Από την τρέλα στις ψυχώσεις, και τανάπαλιν

Πρώτα απ’ όλα, και για να ξεκινήσω, θέλω να σας ευχαριστήσω για την πρόσκλησή σας να συμμετάσχω στο φετινό σας σεμινάριο που έχει ως θέμα τις ψυχώσεις. Με την ευκαιρία αυτής της πρόσκλησης, μου ζητήθηκε να διαπραγματευτώ πιο συγκεκριμένα το θέμα της τρέλας και των ψυχώσεων.

Τρέλα, στον ενικό, λοιπόν, και ψυχώσεις, στον πληθυντικό!

Αυτή η ασυμμετρία, ήδη, προκαλεί ερωτήματα και, κατά κάποιον τρόπο, υποδεικνύει τους δρόμους[που θα πρέπει να ακολουθήσουμε] όσον αφορά την τοποθέτηση του προβλήματος.

Πράγματι, αυτή η ασυμμετρία φαίνεται να ακολουθεί ένα είδος παράδοσης που συναντάμε, για παράδειγμα, στους τίτλους διάσημων έργων, όπως το Εγκώμιο της τρέλας του Έρασμου ή Η ιστορία της τρέλας στην κλασική εποχή, του Φουκώ, όσον αφορά τον πρώτο όρο.

Καθίσταται λιγότερο προφανής, όσον αφορά τον δεύτερο όρο, καθώς αν περιοριστούμε μόνο στον Φρόιντ και τον Λακάν, συναντάμε, άλλοτε τον ενικό — στον Φρόιντ ιδίως στα κείμενα: «Νεύρωση και ψύχωση» ή στην « Απώλεια της πραγματικότητας στη νεύρωση και στην ψύχωση» —, άλλοτε και τους δύο όρους, ειδικά στον Λακάν όπως στο[κείμενο]: «Οι φροϋδικές δομές των ψυχώσεων», που έγινε Οι ψυχώσεις όταν εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Seuil το 1981, ενώ το κείμενό που υπήρξε η αναφορά του σχετικά με το εν λόγω θέμα το συναντάμε υπό τον τίτλο: « Για ένα προκαταρκτικό ερώτημα για κάθε πιθανή αγωγή της ψύχωσης» (1958. Στα Écrits, Παρίσι, Seuil, 1966, σελ. 531-583).

Αν και αυτή η παρατήρηση δεν είναι καθοριστικής σημασίας, εντούτοις καταδεικνύει το ενδιαφέρον, ώστε να ενεργοποιήσουμε και τους δύο όρους, και να προσπαθήσουμε να αντλήσουμε διδάγματα από την μεταξύ τους διάσταση.

Κατ’ επέκταση, θα παρατηρήσετε ότι η αφετηρία μου είναι η αμφισβήτηση αυτού που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αυτονόητο και ως αρχή προσανατολισμού. Δηλαδή, η εξίσωση  ανάμεσα σε ψυχώσεις και τρέλα, εξίσωση που ο Λακάν εισάγει στην αρχή του Σεμιναρίου του 1955-1956. Τον παραθέτω:

«Τι καλύπτει ο όρος ψύχωση στον ψυχιατρικό χώρο;


Η ψύχωση δεν είναι άνοια. Οι ψυχώσεις είναι, αν προτιμάτε — δεν υπάρχει λόγος να αρνηθούμε την πολυτέλεια να μεταχειριστούμε αυτή τη λέξη — εκείνο που αντιστοιχεί σε ό, τι ανέκαθεν λέγαμε, και συνεχίζουμε νομίμως να λέμε νομίμως, τρέλα». (Σεμινάριο, Βιβλίο ΙΙΙ, σελ. 18, ελληνική έκδοση)

Αν και η αρχική θέση του Λακάν εμπεριέχει αυτή την εξίσωση, ψυχώσεις ισοδύναμες με τις τρέλες, αποτελεί επίσης και μια πρώτη ένδειξη στην οποία μπορούμε να στηριχθούμε.

Αυτή η ένδειξη αφορά στο γεγονός ότι ο όρος, η λέξη τρέλα, προηγείται — και θα έλεγα [μάλιστα]κατά πολύ — εκείνης της ψύχωσης. Ένα από τα πράγματα που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι, μεταξύ άλλων, να μάθουμε για ποιο λόγο αλλά και με ποιο τρόπο περάσαμε από την τρέλα ή τις τρέλες στην ψύχωση και στις ψυχώσεις;

Μήπως ο πρώτος όρος, αντικαθιστά πλήρως,  ή και εξ ολοκλήρου τον άλλο; Ή, αντίθετα, , μήπως, οι δύο αυτοί όροι επιβάλουν την συνύπαρξη και την από κοινού άρθρωσή τους στην ιστορία της ψυχοπαθολογίας και της ψυχανάλυσης;

Υπάρχει μήπως κάποιο ενδιαφέρον — και αν ναι, ποιο[είναι αυτό]; κλινικό, επιστημολογικό ή πολιτικό; — στο να διατηρήσουμε και τους δύο όρους, είτε ως συνώνυμα, είτε ως διαφορετικές έννοιες;

Τέλος, θα προσθέσω ότι όταν ο Λακάν έθεσε εκ νέου το πρόβλημα της ψύχωσης προς το τέλος της διδασκαλίας του — άρα, υπό το φως των εννοιών του parlêtre, του ομιλόντος, της lalangue και της βορρόμειας προοπτικής —, το ερώτημά του δεν ήταν, αν ο Τζόυς ήταν ψυχωτικός [είχε δηλ.] ψύχωση; Αλλά αν ο Τζόυς ήταν τρελός;

Εξ ου και ο τίτλος της απόψινής μου παρέμβασης στο σεμινάριό σας αυτής της χρονιάς:
«Από την τρέλα στις ψυχώσεις, και τανάπαλι».

1.

Πριν να μιλήσουμε για την ψύχωση (ή τις ψυχώσεις) – που αποτελεί το θέμα και το αντικείμενο της δουλειάς σας –, δεν μπορώ να αποφύγω την διερεύνηση, έστω και συνοπτική, του άλλου όρου με τον οποίο την έχετε αρθρώσει στην πρόταση που μου έγινε: την τρέλα.

Η αφετηρία μου είναι απλή, έως και τετριμμένη: η τρέλα και η ψύχωση(-εις), ακόμη κι αν ανήκουν στο ίδιο πεδίο, υπάγονται – θα έλεγα – σε εντελώς διαφορετικές προβληματικές.
Η τρέλα ανήκει στην ανθρωπολογία – με την καντιανή σημασία του όρου, ως θεωρία του ανθρώπου, ως  έλλογο όν –, ενώ η ψύχωση είναι το προϊόν της συνάντησης της ιατρικής με τον επιστημονικό λόγο.

Μια μικρή παρατήρηση θα μπορούσε εδώ να μας χρησιμεύσει ως οδηγός: δεν υπάρχει, απ’ όσο γνωρίζω, καμία ανθρώπινη γλώσσα που να μην διαθέτει έστω και μια λέξη για να δηλώσει την «τρέλα». Πράγμα που απέχει πολύ από το να ισχύει το ίδιο και για την ψύχωση, όρος που εμφανίστηκε σχετικά πρόσφατα, ακόμα και όταν πρόκειται για τις ευρωπαϊκές γλώσσες, καθώς απαντάται για πρώτη φορά το 1845, όταν ο βιεννέζος ψυχίατρος Ernst von Feuchtersleben τον εισάγει για να αντικαταστήσει τον όρο τρέλα και να ορίσει, από ψυχιατρική άποψη, τις ασθένειες της ψυχής, τις «ψυχικές ασθένειες» ή, για να χρησιμοποιήσουμε μια πιο επιστημονική προσέγγιση, τις «ψυχικές παθήσεις».

Αν ο όρος ψύχωση δεν αποκτά την πραγματική του δυναμική παρά μόνο μέσα από την αντιπαράθεσή του με τη νεύρωση, τη θεματοποίησή του και την επεξεργασία του από τον Φρόυντ και την ψυχανάλυση, η τρέλα ακολουθεί εντελώς διαφορετική πορεία, καθώς η ιστορία της είναι όχι μόνο παλαιότερη αλλά και πιο περίπλοκη.

Ξέρετε καλύτερα από εμένα ότι, στα ελληνικά, για παράδειγμα, απαιτούνται τουλάχιστον τέσσερις λέξεις για να την ορίσουμε: μανία, φρενίτις, αφροσύνη και παράνοια. Και στα λατινικά, μία παραπάνω: furor, phrenesis, dementia, insania, insipientia!

