Παραλήρημα, Φαντασίωση, Πραγματικότητα
Ασκήσεις κλινικής διαφοροδιαγνωστικής
Αγαπητέ Wilhelm,
[…] θα ήθελα, επειγόντως, να σου εκμυστηρευτώ το μεγάλο μυστικό που μου αποκαλύφθηκε σταδιακά τους τελευταίους μήνες. Δεν πιστεύω πλέον στην neurotica μου […]. Θα επιχειρήσω μια αναδρομή για να σου εξηγήσω πώς προέκυψαν οι λόγοι της δυσπιστίας μου […] Καταρχήν […] η έκπληξη ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο πατέρας, μηδέ του δικού μου εξαιρουμένου, έπρεπε να κατηγορηθεί ως διαστροφικός – η συνειδητοποίηση της απροσδόκητης συχνότητας εμφάνισης της υστερίας, με τις ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις να επικρατούν σε όλες τις περιπτώσεις, ενώ ασφαλώς τέτοιες ευρέως διαδεδομένες διαστροφές κατά των παιδιών είναι μάλλον απίθανες […] Έπειτα […] η βέβαιη διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν δείκτες της πραγματικότητας στο ασυνείδητο, έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατο να διακρίνει κανείς την αλήθεια από μια μυθοπλασία που έχει κατακλυστεί από το συναίσθημα (κατά συνέπεια, θα επικρατούσε η εκδοχή ότι η σεξουαλική φαντασίωση περιστρέφεται πάντοτε γύρω από το γονεϊκό ζεύγος) […] Φαίνεται για άλλη μια φορά ότι μόνο οι μεταγενέστερες εμπειρίες δίνουν έναυσμα στις φαντασιώσεις, οι οποίες ανατρέχουν στην παιδική ηλικία […]
Freud to Fliess, September 21, 1897
Στην ιστορία των ψυχαναλυτικών ιδεών υπάρχουν ορισμένα ορόσημα˙ η επιστολή του Freud προς τον Fliess της 21ης Σεπτεμβρίου 1897 αποτελεί ίσως ένα από τα σημαντικότερα αφού μέσω αυτής ανακοινώνει στον δικό του «άλλο» την εγκατάλειψη της θεωρίας της αποπλάνησης, έχοντας σταδιακά αντιληφθεί ότι οι σκηνές που περιέγραφαν οι υστερικοί ασθενείς του δεν βασίζονταν σε γεγονότα που είχαν συμβεί στην πραγματικότητα αλλά σε μια φαντασίωση που συνδέονταν με την ανάδυση της σεξουαλικότητας, ευρύτερα, αλλά και με το ερώτημα περί της διάφυλης σχέσης, ειδικότερα. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τη σπουδαιότητα του φροϋδικού διαβήματος – η φαντασίωση και όχι η πραγματικότητα, μας λέει, καθορίζει τη δομή – ακόμη κι αν καταλήγει στο κάπως αποθαρρυντικό συμπέρασμα ότι είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε τη μια από την άλλη.
Το εκπληκτικότερο, ωστόσο, στην επιστολή αυτή βρίσκεται στην εντός παρενθέσεως σημείωση ότι «η σεξουαλική φαντασίωση περιστρέφεται πάντοτε γύρω από το γονεϊκό ζεύγος»: πρόκειται για την εν σπέρματι, ακόμη εδώ, σύλληψη της έννοιας της πρωταρχικής φαντασίωσης την οποία θα επιχειρήσει να επεξεργαστεί περαιτέρω δεκαεπτά χρόνια αργότερα, με αφορμή την κλινική περίπτωση του «Άνθρωπου με τους λύκους», αλλά που με σαφήνεια θα ορίσει το 1915, στο κείμενο με τίτλο «Μια περίπτωση παράνοιας που αντιτίθονταν στην ψυχαναλυτική θεωρία για τη νόσο».
