Ζήλεια και φθόνος
Η φετινή θεματική των κλινικών εκπαιδεύσεων του Φόρουμ της Αθήνας περιλαμβάνει δυο έννοιες : τον φθόνο και τη ζήλεια. Αν και έχουμε την τάση να χρησιμοποιούμε τις δύο αυτές έννοιες, αρκετά συχνά για να χαρακτηρίσουμε τις σχέσεις μας με τους άλλους, ωστόσο φαίνεται, πως η σημασία τους παραμένει συγκεχυμένη. Άλλωστε όπως ισχυρίζεται και ο αναλυτικός φιλόσοφος Κάρλ Πόππερ, ο εκ προοιμίου ορισμός, εννοιών οι οποίες τυγχάνουν διαρκούς επεξεργασίας θα πρέπει να αποφεύγεται δεδομένου ότι θα θεωρούνταν ανέφικτο να προσεγγίσουμε το σύνολο των παραγόντων ή την προβληματική που συνδέεται με τις εν λόγω έννοιες, αναζητώντας μόνο τις απαντήσεις χωρίς να θέτουμε τα ερωτήματα που τις γέννησαν.
Μια πρώτη μεταξύ τους διάκριση- εξίσου καίρια ωστόσο-, θα στηρίζονταν στην ιδέα ότι αυτός που στερείται ενός αγαθού υποφέρει από το γεγονός ότι το διαθέτει ο πλησίον του, άρα επιδιώκει και ο ίδιος να το αποκτήσει. Αντίστοιχα εκείνος που το διαθέτει ή το κατέχει κατ’ αποκλειστικότητα, φοβάται να μην το χάσει. Οι δυο αυτές ιδέες οι οποίες συνδέονται με την κτήση ενός αγαθού, είναι παρούσες στον Φρόϊντ και στον μοναδικό ορισμό που έδωσε της ζήλειας ως ενός επώδυνου συναισθήματος το οποίο και συγκρίνει με το πένθος όσον αφορά μια πραγματική ή μια υποθετική απώλεια. Το χαμένο αντικείμενο και το έλλειμμα που προκαλεί η απώλεια την οποία εισάγει, υποθάλπουν μια θυμική κατάσταση η οποία καθορίζει την ψυχική πραγματικότητα του υποκειμένου, ενισχύοντας παράλληλα το φαντασιακό το οποίο γίνεται κατ αυτό τον τρόπο κυρίαρχο .
Θα ήταν ικανοποιητική όμως μια τέτοια προσέγγιση ή θα πρέπει να εξετάσουμε την ιδιαιτερότητα της κάθε περίστασης χωριστά, χαρακτηρίζοντας την ως το «έναυσμα της συνάντησης με κάτι το άγνωστο του οποίου η πορεία δεν μας επιτρέπει να φθάσουμε πολύ μακριά», αποδεχόμενοι αυτό που προτείνει στη συνέχεια της φράσης του ο Προυστ : « Καλύτερα να μην γνωρίζουμε, να σκεφτόμαστε όσο το δυνατόν λιγότερο, και να μην προσφέρουμε στην ζήλεια την παραμικρή λεπτομέρεια».