Για να συνοψίσει κανείς την ιστορία του σημαίνοντος τρέλα, θα πρέπει σχεδόν να επιστρατεύσει όλες τις γλώσσες, τις φιλοσοφίες και τους πολιτισμούς, καθώς δεν υπάρχει ούτε ένας πολιτισμός που να μην διαθέτει τις δικές του λέξεις, αντιλήψεις, αναπαραστάσεις, ακόμα και αιτιολογήσεις για την τρέλα. Θυμάμαι ότι δίδαξα για αρκετά χρόνια αυτό που αποκαλείται εθνοψυχιατρική, παρουσιάζοντας και ασκώντας κριτική σε έργα όπως το Essais d’ethnopsychiatrie générale(Δοκίμια γενικής εθνοψυχιατρικής) του George Devereux, το Les structures anthropologiques de la folie en Afrique noire (Οι ανθρωπολογικές δομές της τρέλας στην μαύρη Αφρική)του Ibrahima Alpha Sow ή το La folie des autres (Η τρέλα των άλλων) του Tobie Nathan.

Αντίστοιχα κείμενα υπάρχουν και για την Κίνα, την Ινδία, την Ιαπωνία αλλά και για τους αραβο-μουσουλμανικούς πολιτισμούς. Πρόκειται για εργασίες σχεδόν ανεξάντλητες…

Έτσι θα περιοριστώ στο μεταξύ μας πολιτισμικό πεδίο, και θα επιστρατεύσω, απλώς για να σας δείξω τις προεκτάσεις της, την εισαγωγή στο λήμμα «Τρέλα», από το Ευρωπαϊκό Λεξικό των Φιλοσοφιών, που επιμελήθηκε η Barbara Cassin:

«Το λεξιλόγιο της τρέλας, γράφουν οι συγγραφείς, υπακούει, στις περισσότερες γλώσσες, σε δύο πολύ διακριτά μοντέλα. Από τη μία, ένα θετικό μοντέλο, που θεωρεί την τρέλα ως μια οντότητα πλήρη και αυθύπαρκτη, ικανή για τις πιο υψηλές αξιώσεις: όπως η μανία των Ελλήνων και, σε ένα άλλο επίπεδο, η furor των Λατίνων, που δηλώνουν μια κατάσταση εξαίρεσης· θα τις συναντήσουμε εκ νέου, στη σύγχρονη λογοτεχνία ως εγγενείς της έμπνευσης, του ενθουσιασμού ή της ιδιοφυΐας, ή [θα τις ξανασυναντήσουμε] ακόμα περισσότερο στη Schwärmerei,[που δηλώνει] εκείνη την υπερβολή με την οποία ο Καντ περιγράφει εξίσου καλά το παραλήρημα του Swedenborg όσο και τον δογματικό ιδεαλισμό. Από την άλλη, ένα αρνητικό ή στερητικό μοντέλο: [δηλ.] η τρέλα, ο τρελός που είναι εκτός ή παραδίπλα από την λογική, δηλ. από τη σοφία (aphrôn /aphrosynê, insipiens, insania, dementia — απ’ όπου και οι όροι μας: παραφροσύνη, άνοια, παράνοια κ.ά.)· η παραφροσύνη η οποία υπάρχει ο κίνδυνος να μην διαχωρίζεται από την ανορθολογικότητα (η τρέλα είναι ηλιθιότητα, μωρία), ή από την ανηθικότητα (ο ἄφρων […] είναι το αντίθετο του φρόνιμου, του ηθικά συνετού).

Ο Κικέρων, προσπαθώντας προσωπικά να διαχειριστεί τη μετάβαση από το ελληνικό στο λατινικό λεξιλόγιο, διανοίγει αυτό, το δεύτερο στην αναλογία μεταξύ υγείας του σώματος και υγείας της ψυχής. Το μεσαιωνικό λεξιλόγιο για την τρέλα αποκτά σχεδόν τεχνική αξία, ακόμα και σε σχέση με την θεολογική αντιπαράθεση, αναφορικά με λέξεις όπως insipiens και phreneticus.
Οι πολλαπλοί όροι της αρχαιότητας, οι οποίοι αρχικά βασίστηκαν στον όρο μανία των Ελλήνων, διατηρήθηκαν στις σύγχρονες γλώσσες μέχρι και την έλευση της ψυχιατρικής, στα τέλη του 18ου αιώνα, με κόστος σημασιολογικές μετατοπίσεις ή γλωσσικές ανακατατάξεις, ιδίως μέσω των μεταφράσεων και των ορισμών του Κικέρωνα, των Στωικών ή του **Αυγουστίνου». (σ.449)

Εάν διασχίσουμε δεκαετίες ή ακόμα και αιώνες, ή εάν επιλέξουμε να θέσουμε σε παρένθεση ή σε υποσημείωση – αν μου επιτρέπεται η έκφραση – όλες τις φιλοσοφικές ή λογοτεχνικές αρθρώσεις ή εικασίες γύρω από την τρέλα, από το Εγκώμιο της τρέλας (1511) του Έρασμου του Ρότερνταμ ως το l’Essai sur les maladies de la tête ( Δοκίμιο πάνω στις νόσους του εγκεφάλου) (1764) του Καντ, και έως τη γέννηση της ψυχιατρικής, θα διαπιστώσουμε ότι η τρέλα είναι επίσης – και κυρίως – μια εμπειρία· μια εμπειρία η οποία δεν δύναται να εγκλωβιστεί σε έννοιες, κατηγορίες ή θεωρητικές κατασκευές που, άλλοτε, την εξυψώνουν, και άλλοτε την υποβαθμίζουν ή την δυσφημούν.

Ήδη από το 1954, δηλαδή πολύ πριν το μείζον έργο του του 1961, Τρέλα και ανορθολογικότητα. Ιστορία της τρέλας στην κλασική εποχή/ Folie et déraison. Histoire de la folie à l’âge classique,, ο Michel Foucault παρατηρούσε τα εξής– τον παραθέτω:

«Υπήρξαν, στη Δύση και σε κάθε εποχή, ιατρικές θεραπείες για την τρέλα, ενώ τα νοσοκομεία του Μεσαίωνα διέθεταν στην πλειονότητά τους, όπως το Hôtel-Dieu στο Παρίσι, κρεβάτια για τρελούς (συχνά κλειστά κρεβάτια, κάτι σαν μεγάλα κλουβιά για να συγκρατούν τους μανιακούς).
Αλλά αυτό συνιστούσε μόνον έναν περιορισμένο τομέα, περιορισμένο στις μορφές της τρέλας που θεωρούνταν ιάσιμες («φρενίτιδες», επεισόδια βίας ή «μελαγχολικές» κρίσεις).
Πέρα απ’ αυτό, η τρέλα γνώριζε μεγάλη διάδοση, αλλά χωρίς ιατρική στήριξη.


Αυτή η έκταση, ωστόσο, δεν ακολουθεί σταθερά μέτρα· μεταβάλλεται ανάλογα με τις εποχές, τουλάχιστον ως προς τις ορατές διαστάσεις της· άλλοτε παραμένει υπονοούμενη, σαν να κινείται στην επιφάνεια του νερού ή αντιθέτως, αναδύεται ευρέως και ενσωματώνεται χωρίς δυσκολία σε όλο το πολιτισμικό φάσμα. Το τέλος του 15ου αιώνα είναι αναμφίβολα μία από αυτές τις εποχές όπου η τρέλα επανασυνδέεται με τις θεμελιώδεις δυναμικές της γλώσσας. Οι τελευταίες εκδηλώσεις της γοτθικής εποχής χαρακτηρίστηκαν, διαδοχικά και ακολουθώντας  ανοδική πορεία, από τον φόβο του θανάτου και τον φόβο της τρέλας».
(Ψυχική ασθένεια και ψυχολογία, Παρίσι, PUF, «Quadrige», σσ. 78-79)

Στην πραγματικότητα, η έννοια της τρέλας, που προεικονίζει, ενώ ταυτόχρονα υπερβαίνει την έννοια της ψύχωσης, πρέπει να προσεγγιστεί από διάφορες οπτικές γωνίες:
-στο επίπεδο της γλώσσας (νόημα, σημασία, ασημαντότητα)·
-στο επίπεδο της φιλοσοφίας (λόγος, παράλογο)·
-στο επίπεδο του δικαίου (αστική και ποινική ευθύνη)·
-στο επίπεδο της ιατρικής (υγεία, νόσος)·
-στο ηθικό και δεοντολογικό επίπεδο (καλό, κακό, σφάλμα, ενοχή) κ.ά.