«Μέσα στο απόθεμα των ασυνείδητων φαντασιώσεων όλων των νευρωτικών, και πιθανά όλων των ανθρώπινων όντων, υπάρχει μια που σπανίως απουσιάζει και η οποία αποκαλύπτεται από την ανάλυση: Η παρατήρηση των ερωτικών σχέσεων μεταξύ των γονέων. Αποκαλώ τέτοιες φαντασιώσεις, όπως της παρατήρησης της σεξουαλικής σχέσης μεταξύ των γονέων, της αποπλάνησης, του ευνουχισμού και άλλων, πρωταρχικές φαντασιώσεις»
Κληρονόμος της έννοιας της «πρωταρχικής σκηνής», η πρωταρχική φαντασίωση αντιστοιχεί σε σενάρια που δεν απηχούν σκηνές μιας βιωμένης πραγματικότητας αλλά που, ωστόσο, είναι παρόντα ως ιστορικά, δομικής αξίας στοιχεία, προϋπάρχοντα του υποκειμένου, τα οποία αποσκοπούν στο να απαντήσουν στα μείζονα ερωτήματα της ύπαρξης: οι παιδικές σεξουαλικές θεωρίες ή το «οικογενειακό μυθιστόρημα» εγγράφονται σε αυτήν ακριβώς την προοπτική. Και είναι ακριβώς αυτά τα δεδομένα της ψυχαναλυτικής εμπειρίας στα οποία ο Freud θα βασιστεί για να διαχωρίσει αυτό που θα ορίσει ως «ψυχική» σε αντιδιαστολή με ό,τι μπορεί να αποκληθεί «υλική» πραγματικότητα.
Παράλληλα, ας μην ξεχνάμε ότι η φροϋδική σύλληψη για την φαντασίωση βρίσκεται σε στενή συνάφεια με την επιθυμία – ήταν το θέμα μας στη χρονιά που πέρασε. Δεν θα επανέλθω εδώ, θα σας υπενθυμίσω μόνο την εκ μέρους του Freud χρήση του όρου wunschphantasie στο «Μεταψυχολογικό συμπλήρωμα στη θεωρία των ονείρων», προσθέτοντας, ωστόσο, ότι η σχέση ανάμεσα στη φαντασίωση και στο αντικείμενο της επιθυμίας δεν είναι σε καμιά περίπτωση μονοσήμαντη αφού, εντός αυτών των φαντασιακών σεναρίων, το υποκείμενο είναι πάντοτε παρόν καταλαμβάνοντας διαδοχικά διαφορετικές θέσεις˙ πρόκειται για την προβληματική που θα συναντήσουμε στο περίφημο – κατά τον Lacan, «απολύτως μεγαλειώδες» -– φροϋδικό κείμενο του 1919 «Χτυπούν ένα παιδί».
Είναι το κείμενο με το οποίο θα καταπιαστεί ο Lacan στο Σεμινάριο IV «Η σχέση αντικειμένου» ώστε να αναπτύξει περαιτέρω την αρχική θέση του περί φαντασίωσης, την οποία έως τότε ενέγραφε στη λειτουργία του φαντασιακού άξονα α – α΄ του σχήματος L. Διαβάζοντας εκ νέου τις μεταπτώσεις της φράσης «χτυπούν ένα παιδί» θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι, πέρα από την δυαδική σχέση με τον όμοιο, συναντάμε εντός της και ένα συμβολικό στοιχείο η θέση του οποίου εντοπίζεται στον συμβολικό άξονα S – Α:
«Αυτό το στοιχείο, που είναι αποκλεισμένο, που δεν είναι παρόν μέσα στη νεύρωση, αλλά του οποίου οι μετεξελίξεις εμφανίζονται κατά άλλα σε όλα τα συμπτώματα που την συγκροτούν, το συναντά κανείς σε ένα στοιχείο της κλινικής εικόνας, το οποίο είναι η φαντασίωση. Αυτή η φαντασίωση πώς εμφανίζεται; Κουβαλάει μέσα της τη μαρτυρία […] για τα σημαίνοντα στοιχεία του αρθρωμένου λόγου στο επίπεδο εκείνου του υπερ-αντικειμένου που είναι ο μεγάλος Άλλος, ο τόπος όπου αρθρώνεται ο ασυνείδητος λόγος, το S ως λόγος, ιστορία, μνήμη, αρθρωμένη δομή»
Λίγο αργότερα, το 1958, στο κείμενο των Γραπτών «Η διεύθυνση της θεραπείας και οι αρχές της λειτουργίας της», θα υποστηρίξει ότι «το να καταλάβει το υποκείμενο μια θέση [στη σχέση του με τον όμοιο] σημαίνει ότι η γλώσσα του επιτρέπει να εκλαμβάνει τον εαυτό του ως τον σκηνογράφο ή ως τον σκηνοθέτη ολόκληρης της φαντασιακής κατασκευής της οποίας διαφορετικά δεν θα ήταν παρά η κινούμενη μαριονέτα», ενώ στο Σεμινάριο V, «Τα μορφώματα του ασυνειδήτου», θα επιβεβαιώσει την πρωτοκαθεδρία του σημαίνοντος, υποστηρίζοντας ότι όλες οι συντακτικές παραλλαγές της φαντασίωσης «χτυπούν ένα παιδί» αποκτούν την αξία τους στο μέτρο που συντίθενται από σημαίνοντα στοιχεία τα οποία προσδίδουν στη φαντασιακή σκηνή τη συμβολική της διάσταση.
