Κλινικές παρουσιάσεις
Ο Φρόυντ στην εισήγηση του στο 5ο Διεθνές Ψυχαναλυτικό Συνέδριο στη Βουδαπέστη το 1918, με τίτλο «Δρόμοι της Ψυχαναλυτικής θεραπείας», προφήτευε ότι στο μέλλον θα υπήρχαν ιδρύματα ή ινστιτούτα υγείας στα οποία θα διορίζονται γιατροί- αναλυτές, ενώ η πολιτεία αναγνωρίζοντας τις νευρώσεις ως απειλητικές για την υγεία «… όσο και η φυματίωση…» θα διαμεσολαβούσε την πρόσβαση στην ψυχανάλυση για «μεγαλύτερα ανθρώπινα πλήθη». Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτή η ευχή του απέχει πολύ από την εκπλήρωση της. Ανάμεσα στο πλήθος των εύπεπτων θεωρητικά, χρονικά προδιαγεγραμμένων και επεξηγηματικών ψυχοθεραπειών και την καθήλωση της σύγχρονης ψυχιατρικής σε μια σειρά διαγνωστικών και στατιστικών κριτηρίων, σε διαταραχές και σύνδρομα, η ψυχανάλυση συχνά απορρίπτεται από τους μη- ειδικούς ως ένας χώρος ερμητικά κλειστός ή και σαν ένα θεωρητικό corpus μυστικιστικό και απλησίαστο για ορισμένους κλινικούς.
«Τι είναι κλινική της ψυχανάλυσης;» Ποια ανάγκη υπαγορεύει την επανεξέταση του ερωτήματος την δεδομένη χρονική στιγμή; Κανείς θα έλεγε ότι πρόκειται για πράγματα χιλιοειπωμένα, γνωστά, η μεταβίβαση, το ασυνείδητο, η θέση του αναλυτή κοκ. Θα μπορούσε, όμως, αυτό το ερώτημα της φετινής θεματικής να αποτελέσει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία όχι μόνο να επεξεργαστούμε μια σειρά από θεωρητικά ζητήματα που προκύπτουν με την άρθρωση του, αλλά και να επανεξετάσουμε την δική μας ευθύνη όσον αφορά στην μετάδοση του ψυχαναλυτικού λόγου και κατά πόσο εμείς οι ίδιοι διευκολύνουμε την πρόσβαση σε αυτόν. Από ποια θέση τον υπερασπιζόμαστε σε μια εποχή που δέχεται πόλεμο περισσότερο από ποτέ. Ίσως αναδεικνύοντας σε τι διαφέρει η ψυχανάλυση, τι έχει να προσφέρει και σε ποιόν.
Ο Λακάν θέτει στο επίκεντρο της ψυχαναλυτικής πράξης το υποκείμενο ως υποκείμενο της ομιλίας. Το αίτημα του υποκειμένου είναι το ίδιο είτε αυτό απευθύνεται σε μια ψυχοθεραπεία, στην ψυχιατρική ή στην ψυχανάλυση και εν μέρει ανεξάρτητο από τις εκάστοτε νοσογραφίες και αφορά κάθε φορά στο ανυπόφορο του πραγματικού. Ποια τύχη έχει ένα τέτοιο αίτημα έξω από την κλινική του πραγματικού, όπως αυτή εγκαθιδρύθηκε από τον Λακάν;
Ο αναλυτής γίνεται αποδέκτης αυτού του αιτήματος του υποκειμένου, γίνεται μάρτυρας του λόγου του, τον οποία και καλείται να μεταφέρει στα πλαίσια μίας κλινικής παρουσίασης. Και δεν πρόκειται για ένα αφήγημα, αλλά μεταφέροντας την προσπάθεια άρθρωσης που λαμβάνει χώρα σε μια χρονική στιγμή της ανάλυσης του υποκειμένου, επιχειρεί να αναδείξει την στιγμιαία σχέση γνώσης και αλήθειας.
Επί της ουσίας, μέσα από την επεξεργασία μίας κλινικής περίπτωσης αφήνουμε το ίδιο το υποκείμενο σε ανάλυση να αναδείξει τα σημεία εκείνα που θα μας επιτρέψουν αφενός να επαναπροσδιορίσουμε «Τι είναι η Ψυχανάλυση» αλλά και το πως τοποθετούμαστε απέναντι στον ψυχαναλυτικό λόγο.
Συντονισμός: Κατερίνα Καραγιάννη
Εισηγητές: Μέλη του Φόρουμ της Αθήνας
Εισηγητής
-
Μέλη του Φόρουμ της Αθήνας