Εδώ, βλέπετε, υπάρχει ύλη για πολλά περισσότερα από ένα ετήσιο σεμινάριο…

2.

Ας έρθω τώρα σε αυτό που, υποθέτω, πώς  σας ενδιαφέρει περισσότερο – και όχι χωρίς λόγο. Δηλαδή στην ψύχωση και στις ψυχαναλυτικές της εννοιολογήσεις. Και δεν θα σας εκπλήξει το γεγονός ότι θα δώσω προτεραιότητα, εδώ, σε αυτές του Φρόιντ και του Λακάν.

Για να είμαι λίγο «διδακτικός» – κάτι που ορισμένοι ψυχαναλυτές δεν εκτιμούν ιδιαίτερα, το γνωρίζω –, επέλεξα να ξεκινήσω από το πιο απλό για να φτάσω στο πιο σύνθετο. Και το πιο απλό, μου φαίνεται,  ότι είναι ο τρόπος με τον οποίο θέτει το ζήτημα ο Λακάν, στο σεμινάριό του, του 1955-1956, για τις «φροϋδικές δομές των ψυχώσεων».

Τι βρίσκουμε όταν αναφερόμαστε σε αυτό το Σεμινάριο;

Ο Λακάν λέει ρητά το εξής:
«Αυτή τη χρονιά ξεκινάει το ερώτημα των ψυχώσεων».

Αν η προσέγγιση των ψυχώσεων ξεκινά με αυτό το σεμινάριο, είναι ακριβώς επειδή οι ψυχώσεις συνιστούσαν ερώτημα, δηλαδή αποτελούσαν τρύπα στο πεδίο της γνώσης.
Και όπως μια ερώτηση δεν είναι μόνο κάτι που απαιτεί απάντηση, αλλά και ένα αίτημα που απευθύνεται σε κάποιον με σκοπό να μάθει από αυτόν, το να προσεγγίσει κανείς το ζήτημα των ψυχώσεων δεν σημαίνει τόσο να παράξει γνώση σε σχέση με αυτές, όσο το να τοποθετηθεί κατά τρόπο, ώστε να μάθει από αυτές.

Έτσι, είναι «χρήσιμο», λέει ο Lacan, «να ασχοληθούμε με την παράνοια. Όσο άχαρο και άγονο κι αν είναι αυτό για εμάς, αφορά ταυτόχρονα τόσο την κάθαρση, την επεξεργασία και την ενεργοποίηση των φροϋδικών εννοιών, όσο και, την κατάρτισή μας στην ανάλυση». (Οι Ψυχώσεις, σ. 30, ελλην. Εκδ.)

Στο πλαίσιο αυτής της θεμελίωσης του ζητήματος για την προσέγγιση των ψυχώσεων, ο Lacan προσθέτει τρεις διευκρινίσεις που μου φαίνονται πολύτιμες:

 

1)
Το ζήτημα των ψυχώσεων δεν αφορά την θεραπεία τους. Θα παρατηρήσουμε εδώ την προσεκτική διατύπωση του Lacan, ο οποίος δεν μιλάει για την ανάλυση ή την ψυχαναλυτική θεραπεία των ψυχώσεων, αλλά μόνο για τη θεραπεία τους.
Στην ουσία, θα διατηρήσει το ίδιο και στον τίτλο του άρθρου του το 1958: «Για ένα προκαταρκτικό ερώτημα σε κάθε πιθανή αγωγή της ψύχωσης».

 

2)
Το σημείο εκκίνησης αποτελεί η φροϋδική θεωρία, η οποία συνοψίζεται, όσον αφορά το κύριο μέρος της, στο έργο του Φρόιντ για τον Schreber:
«Ψυχαναλυτικές παρατηρήσεις πάνω στην αυτοβιογραφία μιας περίπτωσης παράνοιας: Dementia paranoides (Ο Πρόεδρος Schreber)».

 

3)
Ο στόχος είναι να καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε όλα τα προβλήματα που μας θέτουν οι ψυχώσεις σήμερα (δηλαδή το 1955-1956), προβλήματα κλινικά και νοσογραφικά, αλλά και θεραπευτικά.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Λακάν λοιπόν εκλαμβάνει ως σημείο εκκίνησης τη θέση του Φρόιντ, για τον οποίο το πεδίο των ψυχώσεων χωρίζεται σε δύο μέρη: από τη μια η παράνοια, και
από την άλλη η παραφρένια, δηλαδή εκείνο που αντιστοιχεί στο πεδίο των σχιζοφρενειών.

Το ερώτημα που τίθεται άμεσα είναι το εξής: Για ποιο λόγο αυτό το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παράνοια;

 

Μπορούν να επισημανθούν, τουλάχιστον, τρεις λόγοι για αυτό:

1)
Στην τότε θεωρητική συγκυρία, όλες οι προσεγγίσεις των ψυχώσεων γίνονταν μονόπλευρα μέσω των σχιζοφρενειών.

2)
Ξεκινώντας από τη φροϋδική θεωρία, ο Λακάν δεν μπορούσε παρά να θέσει ως σημείο εκκίνησης την παράνοια, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής του Φρόιντ είχε επικεντρωθεί σε αυτόν τον κλινικό ψυχωτικό τύπο.

3)
Είναι μέσω της παράνοιας, και πιο συγκεκριμένα μέσω της λειτουργίας του υπερεγώ – άρα και της απόλαυσης (jouissance) – στην παράνοια, που ο Λακάν εισήλθε στην ψυχανάλυση.
(βλ. Για την παρανοϊκή ψύχωση στις σχέσεις της με την προσωπικότητα (1932))

Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να προσεγγίσει την ψύχωση, και πολύ περισσότερο να προωθήσει μια νέα και πρωτότυπη προσέγγιση των ζητημάτων που θέτει, χωρίς να εξετάσει λεπτομερώς όλα όσα έχουν ειπωθεί γι’ αυτήν από την ψυχιατρική και τους ψυχιάτρους, των οποίων υπήρξε, επί μακρόν, σχεδόν αποκλειστική υπόθεση.

 

3.

Λοιπόν, τι μπορούμε να πούμε για την ψυχιατρική έννοια της ψύχωσης;

 

Όπως ανέφερα στην εισαγωγή μου προηγουμένως, είναι μέσω του διαχωρισμού και μάλιστα μέσω της αντίθεσης μεταξύ ψύχωσης και άνοιας που ξεκινά ο Λακάν. Αν η άνοια μπορεί να οριστεί ως «μια προοδευτική και μη αναστρέψιμη εξασθένηση της ψυχικής ζωής, που αλλοιώνει τις διανοητικές λειτουργίες και αποσυνθέτει τις κοινωνικές συμπεριφορές», οι ψυχώσεις δεν δύνανται να αναχθούν, ούτε να εξομοιωθούν με αυτήν. Οι ψυχώσεις, λέει ο Λακάν, είναι τρέλες. Κι αυτό που χαρακτηρίζει τις τρέλες είναι ότι δεν μπορούμε να τις εξηγήσουμε με όρους ποσότητας και μέτρησης, με όρους ελλείμματος, εξασθένησης ή εκφυλισμού.

 

Η παράνοια και οι σχιζοφρένειες αποτελούν, σύμφωνα πρώτα με τον Φρόιντ και εν συνεχεία με τον Λακάν, τα δύο συστατικά μέρη του πεδίου των ψυχώσεων. Ωστόσο, παρατηρεί κανείς εξαρχής μια ανισότητα ως προς την αντιμετώπιση των δύο αυτών κλινικών τύπων. Η σχιζοφρένεια απλώς αναφέρεται ή υπονοείται. Ενώ εκείνο που βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Λακάν – όπως και παλαιότερα του Φρόιντ – είναι η παράνοια.

Για την ίδια την έννοια της παράνοιας, ο Λακάν θα σκιαγραφήσει ένα ιστορικό. Δεν θα επιμείνω σε αυτό. Χωρίς αμφιβολία, θα έχετε την ευκαιρία να επανέρθετε αργότερα.

Αυτό που πρέπει, ωστόσο, να συγκρατήσουμε από αυτό το ιστορικό είναι η παραμόρφωση που σημάδεψε την έννοια της παράνοιας ήδη από την είσοδό της[στην κλινική].