Φτάνουμε έτσι στην κεντρική λακανική θεώρηση της σχέσης ανάμεσα στη φαντασίωση και την δομή: Η φαντασίωση, υποστηρίζει ο Lacan, συνιστά το σενάριο με το οποίο το νευρωτικό υποκείμενο επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα «τι θέλει ο Άλλος από μένα» (ή, στο ερώτημα της δικής του επιθυμίας – είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος εφόσον το υποκείμενο καθίσταται επιθυμούν μόνο υπό την προϋπόθεση ότι αντιλαμβάνεται τον Άλλο ως επιθυμούντα) ενώ, στο Σεμινάριο VIII «Η Μεταβίβαση», θα περιγράψει τους ιδιαίτερους τύπους της υστερικής και της ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης προτείνοντας, κατά αυτό τον τρόπο, μια διαφοροδιαγνωστική κλινική των δομών.
Εάν αυτά ισχύουν για τη φαντασίωση του νευρωτικού, τι μπορεί να ειπωθεί για το παραλήρημα του ψυχωτικού υποκειμένου; Η προσέγγιση του ζητήματος από τη σκοπιά του φροϋδικού corpus μας φέρνει εξαρχής αντιμέτωπους με σοβαρά προβλήματα εννοιολογικής τάξης που, αν και επιτείνονται για εμάς από τις δυσκολίες της μεταφραστικής απόδοσης των γερμανικών όρων, δεν παύουν να αντανακλούν την αμηχανία του ίδιου του συγγραφέα.
Έτσι, εάν στη βάση της ανάπτυξης του παραληρήματος του Προέδρου Σρέμπερ ο Freud ανιχνεύει αυτό που ονομάζει ως μηχανισμό της «κύριας απώθησης» (σε αναλογία με τον μηχανισμό που περιγράφει για την αιτιοπαθογένεια της νεύρωσης), το 1924, στο κείμενο «Νεύρωση και ψύχωση», αφού αποφανθεί ότι «η νεύρωση είναι το αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης ανάμεσα στο Εγώ και το Αυτό, ενώ η ψύχωση είναι η ανάλογη συνέπεια μιας παρεμφερούς διαταραχής στις σχέσεις ανάμεσα στο Εγώ και στον εξωτερικό κόσμο», θα θέσει το ερώτημα της παρουσίας ενός μηχανισμού, ανάλογου της (νευρωτικής) απώθησης, ο οποίος θα μπορούσε να εξηγήσει ικανοποιητικά την αποκοπή του ψυχωτικού υποκειμένου από την πραγματικότητα.
Η εισαγωγή του όρου verleugnung (ελληνιστί, απάρνηση), την ίδια χρονιά, στο κείμενο «Η απώλεια της πραγματικότητας στη νεύρωση και την ψύχωση», εγγράφεται σε αυτήν ακριβώς την απόπειρά του να περιγράψει έναν διαφοροποιημένο μηχανισμό άμυνας απέναντι σε μια τραυματική πραγματικότητα, ειδικό για την εξήγηση των ψυχωτικών φαινομένων. Πράγματι, θα πει εδώ πως «η νεύρωση δεν απαρνείται (verleugnet) την πραγματικότητα, απλά δεν επιθυμεί να γνωρίζει τίποτα για αυτή˙ η ψύχωση την απαρνείται και επιδιώκει να την αντικαταστήσει» ενώ, εντός αυτής της διαφορικής λογικής, θα αποδώσει κεντρικό ρόλο στη λειτουργία της φαντασίωσης.