Πάθος θλιβερό αναμφίβολα αυτό της ζήλειας αποτελεί το θέλγητρο των ερωτευμένων, άλλοτε σκοτώνοντας την αγάπη την οποία επικαλείται κι άλλοτε απελευθερώνοντας την απόλαυση πνίγοντας την επιθυμία. Σ’ αυτό το σημείο, το σχόλιο ΧΧΧV του Σπινόζα παραμένει επίκαιρο, αναδεικνύοντας την ιδιαίτερη σχέση την οποία συντηρεί η ζήλεια με το φαντασιακό του πάσχοντα:
«Αυτό το μίσος για ένα πράγμα που αγαπάμε μαζί με τον φθόνο, ονομάζεται ζηλοτυπία, και έτσι η ζηλοτυπία δεν είναι παρά μια ταλάντευση της ψυχής, που προκαλείται από το ότι υπάρχει Αγάπη και Μίσος ταυτόχρονα, μαζί με την ιδέα ενός άλλου που τον φθονούμε. Επιπλέον αυτό το Μίσος για το πράγμα που αγαπάμε είναι μεγαλύτερο όσο μεγαλύτερη ήταν η χαρά την οποία έδειχνε ο ζηλότυπος από αγάπη που του έδειχνε το πράγμα που αγαπούσε και ανάλογα επίσης με το πάθος που ένοιωθε για εκείνον που φαντάζεται πώς συνδέεται με το πράγμα που αγαπάει. Γιατί, αν μισούσε μόνον αυτόν, με τούτο ( θεωρ. 24)θα μισήσει και το πράγμα που αγαπάει, αφού φαντάζεται ότι προκαλεί χαρά σε εκείνον που μισεί ∙ και επίσης (θεωρ. 15) γιατί είναι αναγκασμένος να συγκεράσει την εικόνα του πράγματος που αγαπάει με την εικόνα εκείνου που μισεί. Αυτό το συναντούμε γενικά στον έρωτα που τρέφουμε για τις γυναίκες. Όποιος φαντάζεται πραγματικά την γυναίκα που αγαπάει πως παραδίνεται σε έναν άλλο θλίβεται, όχι μόνο γιατί παρεμποδίζεται η δική του όρεξη αλλά γιατί είναι υποχρεωμένος να συνδέει την
εικόνα του πράγματος που αγαπάει με τα αιδοία και τις απεκκρίσεις του άλλου, και για τούτο την αποστρέφεται ∙»1.
Εν προκειμένω η επίκληση του φαντασιακού του ζηλότυπου, παραπέμπει
αναπόφευκτα στις πρώτες επεξεργασίες του Λακάν, αναφορικά με το στάδιο του καθρέπτη καθώς και στην επιμονή του να παραθέτει διαδοχικά, το σχετικό χωρίο από τις Εξομολογήσεις του Αγίου Αυγουστίνου όπου γίνεται μνεία των εκδηλώσεων ζήλειας ενός παιδιού, μέσα από την ακόλουθη περιγραφή :
«Η αθωότητα των παιδιών βρίσκεται στ’ ανίσχυρα μέλη τους και όχι στην ψυχή τους. Κάποτε κάθισα για ώρα μονάχος και παρατηρούσα ένα παιδί. Ξεχείλιζε από μοχθηρία. Δεν μιλούσε ακόμη, όμως χλόμιαζε από χολή και κοίταζε με ζήλεια τον ομογάλακτο αδελφό του. Ποιος δεν τα ξέρει αυτά ; Οι μάνες και οι παραμάνες λένε πως ξορκίζουν αυτό το κακό, μακάρι να ήξερα με ποιο φάρμακο. Τι είδους αθωότητα όμως είναι αυτή, να τρέχει πλούσιο και άφθονο το γάλα από τη μητρική πηγή, κι εμείς να μην αντέχουμε να το μοιραστούμε με έναν αδελφό που το έχει τόσο ανάγκη γιατί αυτό είναι η μοναδική τροφή που τον κρατά ζωντανό ;Όμως όλα αυτά τα ανέχονται με επιείκεια, όχι επειδή είναι ασήμαντα ή έχουν μικρή σημασία, αλλά επειδή θεωρούν ότι εξαφανίζονται με την ενηλικίωση. Αυτός είναι ο μοναδικός λόγος, και αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ανάλογες συμπεριφορές σε έναν ενήλικο δύσκολα γίνονται ανεκτές με συγκατάβαση»2.
Εάν ακολουθήσουμε βήμα-βήμα τις διαδοχικές μεταφράσεις του ανωτέρω χωρίου από τον Λακάν, και ιδιαίτερα της φράσης, nondum loquebatur et intuebatur pallidus amaro aspectu conclactaneum sum, θα εκπλαγούμε αφενός από τις διαφορετικές μεταφραστικές εκδοχές που ο ίδιος εισάγει κάθε φορά που αναφέρεται σ’ αυτήν την εμπειρία και αφετέρου από την συστηματική επεξεργασία της η οποία φαίνεται να συνέβαλλε στην επινόηση του αντικειμένου α.
1 Σπινόζα, Σχόλιο στο θεώρημα 35, σελ 144, εκδ.Αναγνωστίδης. 2 Αγίου Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις, Α’ τόμος, Βιβλία Ι-VΙΙ, Εκδ. Πατάκη, Μετ Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου.
Εισηγητής
-
Άννα Χριστοδουλάκη