Ενώ στη Γερμανία, όπου και εμφανίστηκε η έννοια, «ό,τι αποκαλούμε ψύχωση ή τρέλα θεωρούνταν παράνοια», η έννοια αυτή εισήχθη στη Γαλλία μέσω μιας χαρακτηρολογικής αντίληψης. Και ο Λακάν,  ήρθε για να θυμίσει, αυτό που εννοούσε κανείς με τον όρο «παρανοϊκός» πριν από τη ανατρεπτική επίδραση της διατριβής του:

«Ένας παρανοϊκός ήταν ένας κακόβουλος, ένας άτεγκτος, ένα άτομο με κακή διάθεση, αλαζονεία, δυσπιστία, ευθιξία με υπερεκτίμηση του εαυτού του. Αυτοί οι χαρακτηρισμοί στοιχειοθετούσαν τη βάση της παράνοιας – όταν ο παρανοϊκός ήταν υπερβολικά παρανοϊκός, κατέληγε στο παραλήρημα. Επρόκειτο περισσότερο για μια κλινική προσέγγιση[…] παρά για εννοιολογική σύλληψη.» (Les psychoses, σ. 19)

Η ιδέα που συνάγεται από αυτή την ψυχιατρική άποψη δίνει προβάδισμα σε μια χαρακτηρολογική προσέγγιση της ανωμαλίας της προσωπικότητας.
Βασισμένη στις έννοιες του χαρακτήρα και της προσωπικότητας, η προοπτική αυτή είναι ουσιαστικά ψυχολογική. «Η γένεση στην οποία αναφέρεται η διαταραχή, είναι ψυχολογική γένεση», λέει ο Λακάν.

Ωστόσο, η συνεισφορά της ψυχιατρικής στη γνώση για την ψύχωση δεν μπορεί να περιοριστεί στις φαντασιώσεις της χαρακτηρολογικής σχολής.
Είναι δύσκολο, πράγματι, να αποκτήσει κανείς μια σωστή εικόνα για την παρανοϊα, αγνοώντας τις συμβολές του Kraepelin ή του Kretschmer.

Εξάλλου, ο Λακάν δεν διστάζει να αποδώσει φόρο τιμής στον «μόνο δάσκαλό του στην ψυχιατρική», τον Gaëtan Gatian de Clérambault, τον οποίο μας προσκαλεί να διαβάσουμε, εφόσον: «Στο πεδίο των ψυχώσεων», λέει, «ο Clérambault είναι απολύτως απαραίτητος».

 

Πράγματι, η έννοια του «νοητικού αυτοματισμού» (automatisme mental), την οποία πρότεινε ο Clérambault και της οποίας η λειτουργία είναι να δείξει τον «ανιδεικό» χαρακτήρα των φαινομένων που εκδηλώνονται στην ψύχωση, θα αποτελέσει ένα από τα αποφασιστικά στοιχεία στη διαμόρφωση από τον Λακάν, μιας δομικής προοπτικής για την ψύχωση.
Δηλαδή, για να το πούμε απλά: μιας οπτικής βασισμένης στη σχέση του υποκειμένου με το σημαίνον.

Προβληματική, λοιπόν, της ψύχωσης ως φαινόμενο, ως γλωσσικό συμβάν.
Η ψύχωση είναι ακριβώς αυτό – αλλά, όπως θα επιμείνει ο Λακάν, δεν εξαντλείται σε αυτό.

 

4.

Τώρα, λοιπόν, θα αναφερθώ στην ψύχωση, όπως την έχει αντιληφθεί και την έχει επεξεργαστεί η ψυχανάλυση.

Στα πλαίσια αυτής της προοπτικής, μπορούμε να πούμε εξαρχής ότι στο πεδίο της ψυχανάλυσης, η ψύχωση δεν μπόρεσε να εγγραφεί παρά μόνο μέσα από μια μακρά διαδικασία αυτονομίας, αντίθεσης και χειραφέτησης σε σχέση με την κατηγορία της νεύρωσης ή ακόμη και της ψυχονεύρωσης. Έτσι ώστε θα μπορούσα να πω ότι αυτό από το οποίο πρέπει να ξεκινήσουμε, για να αναδείξουμε πραγματικά την ιδιαιτερότητα της ψύχωσης, υπό την ψυχαναλυτική σημασία του όρου, είναι η θέση της ετερογένειας της νεύρωσης και της ψύχωσης. Αυτή η θέση θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: ανάμεσα στη νεύρωση και στην ψύχωση δεν υπάρχει ομοιογένεια, κανονικότητα, συνέχεια ή ενότητα, αλλά ετερογένεια, ρήξη, ασυνέχεια, σχάση.

Αυτή η δομική θέση – αλλά όχι στρουκτουραλιστική υπό την έννοια ότι, κατ’ αρχάς, κανένας νόμος μετασχηματισμού δεν επιτρέπει το πέρασμα από τη μια δομή στην άλλη – είναι εκείνη που ο Λακάν οδηγήθηκε να διαμορφώσει κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’50, ανάμεσα στο Σεμινάριο που έδωσε στην Σαιντ-Ανν  πάνω στις «φροϋδικές δομές των ψυχώσεων » και το κείμενο του για «Για ένα προκαταρκτικό ερώτημα για μια πιθανή αγωγή της ψύχωσης» το οποίο τοποθετείται στη διασταύρωση του Σεμιναρίου III, που ήδη αναφέρθηκε, και του Σεμιναρίου IV, Η σχέση αντικειμένου.

Αυτή η θέση για την ασυμμετρία, τη διαφορά, την ετερογένεια της νεύρωσης και της ψύχωσης πληρούσε δύο τουλάχιστον ουσιώδεις λειτουργίες:
1/ να αντιδράσει αλλά και να καταπολεμήσει την ψυχιατρική έννοια του border-line (οριακές καταστάσεις), που υιοθετήθηκε από πολλούς αναλυτές, και που σταδιακά δεν οδηγούσε σε τίποτα λιγότερο από την εξαφάνιση των διαφορετικών κλινικών τύπων, όπως και στην αδυνατότητα μιας δομιστικής διάγνωσης.
2/ να μην σταματήσει να επανεξετάζει  αλλά και να δώσει μια συνέχεια στην αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο αυτές δομές που «εισήχθησαν» από τον Φρόιντ στα δύο σημαντικά κείμενα που αφιέρωσε σε αυτό το ζήτημα το 1924: «Νεύρωση και ψύχωση» και «Η απώλεια της πραγματικότητας στη νεύρωση και στην ψύχωση».

Θα ήταν πάρα πολύ μακροσκελές να παρουσιάσω, εδώ, σε έναν τόσο περιορισμένο χρόνο, τη γενεαλογία του Φρόιντ πάνω σε αυτό το ζήτημα και τις απαντήσεις που πρότεινε σταδιακά. Για σήμερα, αρκεί να θυμηθούμε τα τρία στάδια που μπορούμε να απομονώσουμε όσον αφορά τη θέση και την φροϋδική διατύπωση του εν λόγω προβλήματος.

1/ το πρώτο στάδιο χαρακτηρίζεται από τη σχετικά καλά διασφαλισμένη διάκριση που ανακαλύπτει ο Φρόιντ στην ψυχιατρική κουλτούρα της εποχής του, αυτήν που ο Κραίπελιν θα συστηματοποιήσει την ίδια την στιγμή που θα σταθεροποιήσει την ορολογία της, έχοντας ως αφετηρία την τέταρτη έκδοση της Πραγματείας της Ψυχιατρικής.

2/ από το 1894 και μέχρι το 1915, η έγνοια να αναδειχθεί ο ψυχογενής μηχανισμός που τίθεται σε λειτουργία σε μια σειρά από παθήσεις αντικαθιστά ή σε κάθε περίπτωση υπερτερεί σε σχέση με αυτήν της διάκρισης νεύρωσης και ψύχωσης. Η συνέπεια ήταν η υπεροχή της κατηγορίας της αμυντικής ψυχονεύρωσης, η οποία περιλάμβανε την υστερία, το ιδεοψυχαναγκασμό και την ψευδαισθητική ψύχωση ή παράνοια. Στην προοπτική που ανοίγονταν τότε, ο άξονας της ταξινόμησης που πρότεινε ο Φρόιντ διέρχονταν μέσα από τις επίκαιρες νευρώσεις – που οφείλονται σε μια παρούσα σεξουαλική αιτία – και τις ψυχονευρώσεις, για τις οποίες είναι καθοριστική η ψυχική σύγκρουση επιθυμίας/άμυνας. Αυτή η ομάδα των ψυχονευρώσεων που ο Φρόιντ οργανώνει γύρω από τον ψυχογενή μηχανισμό που αποκαλεί άμυνα περιλαμβάνει έτσι νευρώσεις όπως η υστερία και ο ιδεοψυχαναγκασμός και παθήσεις που τοποθετούνται μάλλον από την πλευρά της ψύχωσης, όπως η παράνοια·

3/ γύρω στο 1915, ταυτόχρονα με την – προσωρινή – εξαφάνιση από το έργο του Φρόιντ της έννοιας της άμυνας, και συνακόλουθα με την εισαγωγή της έννοιας του ναρκισσισμού (1914), αναδύεται μια νέα αντίθεση, οι όροι της οποίας είναι: νευρώσεις μεταβίβασης και ναρκισσιστικές νευρώσεις. Στην κατηγορία των ναρκισσιστικών νευρώσεων ο Φρόιντ κατατάσσει τις παθήσεις που παραδοσιακά ήταν γνωστές με τον όρο ψυχώσεις: παράνοια, πρώιμη άνοια (σχιζοφρένεια ή παραφρένια), μελαγχολία και μανία.