Ανάλογη πολυσημία, ως προς τη χρήση που του επιφυλάσσει ο Freud, εμπεριέχει και ο όρος verwerfung – που στη γλώσσα μας αποδίδεται είτε ως αποκλεισμός είτε (συχνότερα) ως απόρριψη – αφού στην πορεία του έργου του άλλοτε εμφανίζεται με τη σημασία της άρνησης και άλλοτε για να περιγράψει ένα είδος συνειδητής απορριπτικής κρίσης. Υπάρχει, ωστόσο, και μια τρίτη εκδοχή η οποία, παραδόξως, εμφανίζεται στο πολύ πρώιμο κείμενο του 1894 «Οι ψυχονευρώσεις άμυνας»:
«Υπάρχει ένα είδος άμυνας, πολύ πιο δυναμικής και αποτελεσματικής, που συνίσταται στο ότι το Εγώ απορρίπτει την αφόρητη παράσταση ταυτόχρονα με τη συναισθηματική της φόρτιση και συμπεριφέρεται λες και η παράσταση δεν έχει φτάσει ποτέ στο Εγώ»
Το κείμενο, όμως, στο οποίο κατ’ επανάληψη εμφανίζεται ο όρος verwerfung είναι εκείνο του Άνθρωπου με τους λύκους, όπου η απόρριψη λαμβάνει το πολύ συγκεκριμένο νόημα της απόρριψης του ευνουχισμού. Πρόκειται για το σημείο που θα εντοπίσει ο Lacan όταν, ανασκευάζοντας την αρχική του θέση περί φαντασιακών ταυτίσεων στην αιτιοπαθογένεια της ψύχωσης, θα στραφεί στον στρουκτουραλισμό. Ας παρακολουθήσουμε πώς τοποθετείται σχετικά στο περίφημο Σεμινάριο για το Κλεμμένο γράμμα:
«Η διδασκαλία αυτού του σεμιναρίου έχει ως στόχο να υποστηρίξει τη θέση ότι τα φαντασιακά φαινόμενα, απέχοντας πολύ από το να αντιπροσωπεύουν τον πυρήνα της αναλυτικής εμπειρίας, δεν μας προσφέρουν τίποτα που να διαθέτει συνοχή, εκτός κι αν συσχετιστούν με την συμβολική αλυσίδα που τα συνδέει και τα προσανατολίζει […] τα καθοριστικά για το υποκείμενο ψυχαναλυτικά επιτελέσματα διέπονται ακριβώς από τον προσίδιο νόμο αυτής της αλυσίδας: επιτελέσματα όπως η διάκλειση, η απώθηση και η άρνηση – διευκρινίζοντας με την έμφαση που αρμόζει ότι τα εν λόγω επιτελέσματα ακολουθούν τόσο πιστά τη μετάθεση του σημαίνοντος, ώστε τα φαντασιακά φαινόμενα δεν παίζουν ρόλο παρά ως σκιές και αντανακλάσεις»
Είναι, επομένως, εντός του πλαισίου της σύλληψης του συμβολικού που ο Lacan θα εισάγει την έννοια της διάκλεισης (σε αντικατάσταση της φροϋδικής απόρριψης), στηριζόμενος στον Άνθρωπο με τους λύκους αλλά και στο κείμενο του 1925 «Η Αποποίηση» (Die Verneinung)˙ θα την ορίσει σε αναφορά με μια διττή πρωταρχική διαδικασία: αφενός, μιας πρωταρχικής εγγραφής του υποκειμένου (δηλαδή, μιας bejahung, μιας κατάφασης, της συμβολοποίησης, για να γίνω σαφέστερος) και, αφετέρου, μιας πρωταρχικής αποπομπής, η οποία συγκροτεί το Πραγματικό ως το πεδίο εκείνο που βρίσκεται εκτός συμβολοποίησης. Εάν, λοιπόν, η απάρνηση προϋποθέτει μια πρωταρχική κατάφαση, η διάκλειση αγγίζει την ίδια την πρωταρχική κατάφαση, δηλαδή, την ίδια τη δυνατότητα της συμβολοποίησης .
