Διαφορική κλινική των φύλων
Οι κλινικές παρουσιάσεις, απότοκo της ψυχαναλυτικής κλινικής και των εφαρμογών της, αποτελούν δια μέσου της πράξης του αναλυτή το επιστέγασμα της αναλυτικής πρακτικής και του αναλυτικού λόγου Ο αναλυτής υπόκειται στη διαδικασία της αναλυτικής πράξης και της μεθοδολογίας της, η οποία υπαγορεύεται αφενός μεν από την ανάλυση του υποκειμένου και αφετέρου από τις αρχές της αναλυτικής θεωρίας.
Υπό αυτή την έννοια η διττή του θέση, όπως λέει ο Λακάν στην «Πρόταση της 9ης Οκτώβρη 1967», συνδέει άμεσα την ιδιαιτερότητα της ανάλυσης του υποκειμένου με ό, τι συνάδει με τη μετάδοση της ανάλυσης και την αναλυτική κατάρτιση. Ως εκ τούτου προκύπτει η σχέση ανάμεσα σε εσωτερική και εξωτερική μετάδοση του αναλυτικού λόγου στην οποία ενέχεται η πράξη του αναλυτή.
Ο αναλυτής ενσαρκώνει τη λειτουργία της αναλυτικής πράξης καταλαμβάνοντας μια ιδιαίτερη θέση στη μεταβίβαση και τον αναλυτικό λόγο. Η εμπλοκή της επιθυμίας του αφορά στη λογική άρθρωση του ασυνειδήτου και όχι σε μια εμπειρική ή φαινομενολογική προσέγγιση, όπου ο ίδιος καθίσταται παρατηρητής του «ασθενούς» ή φορέας της αντι-μεταβιβαστικής σχέσης. Η παρουσίαση ενός κλινικού περιστατικού συμπίπτει με την προσπάθεια μετάδοσης της λογικής άρθρωσης η οποία λαμβάνει χώρα σε μια συγκεκριμένη χρονική συγκυρία της ανάλυσης ενός υποκειμένου. Είναι περισσότερο συνδεδεμένη με την σύλληψη της στιγμιαίας σχέσης γνώσης και αλήθειας του υποκειμένου, παρά με ένα αφήγημα το οποίο θα ενίσχυε τη σχέση θεωρίας και κλινικής εφαρμογής ως «προκατασκευασμένη» επιβεβαίωση ενός κανόνα.
Εισηγητής
-
Στέλιος Μωριάτης