Η αρχή αυτής της νέας αντίθεσης δεν συνιστά τίποτα άλλο παρά την έκφραση της δυαδικότητας ανάμεσα σε λίμπιντο του εγώ και λίμπιντο του αντικειμένου, δηλαδή τους δύο τρόπους επένδυσης της λίμπιντο (ψυχικής ενέργειας της επιθυμίας) στο μέτρο που αυτή μπορεί να έχει ως αντικείμενο είτε το ίδιο το πρόσωπο (λίμπιντο του Εγώ ή ναρκισσιστική), είτε ένα εξωτερικό αντικείμενο (λίμπιντο αντικειμένου). Στο πλαίσιο αυτής της αντίθεσης, ο Φρόιντ ονομάζει νευρώσεις μεταβίβασης τις παθήσεις στις οποίες το υποκείμενο διατηρεί την ικανότητα να επενδύει λιβιδινικά αντικείμενα που του είναι εξωτερικά – εν ολίγοις την ικανότητα να αγαπά ένα αντικείμενο άλλο από τον εαυτό του, κάτι που είναι, μεταξύ άλλων, αναγκαίο σύμφωνα με τον Φρόιντ για να έχει πρόσβαση στην ψυχανάλυση καθόσον αυτή είναι μια «κλινική υπό μεταβίβαση»· ενώ αποκαλεί ναρκισσιστικές νευρώσεις τις παθήσεις στις οποίες όλη η λίμπιντο είναι καθηλωμένη σ’ αυτό το ίδιο το πρόσωπο, όπου το Εγώ είναι το μόνο αντικείμενο αγάπης. Ως γνωστό είναι αυτή η υποτιθέμενη ανικανότητα να επενδύει[το υποκείμενο] ένα εξωτερικό αντικείμενο, όπως τον αναλυτή, που οδήγησε τον Φρόιντ να αποκλείσει τους ψυχωτικούς από εκείνους που θα μπορούσαν να ωφεληθούν από μια αναλυτική θεραπεία.

Χωρίς να υπεισέλθουμε στις λεπτομέρειες αυτών των πολύπλοκων ζητημάτων, μπορούμε να επιχειρήσουμε τουλάχιστον τρεις παρατηρήσεις:

1/ ακόμη κι αν, διατηρεί τον όρο νεύρωση για να διακρίνει τις δύο αυτές ομάδες παθήσεων – νευρώσεις μεταβίβασης και ναρκισσιστικές νευρώσεις – ο Φρόιντ το επιχειρεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μην καταλήγει στην συγκρότηση ενός no man’s land. Μόλις οριστεί η αρχή της διάκρισης – εδώ η ικανότητα να αγαπάς κάποιον άλλον, πέρα από τον εαυτό σου – οι διάφορες «παθολογίες» τοποθετούνται από την μία ή την άλλη πλευρά·
2/ η δεύτερη παρατήρηση αφορά την κατηγορία του ναρκισσισμού. Για να κατανοήσουμε την αντίθεση που εισάγει εδώ ο Φρόιντ, δεν πρέπει να συλλάβουμε τον όρο ναρκισσισμός υπό την στενή έννοια της «αγάπης στραμμένης στην εικόνα του εαυτού». Η σημασία της έννοιας του ναρκισσισμού στην έκφραση «ναρκισσιστικές νευρώσεις» διευρύνεται από τον Φρόιντ σε σημείο ώστε να περιλαμβάνει και τον αυτοερωτισμό. Χωρίς μια τέτοια διεύρυνση της έννοιας του ναρκισσισμού, η έννοια της ναρκισσιστικής νεύρωσης θα μπορούσε ίσως να εξηγήσει την παράνοια αλλά όχι, για παράδειγμα, τη σχιζοφρένεια·
3/ στο τελευταίο στάδιο της επεξεργασίας που αφιέρωσε ο Φρόιντ σε αυτό το πρόβλημα και που μπορούμε να τοποθετήσουμε κυρίως γύρω στα 1924, η αντίθεση νεύρωσης και ψύχωσης νοείται υπό διπλή σκοπιά: τοπική και δυναμική. Η τοπική του ψυχικού οργάνου που τίθεται υπό εξέταση είναι η δεύτερη τοπική , αυτή που ο Φρόιντ οικοδόμησε γύρω στα 1920. Εκεί, όπως είναι γνωστό, ο Φρόιντ διακρίνει τρεις βαθμίδες που δεν αντιστοιχούν εκατέρωθεν με εκείνες της πρώτης τοπικής (Ασυνείδητο, Προσυνειδητό, Συνειδητό).

Ας συνοψίσουμε: αυτές οι τρεις βαθμίδες είναι το Αυτό (η «δεξαμενή ή έδρα των ενορμήσεων» για να ξαναπιάσουμε τις αρχικές μεταφορές του Φρόιντ), το Εγώ (προϊόν των φαντασιακών ταυτίσεων του υποκειμένου και προσαρμοστικός μηχανισμός που διαφοροποιείται από το Αυτό, σε επαφή με την εξωτερική πραγματικότητα) και το Υπερεγώ (αρχή που προκύπτει από την ενδοβολή της γονεϊκής αρχής, εξασφαλίζοντας τις λειτουργίες της ηθικής συνείδησης, της αυτοπαρατήρησης και των σχηματισμών  των ιδανικών).

Σε αυτές τις τρεις βαθμίδες πρέπει να προσθέσουμε την εξωτερική πραγματικότητα, στην οποία μπορούμε να πούμε ότι αποδίδεται, στα πλαίσια αυτού του μοντέλου, μια λειτουργία ανάλογη με εκείνη μιας βαθμίδας  που αφορά τη δομή του υποκειμένου.

Ο Φρόιντ, λοιπόν, συνδέει καθεμία από αυτές τις κλινικές δομές με μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο βαθμίδες του ψυχικού οργάνου ή ανάμεσα σε μία από αυτές και την εξωτερική πραγματικότητα. Από αυτήν την άρθρωση προκύπτει ένα απλό σχήμα ως προς την αρχή του.

Ο Φρόιντ διακρίνει τρεις μορφές σύγκρουσης ανάμεσα στις εν λόγω βαθμίδες· το Εγώ (Das Ich) συμμετέχει σε καθεμία από αυτές τις συγκρούσεις και αντιπροσωπεύει τον αμυντικό πόλο σε αντίθεση με αυτόν της ενόρμησης ή της επιθυμίας. Έτσι, είναι στη βαθμίδα – βαθμίδα του ψυχικού οργάνου ή εξωτερική πραγματικότητα – που θα έρθει σε αντίθεση με το Εγώ ως τον άλλο πόλο της ψυχικής σύγκρουσης, που ο Φρόιντ θα αποδώσει τελικά τον καθορισμό της ψυχοπαθολογικής δομής.

Από αυτήν την επεξεργασία ο Φρόιντ απομονώνει τρεις κλινικές δομές:

  • την νεύρωση (υστερία και ιδεοψυχαναγκασμός) που προκύπτει από τη σύγκρουση ανάμεσα στο Εγώ και το Αυτό·
  • την ψύχωση (σχιζοφρένεια και παράνοια) που πρέπει να αποδοθεί σε μια σύγκρουση ανάμεσα στο Εγώ και την εξωτερική πραγματικότητα·
  • τις ναρκισσιστικές ψυχονευρώσεις (μελαγχολία και ίσως μανιοκαταθλιπτική ψύχωση) που προκύπτουν από τη σύγκρουση ανάμεσα στο Εγώ και το Υπερεγώ υπό την ευρεία σημασία του όρου, δηλαδή στο μέτρο που η σύγκρουση αυτή περιλαμβάνει, σύμφωνα με την έννοια που απέδωσε ο Φρόιντ στο «Το Εγώ και το Αυτό», τις εξιδανικευμένες αρχές του προσώπου, το Ιδανικό του Εγώ εν προκειμένω.