Για τον Lacan, η προβληματική στην ψύχωση εδράζεται, κατά συνέπεια, σε ένα μη συμβάν στο επίπεδο του συμβολικού˙ αυτό το μη συμβάν αναφέρεται σε ένα πολύ ειδικό σημαίνον, στο σημαίνον Όνομα του Πατέρα, που καλείται να υποκαταστήσει το πρωταρχικό σημαίνον της επιθυμίας της μητέρας. Για να το θέσουμε στο επίπεδο της γλωσσικής λειτουργίας, η απουσία της πατρικής μεταφοράς διακλείει την πρόσβαση στον (συμβολικό) ευνουχισμό˙ οι συνέπειες της απουσίας μιας τέτοιας εγγραφής μας είναι γνωστές: Εάν το νευρωτικό υποκείμενο, ερχόμενο αντιμέτωπο με τα θεμελιώδη και αναπόφευκτα ερωτήματα της ύπαρξης, επιστρατεύει το φαντασιωτικό του οπλοστάσιο για να απαντήσει, το ψυχωτικό υποκείμενο, συναντώντας την, κατά την λακανική έκφραση, «καθαρή τρύπα» που του απαντά μέσα στον Άλλο, αποσταθεροποιείται και καταφεύγει στην παραληρητική κατασκευή.
Τα τρέχοντα ταξινομητικά εγχειρίδια της ψυχιατρικής αναφέρονται στην έννοια της φαντασίωσης, σχεδόν αποκλειστικά, στα πλαίσια μιας ορισμένης παθολογίας, ιδίως όταν καταλογογραφούν το πεδίο των σεξουαλικών διαταραχών. Ωστόσο, ακόμα και στο πεδίο των ψυχώσεων, όπου θα ανέμενε κανείς έναν περισσότερο εμπεριστατωμένο ορισμό για το παραλήρημα – στο κάτω κάτω της γραφής, ο όρος προέρχεται από την ψυχιατρική παράδοση – δεν διαφωτιζόμαστε επαρκώς. Αντιγράφω από το έγκυρο εγχειρίδιο των Kaplan & Sadock:
«Παραληρητική ιδέα: ψευδής πεποίθηση, βασιζόμενη σε λανθασμένα συμπεράσματα σχετικά με την εξωτερική πραγματικότητα, η οποία δεν αντιστοιχεί στη νοημοσύνη του ασθενούς και το πολιτισμικό του υπόβαθρο˙ δεν μπορεί να διορθωθεί με τη βοήθεια λογικών επιχειρημάτων»
Αντιπαρέρχομαι το γεγονός της εντυπωσιακής ομοιότητας του σύγχρονου ψυχιατρικού ορισμού του παραληρήματος με τον αντίστοιχο της πολύ πρώιμης περιόδου των φροϋδικών επεξεργασιών για να σταθώ στο μείζον διαφοροδιαγνωστικό κριτήριο του «ελέγχου της πραγματικότητας» που η ψυχιατρική εξακολουθεί να επικαλείται. Κι αυτό διότι εάν η προβληματική του παραληρήματος τοποθετείται στο επίπεδο ενός «λανθασμένου συμπεράσματος» (τι θα έλεγε άραγε ο Merleau – Ponty;), τότε τι θα μπορούσε να διαχωρίσει αληθινά τις νευρωτικές φαντασιώσεις από τα ψυχωτικά παραληρήματα ή, για να δανειστώ το λακανικό ερώτημα, «από ποιο σημείο κι έπειτα είναι κάποιος τρελός;».
Διονύσης Μπράτης
Πρόεδρος της Επιτροπής Κλινικών Εκπαιδεύσεων
Φόρουμ της Αθήνας, IF-EPFCL
Εισηγητής
-
Το Φόρουμ της Αθήνας