτισης.

Θα καταλάβατε ότι το ταυτοτικό αδιέξοδο του υποκειμένου είναι δομικό, όχι νευρωτικό, οφείλεται στο γεγονός ότι ο λόγος είναι ακατάλληλος για την ταυτότητα. Η ταυτότητα δεν έχει τη δομή μιας σημαίνουσας αλυσίδας, παρ’ ότι τα πάντα του ομιλούντος συνδέονται με τον λόγο. Πιο συγκεκριμένα, μπορούμε να διακρίνουμε αυτό από την ταυτότητα που μπορεί να καθηλωθεί από τις ταυτίσεις, αυτό έχω ονομάσει ταυτότητα της αλλοτρίωσης η οποία καθηλώνεται από σημαίνοντα τα οποία είναι πάντα του Άλλου, η παλέτα τους πηγαίνει από το ιδανικό του εγώ, I(A) μέχρι τον φαλλό. Αυτά τα σημαίνοντα, αυτά τα δήθεν/τα προσχηματικά ντύνουν τον ομιλούντα.  Η ανάλυση τα δηλώνει και ως προς τούτο είναι μια δίκη απο-ταύτισης. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι υπό το ένδυμα των προσχηματικών δεν υπάρχει παπάς, διότι υπάρχει σίγουρα ένα μείον να ξετρυπώσουμε. Η δίκη απο-ταύτισης σύμφωνα με τον Λακάν πρέπει να τελειώνει με μια ταυτότητα, αλλά διαφορετική, αυτό που έχω ονομάσει ταυτότητα αποχωρισμού, με ένα στοιχείο που δεν έχει τη δομή της αλυσίδας.

Οι δύο στόχοι των ταυτίσεων

Αυτό που ανέδειξε καταρχάς ο Λακάν, είναι ότι η ταύτιση με τους χρησμούς του Άλλου βρίσκει το δομικό του όριο στο γεγονός ότι ο Άλλος, αυτός που ομιλεί, ότι και να διατυπώνει ως διδαχές, ε λοιπόν, δεν ξέρουμε τι θέλει, τι θέλει μέσω αυτού που ζητάει. Με άλλα λόγια, αυτό που επιθυμεί παραμένει ένα ερωτηματικό, αν όχι ένα αίνιγμα να ερμηνευτεί για το παιδί. Ως εκ τούτου, οι ταυτίσεις με τα Sa του Άλλου, που διαπιστώνουμε, που μπορούμε να περιγράψουμε, έχουν το ελατήριο τους αλλού, στην απωθημένη επιθυμία μέσα στο λόγο, και αυτή η λεκτική διάσταση/ditmension της επιθυμίας είναι αυτή που περιορίζει την αλλοτρίωση του υποκειμένου στα σημαίνοντα του Άλλου, διότι το υποκείμενο δεν μπορεί να γνωρίζει αυτό που είναι για τον Άλλο, που γράφουμε όντως διαγραμμένο για να σημάνουμε ότι δεν ξέρουμε τι θέλει. Οι “ταυτίσεις καθορίζονται από την επιθυμία” κι έτσι κατανοούμε τη λειτουργία των ταυτίσεων: καλούνται από την άγνοια όπου βρίσκεται το υποκείμενο για αυτό που είναι ως αντικείμενο, από την έλλειψη ταυτότητας που γεμίζουν, ή μάλλον που το ντύνουν χωρίς να καταφέρουν να κάνουν τον παπά. Ως εκ τούτου μπορούμε να αναθέσουμε στην ανάλυση το έργο, παραθέτω τον Λακάν, « να καταγγείλει » τις ταυτίσεις. Περισσότερο από το να τις καταγράψει κανείς, να τις καταγγείλει, είναι να αναδείξει την αποτυχία τους ενώ τις εντοπίζει σταδιακά, δηλαδή την αδυναμία τους να απαντηθεί ολοκληρωτικά η ερώτηση του « τι είμαι; ». Οι ταυτίσεις κεντρίζονται από το ζήτημα της ταυτότητας αλλά αποτυγχάνουν στο να το λύσουν.