Ο Φρόιντ ωστόσο δεν θεωρεί ότι ξεμπέρδεψε με το πρόβλημα της διάκρισης μεταξύ νεύρωσης και ψύχωσης με αυτήν την στιβαρή και κομψή κατασκευή. Χωρίς να είναι κυριολεκτικά μηχανιστικός, ο Φρόιντ πάντοτε παρέμενε προσκολλημένος στους μηχανισμούς των αιτιολογικών του συλλήψεων. Έτσι, το 1924, κλείνει το κείμενό του «Νεύρωση και ψύχωση» με αυτήν την ερώτηση: «…ποιος μπορεί να είναι ο μηχανισμός, ανάλογος με μια απώθηση, μέσω του οποίου το Εγώ αποσπάται από τον εξωτερικό κόσμο;». Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι για τον Φρόιντ, το 1924, ο θεμελιακός μηχανισμός της ψύχωσης δεν είχε ακόμη απομονωθεί [εντελώς] από τον ίδιο.

Μέχρι το τέλος, λοιπόν, ο Φρόιντ θεωρούσε αμετάκλητα, ότι η διαδικασία που εξηγεί τη νεύρωση είναι η απώθηση. Η διανοητική του πορεία και η λογική της έρευνάς του δεν του επιτρέπουν να φανταστεί ή να υποθέσει, άλλες δομές πέρα από τη νεύρωση οι οποίες θα μπορούσαν να παραχθούν από την απώθηση. Το σημείο στο οποίο έφτασε αφορά, την υπόθεση ότι πρέπει να υπάρχει για την ψύχωση ένας μηχανισμός ανάλογος – πρόκειται για μια αναλογία της λειτουργίας – με εκείνον, όπως είναι η απώθηση για τη νεύρωση.

Το εντυπωσιακό είναι ότι ένας μηχανισμός είχε από πολύ νωρίς αναγνωριστεί από τον Φρόιντ ως γενεσιουργός αιτία των ψυχώσεων. Πρόκειται για τον μηχανισμό της Verwerfung, της απόρριψης. Όταν λέω ότι εμφανίζεται από πολύ νωρίς, θα έπρεπε να πω εξαρχής, διότι αναφέρομαι εδώ σε ένα κείμενο του 1894, «Οι ψυχονευρώσεις άμυνας», όπου ο Φρόιντ παρουσιάζει τον εν λόγω μηχανισμό με αυτούς τους όρους: «Στις δύο περιπτώσεις που εξετάστηκαν μέχρι τώρα, η άμυνα ενάντια στην ασυμβίβαστη αναπαράσταση πραγματοποιούνταν δια του διαχωρισμού της από το συναίσθημά της· η αναπαράσταση, αν και εξασθενημένη και απομονωμένη, παρέμενε στη συνείδηση. Υπάρχει όμως ένα είδος άμυνας πολύ πιο ενεργητικής και αποτελεσματικής. Συνίσταται στο ότι το Εγώ απορρίπτει την αφόρητη αναπαράσταση μαζί με το συναίσθημά της και συμπεριφέρεται σαν να μην είχε φτάσει η[εν λόγω] αναπαράσταση ποτέ στο Εγώ. Αλλά την ίδια τη στιγμή που αυτό επιτυγχάνεται, το άτομο βρίσκεται σε μια[κατάσταση] ψύχωσης που δεν μπορεί να ταξινομηθεί παρά μόνο ως “παραισθησιογόνος σύγχυση».

Μένει ένα άλλο σημείο αναφοράς που προσλαμβάνει στα μάτια του Φρόιντ, μια εντελώς ιδιαίτερη σημασία: η πραγματικότητα.

Στο δεύτερο άρθρο του του 1924 που φέρει τον τίτλο «Η απώλεια της πραγματικότητας στη νεύρωση και στην ψύχωση», ο Φρόιντ παρουσιάζει αυτές τις δύο κλινικές δομές στη σχέση τους με την πραγματικότητα. Και οι δύο την απορρίπτουν, αυτήν την πραγματικότητα· η μία – η νεύρωση – την αποφεύγει, η άλλη – η ψύχωση – την αρνείται και την υποκαθιστά με μια νεο-πραγματικότητα παραληρηματική. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Εκεί όπου ο Φρόιντ καινοτομεί, είναι όταν τονίζει ότι η πραγματικότητα εν προκειμένω δεν είναι η Wirklichkeit – η λειτουργική πραγματικότητα, αυτή της πράξης, της δράσης, της δραστηριότητας και της εργασίας – αλλά η Realität, που πρέπει να κατανοηθεί εδώ όχι υπό την έννοια της ψυχικής πραγματικότητας στη γενική της σημασία – δηλαδή υπό την έννοια ότι αυτή αντιτίθεται, ως μια τάξη της πραγματικότητας, στην εξωτερική πραγματικότητα ή στη λεγόμενη υλική πραγματικότητα – αλλά υπό την έννοια της ψυχικής πραγματικότητας στο βαθμό που αυτή συνιστά μια ορισμένη «πραγματικότητα», την πραγματικότητα του ευνουχισμού πιο συγκεκριμένα.

Είναι αυτή η τελική, θα μπορούσαμε να πούμε, αντίληψη της πραγματικότητας ως πραγματικότητας του ευνουχισμού η οποία οδήγησε τον Φρόιντ, στο συγκεκριμένο κείμενο και στις μεταγενέστερες δημοσιεύσεις του,  ώστε να προσπαθήσει να ερμηνεύσει την ψύχωση όχι πλέον μέσω της Verwerfung (απόρριψης), αλλά μέσω της άρνησης της πραγματικότητας (Verleugnung).

Εφεξής, καθίσταται εμφανές ότι, ξεκινώντας από αυτές τις τελευταίες του επεξεργασίες, όλο το έργο του Φρόιντ πάνω στη νεύρωση και την ψύχωση μπορεί να ταξινομηθεί εκ νέου γύρω από τον ευνουχισμό. «Ιστορία ενός κενού», θα μπορούσε κανείς να πει παραφράζοντας τον Ζωρζ Μπατάιγ· κενό της φαλλικής έλλειψης, του μητρικού ευνουχισμού και τρόποι που διαμορφώνουν τις υποκειμενικές θέσεις απέναντι σε αυτό το κενό.

Συνεπώς, είναι απαραίτητο να ξαναπιάσουμε τα πράγματα έχοντας ως σημείο αναφοράς τη διδασκαλία του Λακάν, ο οποίος επιχείρησε να μετατρέψει το φροϋδικό δάσος σε «γαλλικό κήπο»!

5.
Φτάνοντας σ’ αυτό το σημείο, δύο δυνατότητες ανοίγονται μπροστά μας. Είτε να συνεχίσουμε, μαζί με τον Λακάν, την εξέταση της ετερογένειας της νεύρωσης και της ψύχωσης. Είτε να διευρύνουμε τη σκοπιά μας, και να εξετάσουμε με ποιο τρόπο, η διδασκαλία του Λακάν διαπερνάται από την διάσταση ανάμεσα στη τρέλα και τις ψυχώσεις.

Όλοι γνωρίζουν ή, τουλάχιστον, έχουν ακούσει να γίνεται λόγος για τη διδακτορική διατριβή του Λακάν στην ψυχιατρική – Για την παρανοϊκή ψύχωση στις σχέσεις της με την προσωπικότητα –, για τα Πρώιμα γραπτά του – που δημοσιεύτηκαν πολύ πρόσφατα (2023) – ή για το κείμενό του που εκφωνήθηκε στο Μπονεβαλ, στις 28 Σεπτεμβρίου 1946, «Σχόλια πάνω στην ψυχική αιτιότητα». Όλα αυτά τα κείμενα ανήκουν, τρόπον τινά, σε αυτό που ο ίδιος ο Λακάν ονόμασε «προγενέστερα» (antécédents). Δηλαδή, σε εκείνο το μέρος των κειμένων και των παρεμβάσεών του που προηγείται, κυριολεκτικά, της αφετηρίας της διδασκαλίας του, η οποία τοποθετείται χρονολογικά με την [εμφάνιση] του κειμένου του «Λειτουργία και πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας…».

Ας κάνουμε λοιπόν το άλμα, εφόσον ο χρόνος μάς πιέζει. Το ερώτημα είναι με ποιο τρόπο, ο Λακάν προσεγγίζει την τρέλα και την ψύχωση στα πλαίσια αυτού που δομεί την διδασκαλία του: ας πάρουμε, για λόγους απλούστευσης, το παράδειγμα RSI – το οποίο εισάγεται με τη διάλεξή του τον Ιούλιο του 1953, «Το συμβολικό, το φαντασιακό και το πραγματικό» – και με το αξίωμα ότι «το ασυνείδητο είναι δομημένο σαν μια γλώσσα».

Από αυτή την άποψη, η καλύτερη είσοδος παραμένει το σεμινάριο που αφιέρωσε στις «φροϋδικές δομές των ψυχώσεων», το 1955-1956. Τι επιτυγχάνει στο σημείο αυτό ο Λακάν;

Θα έλεγα πως κατόρθωσε να οργανώσει, ξεκινώντας από μια σχεδόν αποκλειστικά λογική προσέγγιση, τους μηχανισμούς του Φρόυντ στους οποίους η ψυχανάλυση αποδίδει τις δομές της νεύρωσης και της ψύχωσης.

Η αφετηρία του είναι απλή, φαινομενικά, καθώς δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για την παράθεση των τριών V του Φρόυντ: Verdrängung,[απώθηση] Verneinung[απάρνηση] και Verwerfung [διάκλειση].

Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί εξαρχής ότι ο Λακάν όχι μόνο δεν υιοθετεί τις τελευταίες απόψεις του Φρόυντ για την ψύχωση και τη νεύρωση – δηλαδή τα κείμενά του της δεκαετίας του ’24, τα οποία στηρίζονται στη Δεύτερη Τοπική του –, αλλά επιχειρεί να προσεγγίσει τις φροϋδικές έννοιες «εξοπλισμένος» με τη θεωρία της κρίσης (του «κρίνειν») του Φρ. Μπρεντάνο.

Έτσι, αυτές οι τρεις κατηγορίες (Verdrängung,[απώθηση] Verneinung[απάρνηση] και Verwerfung[αποκλεισμός] παραπέμπονται απ’ αυτόν στην Bejahung, στην πρωταρχική, θεμελιώδη κατάφαση, που είναι ένα «λέω ναι». Μία από τις φράσεις-κλειδιά του Σεμιναρίου III, Οι ψυχώσεις, μας προσδιορίζει το εύρος και τη λειτουργία της: «Στο επίπεδο αυτής της αμιγούς αρχέγονης Bejahung, η οποία μπορεί να συμβεί ή μη,, εγκαθίσταται μια πρώτη διχοτομία – εκείνο που θα έχει υπαχθεί στη Bejahung, την αρχέγονη συμβολοποίηση, θα έχει ποικίλα πεπρωμένα[ενώ] εκείνο που περιέπεσε στην αρχέγονη Verwerfung θα έχει άλλο πεπρωμένο.» (Οι ψυχώσεις, σελ. 101)

Οι τρεις κατηγορίες της Verdrängung, της Verwerfung και της Bejahung είναι επαρκείς για να εξηγήσουν την επεξεργασία του Λακάν.

Ας ξεκινήσουμε από αυτή τη διατύπωση του Σεμιναρίου III:
«Υπάρχει άρα στην αρχή, Bejahung, δηλαδή κατάφαση για αυτό που είναι, ή Verwerfung [δηλ. αποκλεισμός].» (ό.π.)

Είναι απολύτως καθοριστικό να κατανοηθεί ότι ο Λακάν παίρνει ριζικά το μέρος του «πρώτου» Φρόυντ – εκείνου που πρόβαλε τη Verwerfung,[αποκλεισμός] υπό την έννοια της απόρριψης, ως αιτιακό μηχανισμό της ψύχωσης – εναντίον του «ύστερου» Φρόυντ, ο οποίος αποδίδει την ψύχωση στη Verleugnung, στην άρνηση της πραγματικότητας.

Μόνο που, αντίθετα με τον Φρόυντ του 1894, αυτό που ο Λακάν αντιπαραθέτει στη Verwerfung[αποκλεισμό] δεν είναι η Verdrängung[απώθηση], αλλά η Bejahung [κατάφαση]. Αυτό σημαίνει ότι, για τον ίδιο, η απώθηση (refoulement) και η απόρριψη ή διάκλειση (forclusion / rejet) δεν τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο.

Μία από τις δυσκολίες αυτής της κατασκευής του Λακάν έγκειται στο ότι επεξεργάζεται εκ νέου, σχεδόν ολοκληρωτικά, την συγκεκριμένη κατηγορία της Verwerfung [αποκλεισμός] η οποία εμφανίζεται στον Φρόυντ, όπως είδαμε, ως ένας μηχανισμός. Η επαναρθρωτική πρόταση που έκανε ο Λακάν στο Σεμινάριο III, αξιοποιώντας ιδίως τα κεκτημένα του πρώτου του Σεμιναρίου που πραγματοποιήθηκε στην Σαιντ-Αν, και συγκεκριμένα, τη δουλειά που έγινε εκεί με τη συμβολή του Ζαν Υπολίτ πάνω στο κείμενο του Φρόυντ «Die Verneinung»,[απάρνηση] αντιστρέφει πλήρως την οπτική.

Η Verwerfung [αποκλεισμός ή διάκλειση] υπό την έννοια που της αποδίδει ο Λακάν, θα έλεγα, ότι  δεν είναι ένας μηχανισμός, αλλά μάλλον ένα έλλειμμα, ένα ατύχημα, μια αστοχία, η μη-πραγμάτωση ενός μηχανισμού, δηλαδή ένας μη-μηχανισμός. Για να κατανοήσει κανείς αυτήν τη λακανική ανατροπή πρέπει πρώτα να τονιστεί ότι η φροϋδική αναφορά στην οποία στηρίζεται ο Λακάν δεν είναι αυτή των «ψυχο-νευρώσεων άμυνας» αλλά «Ο άνθρωπος με τους λύκους». Ορίστε το χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Γνωρίζουμε ήδη ποια στάση είχε υιοθετήσει εξ αρχής ο ασθενής μας απέναντι στο πρόβλημα του ευνουχισμού. Τον απέρριψε και επέμεινε στη θεωρία της συναλλαγής μαζί του δια του πρωκτού. Όταν λέω: τον απέρριψε, η άμεση σημασία αυτής της έκφρασης είναι πως δεν ήθελε να ξέρει τίποτα γι’ αυτόν υπό την έννοια της απώθησης. Καμία κρίση δεν εκφέρονταν όσον αφορά το ζήτημα της ύπαρξής του, αλλά τα πράγματα εκτυλίσσονταν ως εάν αυτή να μην υπήρχε.» (Πέντε ψυχαναλύσεις, Παρίσι, PUF, σελ. 389)

Σ’ αυτό το απόσπασμα από το κείμενο του Φρόυντ έχουμε παρόντες τους τρεις βασικούς όρους που στηρίζουν ολόκληρη την κατασκευή του Λακάν: την απώθηση (refoulement), την απόρριψη (rejet) και την κρίση (jugement) – η τελευταία αποτελεί την κατηγορία  στην οποία υπάγονται παραδοσιακά στην φιλοσοφία τόσο η Bejahung [κατάφαση] όσο και η Verneinung [απάρνηση].

Ο Λακάν θα επικεντρώσει όλη του την επεξεργασία σ’ αυτή την έννοια της Bejahung. Κανονικά μεταφράζεται ως κατάφαση. Μπορεί επίσης να μεταφραστεί – σε μία λιγότερο λογική και φιλοσοφική εκδοχή της – ως αποδοχή, συναίνεση ή ακόμη και συγκατάθεση. Ο Λακάν την επικαλείται για να εισαγάγει την ιδέα ότι εκείνο που είναι καθοριστικό για ένα υποκείμενο είναι μέχρι ποιο σημείο, έχει επεκταθεί η αρχική του κατάφαση. Δεν είναι παρά μόνο σ’ ένα επόμενο στάδιο, και στη βάση αυτής της αρχικής Bejahung, που μπορεί να λειτουργήσει η φροϋδική απώθηση. Αν μπορούμε να γνωρίζουμε κάτι για το απωθημένο μέσα από την άρνηση, μέσα από το σύμπτωμα ή  μέσα από τα μορφώματα του ασυνειδήτου, είναι ακριβώς επειδή, πριν από τα εν λόγω κλινικά φαινόμενα, πρέπει να έχει συντελεστεί μια πρωτογενής αποδοχή, μια πρωταρχική λήψη γνώσης, η οποία καθορίζει την ίδια τη δυνατότητα της παραγνώρισης που είναι η απώθηση και, πέραν αυτής, την δυνατότητα αναγνώρισης (άρση της απώθησης και αναγνώριση του απωθημένου).