Εξ ου και η ανησυχία που εκφράζεται ενίοτε για το τι θα μείνει όταν τελειώσει  το γδύσιμο, όταν το υποκείμενο ξεγυμνωθεί. Και πράγματι, όπως το είπε ο Λακάν, μια ψυχανάλυση αυξάνει κατά πολύ το ξεγύμνωμα του υποκειμένου. Υπήρξε μια εποχή όπου οι μαθητές του Λακάν έδωσαν υπερβολική σημασία στο υποκείμενο χωρίς ταυτότητα πέρα από όλες τις ταυτίσεις που η ανάλυση θα είχε ρίξει, μια ανάλυση που αποκορυφώθηκε στο, παραθέτω, η “μάταιη γνώση ενός όντος που φυλλορροεί”, ρήση του Λακάν στο Proposition. Φωτεινός μάρτυρας αυτής της ανάγνωσης, η εισήγηση που έκανε ο Serge Leclaire το 1979 στο Deauville για το μη ταυτοποιημένο υποκείμενο, και αυτό αντιπροσώπευε τόσο καλά την κυρίαρχη αντίληψη της εποχής που, όταν ο Λακάν διετύπωσε ένα τέλος μέσω “ταύτισης στο σύμπτωμα”, που είναι ένα τέλος μέσω ταυτότητας, επικράτησε κατάπληξη. Ο Λακάν δεν είπε όχι στο μη ταυτοποιημένο υποκείμενο του Leclaire, αλλά είχε από καιρό στιγματίσει την εν λόγω ανάγνωση καταγγέλλοντας “την μυσταγωγία της μη γνώσης ” ήδη από το 1969.

Είναι το ένα ή το άλλο, δεν υπάρχει τρίτη οδός, ή αλλιώς η ανάλυση αποκαλύπτει απλώς τη μη ταυτότητα του υποκειμένου και το ερώτημα της κατά την είσοδο του υποκειμένου δεν έχει άλλη απάντηση, ή αντιθέτως, η ανάλυση παράγει την ταυτοτική απάντηση που, στο τέλος, απηχώντας το ερώτημα της εισόδου, βάζει τέλος σ’ αυτό. Δεν είναι ένα ρητορικό ζήτημα, ούτε επίσης ένα θέμα γούστου, είναι ένα ζήτημα που αφορά τη δομή του Λόγου και αυτό που αυτή επιτρέπει να επιτευχθεί.

Προς την ταυτότητα

Όμως, υπάρχει μία άλλη αρχή των στόχων των ταυτίσεων, πιο πραγματική από την άγνωστη της επιθυμίας, είναι η απόλαυση, και προϋποθέτει το σώμα, το οποίο πράγματι δεν είναι συνέπεια καμίας ταύτισης, και η οποία επιπλέον δεν εγγράφεται όλη στον Λόγο. Ανακάλυψη του Φρόιντ: η απόλαυση που μπορεί να ειπωθεί, εκείνη της οποίας η ανάλυση κατασκεύασε την θεωρία, δεν αφορά το φύλο, αλλά μόνο αυτό που ονόμασε τις μερικές ενορμήσεις, τις λεγόμενες πολύμορφες διεστραμμένες, στοματική, πρωκτική, βλεπτική, επικλητική. Ο Λακάν έδειξε εξ άλλου ότι αυτή η απόλαυση του σώματος είναι συναρμολογημένη με τη γλωσσολαλιά/λαλαγλώσσα, ότι αφήνει μετέωρο το ερώτημα του τι θα ήταν η καθαρά σεξουαλική απόλαυση και ότι, επιπλέον, υπάρχει η αδιαφανή απόλαυση του συμπτώματος που δεν ανάγεται στην ενορμητική απόλαυση.

Η διαδρομή μιας ανάλυσης διαγράφεται από εκεί. Ο αναλυόμενος που μιλάει για τη θεμελιώδη σχέση του με τους Άλλους, δηλώνει τkις ταυτίσεις του, δηλαδή όλα τα δάνεια που πήρε από τον Άλλο. Πτώση των ταυτίσεων, λέμε εμείς, πάει από τα ιδεώδη I(A), κεφαλαίο I του κεφαλαίου Α, μέχρι το φαλλικό σημαίνον. Προσπαθούν βέβαια να “αποκρυσταλλώσουν” σε ταυτότητα, ο όρος είναι του Λακάν, αλλά είναι μόνο το κάλυμμα, αν μπορώ να το πω, ενός υποκειμένου που δεν ταυτίζεται μέσα στο συμβολικό.

Η ταυτότητά του δεν μπορεί να έρθει στο υποκείμενο παρά μόνο από ένα πραγματικό εκτός συμβολικού, εκτός αλυσίδας. Στο σημείο αυτό ο Λακάν δεν άλλαξε ποτέ. Σχετικά με το υπόλοιπο μιας ανάλυσης, είναι βέβαιο ότι υπάρχει στον Λακάν ένα μόνο λέγειν. Η ανάλυση έχει ένα τέλος και είναι ένα τέλος μέσω ταυτότητας, μιας ταυτότητας που δίνει την απάντηση στο ερώτημα της εισόδου του “τι είμαι;”. Δεν είναι βέβαια η ταυτότητα του υποτιθέμενου υποκειμένου αλλά αντίθετα, αυτό που ο Λακάν ονομάζει το 1975 ως το “πραγματικό υποκείμενο”, πραγματικά εδώ, δηλαδή το άτομο  “ομιλούν-ον”, που έχει ένα σώμα και ουσιαστικό, παρ’ ότι σημαδεύεται από το λόγο και τη γλωσσολαλιά/λαλαγλώσσα.

Μπορούμε να ακολουθήσουμε τις διάφορες ρήσεις του σχετικά με το τέλος. Ήδη το 1949, ο Λακάν βεβαιώνει ότι η ανάλυση συνοδεύει τον ασθενή μέχρι “το εκστατικό όριο του “είσαι αυτό”, δηλαδή μια ταυτότητα χωρίς λέξη, εκτός λόγου όπως δηλώνει ο όρος εκστατικός. Στη συνέχεια έρχεται η περίφημη “κkοίμηση/μετάσταση του όντος για το θάνατο “ο θάνατος “κέντρο εξωτερικό στο λόγο”, λέει ο Λακάν, άρα πραγματικό.  Αυτή η μετάσταση είναι “διατράνωση της ζωής “, που απεικονίζει η αυτοκτονία του Εμπεδοκλή, πρότυπο μιας πράξης μέσω της οποία το υποκείμενο γίνεται επιτέλους όμοιος με τον εαυτό του. Όσο για την περίφημη ” καθαίρεση του υποκειμένου” της εποχής του περάσματος, δεν είναι μια άρνηση, αλλά μια θετική προσέγγιση, είναι το μη ταυτοποιημένο που καθαιρείται προς όφελος του είναι του ως αντικείμενο, και τέλος “η ταύτιση με το σύμπτωμα”, με την “αδιαφανή απόλαυση του “.

Οι εκφράσεις αυτές που θα άξιζαν μια μακρά εξήγηση η καθεμία, δεν είναι προφανείς για εκείνους που δεν γνωρίζουν τα κείμενα, το ξέρω αλλά τις αναφέρω πάραυτα διότι υποδεικνύουν ένα πράγμα συγκεκριμένο και απλό, δηλαδή ότι μια ανάλυση θα έπρεπε να επιτρέπει στον καθένα να αντιληφθεί και να αναλjάβει την “απόλυτη διαφορά” του αυτού που είναι καθαρά, δηλαδή την ταυτότητά του.

Η εμβέλεια αυτού του γεγονότος είναι πολιτική, διότι αυτή η στόχευση είναι το αντίθετο αυτού προς το οποίο ωθεί η εποχή μας, δηλαδή μια όλο και μεγαλύτερη ομοιομορφία με την παγκοσμιοποίηση της αγοραίας απόλαυσης και υπεραπόλαυσης τυποποιημένες, και αυτό που αποκάλεσα ο « ναρκυνισμός” (συνδυάζοντας ναρκισσισμό και κυνισμό) για να υποδείξω τη μοναδική αξία που εκκρίνει ο καπιταλισμός..

Παραμένει ωστόσο ότι η λύση της ανάλυσης μέσω της ταυτότητας μέσα στη διαφορετικότητά της δεν βγαίνει από την ατομικιστική ηθική? Γι αυτό ο Λακάν μπόρεσε να πει ότι η ταύτιση με το σύμπτωμα ήταν βραχύ. Είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι το μοναδικό αποτέλεσμα της ανάλυσης, αν παράγει επίσης την επιθυμία του αναλυτή απαραίτητη για να στηρίξει αυτό από αυτόν τον δεσμό με δύο που είναι ο αναλυτικός λόγος και στον οποίο πρέπει να προσθέσουμε το συμπλήρωμα που είναι μια Σχολή ψυχανάλυσης, ως τόπου μετάδοσης αυτής της επιθυμίας.