Ε λοιπόν, αυτή είναι η ιδέα που διατυπώνει με απόλυτη σαφήνεια ο Λακάν, όταν στο τρίτο βιβλίο του Σεμιναρίου του αρθρώνει το εξής:

«Σχετικά με την Verwerfung, ο Φρόυντ λέει ότι το υποκείμενο δεν ήθελε να ξέρει τίποτε για τον ευνουχισμό, έστω και υπό την έννοια της απώθησης.[….] Πράγματι, υπό την έννοια της απώθησης, κάτι τέτοιο, προϋποθέτει έναν άλλον μηχανισμό. Και καθώς η λέξη Verwerfung εμφανίζεται σε άμεση συνάφεια με τούτη τη φράση όπως και σε μερικές σελίδες πρωτύτερα, την αρπάζω. Δεν κολλάω ειδικά στον όρο, κολλάω σε αυτό που θέλει να πει, και πιστεύω πως ο Φρόιντ ήθελε να πει ακριβώς αυτό» (Οι ψυχώσεις, σελ. 174)

Η ιδέα του Λακάν, και ολόκληρη η επεξεργασία του, στηρίζεται σε αυτό το νήμα: ότι η Verwerfung, η απόρριψη, είναι ισοδύναμη με μία μη-Bejahung:
«Αυτήν την απόρριψη, οδηγηθήκαμε να την τοποθετήσουμε στο επίπεδο, θα έλεγα, της μη-Bejahung, γιατί δεν μπορούμε να την τοποθετήσουμε, σε καμία περίπτωση, στο ίδιο επίπεδο με την απάρνηση (dénégation).» (ό.π.)

Από εκεί και πέρα, ο Λακάν απομονώνει δύο περιπτώσεις:

  1. Υπάρχει η Bejahung, η κατάφαση, η αποδοχή· είναι η πρωταρχική συμβολοποίηση, της οποίας η λειτουργία συνίσταται  ώστε το πραγματικό να επισυμβεί στο είναι. Εν ολίγοις, είναι επειδή, λόγω της συμβολοποίησής του[το πραγματικό], έχει πρόσβαση στο είναι,  που μπορεί να αγνοηθεί, να  γίνει αντικείμενο άρνησης, απάρνησης, να αποκηρυχθεί και ενδεχομένως να αναγνωριστεί ξανά.
  2. Δεν υπάρχει η Bejahung, και αυτή η απουσία πρωταρχικής συμβολοποίησης αντιτίθεται ριζικά στην πραγμάτωση όλων των συμβολικών πράξεων άρνησης, απάρνησης και «άρνησης της άρνησης», στο μέτρο που αυτές δεν αναφ παρά σε μία προϋπάρχουσα κατάφαση.

Αφού φτάσαμε σε αυτό το σημείο, μπορούμε να ορίσουμε τους κομβικούς όρους αυτής της έρευνας. Από την απώθηση μπορούμε να διατηρήσουμε τον φροϋδικό ορισμό: «να τίθεται στο περιθώριο και να διατηρείται σε απόσταση από το συνειδητό». Πρέπει εδώ να υπενθυμίσουμε ότι η απώθηση, υπό την φροϋδική σημασία του όρου, αφορά το Vorstellungsrepräsentanz – ο Λακάν μεταφράζει: αντιπρόσωπος της αναπαράστασης, δηλαδή το αποεπενδυμένο μνημονικό ίχνος ή σημαίνον – της Vorstellung[αναπαράστασης] που είναι ασυμβίβαστη με το Εγώ.

Αυτή η αναπαράσταση είναι πάντοτε σεξουαλική και το κίνητρο της απώθησης είναι αμετάβλητα η δυσαρέσκεια, με το συνοδευτικό της σύμπλεγμα από αισθήματα αηδίας ή φρίκης, τα οποία λειτουργούν ως δείκτες της απόλαυσης του υποκειμένου.

Τη Bejahung, ο Λακάν την ορίζει ως «την πρωτογενή διεργασία στην οποία ριζώνει η απονεμητική κρίση, και η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η θεμελιώδης προϋπόθεση ώστε κάτι από το πραγματικό να προσφερθεί στην αποκάλυψη του Είναι ή, για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα του Χάιντεγκερ, να του επιτραπεί να είναι. Διότι είναι πράγματι σ’ αυτό το τόσο πρώιμο σημείο που μας οδηγεί ο Φρόυντ, εφόσον μόνο εκ των υστέρων μπορεί κάτι να ξαναβρεθεί εκεί ως υπάρχον. Αυτή είναι η εναρκτήρια κατάφαση, η οποία δεν μπορεί πια να ανανεωθεί παρά μόνο μέσα από τις συγκαλυμμένες μορφές του ασυνείδητου λόγου, αφού μόνον μέσω της άρνησης της άρνησης μπορεί ο ανθρώπινος λόγος να επιστρέψει εκεί».

Τέλος, για τη Verwerfung, ο Λακάν προτείνει τον εξής ορισμό:
«Πρόκειται για την απόρριψη ενός πρωταρχικού σημαίνοντος στο εξωτερικό έρεβος, ενός  σημαίνοντος που θα λείπει εφεξής σε τούτο το επίπεδο. (…) Πρόκειται για μια πρωταρχική διαδικασία αποκλεισμού από κάποιο αρχέγονο ενδότερο, που δεν είναι το ενδότερο του σώματος, αλλά το ενδότερο ενός πρώτου σώματος σημαίνοντος. Στο εσωτερικό αυτού του πρωταρχικού σώματος είναι που υποθέτει ο Φρόιντ ότι συγκροτείται ο κόσμος της πραγματικότητας, ως ήδη επιτονισμένος, ήδη δομημένος με όρους σημαίνοντος».
(Οι ψυχώσεις, σελ. 175)

Έτσι, ο Λακάν αναγάγει την απώθηση (Verdrängung) και την απόρριψη (Verwerfung) σε δύο τρόπους αποκοπής του σημαίνοντος. Όμως, με την εξής διευκρίνιση:
στην περίπτωση της απώθησης, το απωθημένο «εμφανίζεται in loco, εκεί όπου έχει απωθηθεί, δηλαδή στο πεδίο των συμβόλων», ενώ στην περίπτωση της απόρριψης, το απορριφθέν «επανεμφανίζεται αλλού, in altero (ό.π., σελ. 120)· αυτό το άλλο μέρος προσδιορίζεται από τον Λακάν πότε ως φαντασιακό, πότε ως πραγματικό. Αυτό που είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε εδώ είναι ότι, σε κάθε περίπτωση, εκείνο που έχει απορριφθεί επανεμφανίζεται σε ένα πεδίο εξωτερικό σε σχέση με το υποκείμενο, στο μέτρο που το Συμβολικό είναι η τάξη του. Επομένως, μπορούμε να παρέχουμε στον αποκλεισμό (forclusion) έναν στατικό ορισμό: εκτός.

Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν μπορούμε με αυτή την κατασκευή, αυτή την άρθρωση να θεωρήσουμε ότι διαθέτουμε, την αρχή της ετερογένειας της νεύρωσης και της ψύχωσης κατά τον Λακάν.

Υπάρχουν, ανάμεσα στα πρόσωπα που αναφέρονται στη διδασκαλία του Λακάν, κάποιοι που θεωρούν πως ναι. Εμένα μου φαίνεται, με την απόσταση και την αναδρομική θεώρηση που διαθέτουμε σήμερα, καθώς και τα εκ των υστέρων αποτελέσματα της διδασκαλίας του Λακάν, τα οποία ακόμη δεν έχουν εξαντληθεί, ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί.

 

Πράγματι, η Verwerfung [αποκλεισμός, διάκλειση]είναι μια διαδικασία, ένας μηχανισμός – αρνητικός, όπως είδαμε – υπερβολικά γενικός για να μπορεί, ως τέτοιος, να συγκροτεί την αρχή οποιασδήποτε δομής. Με τον όρο γενικότητα της διαδικασία εννοώ ότι η Verwerfung, υπό τη μορφή της μη-Bejahung [μη κατάφασης], μπορεί να αφορά κάθε είδους φαινόμενα ή τάξεις της πραγματικότητας (εικόνα, αντικείμενο, σημασία κ.λπ.), σε αντίθεση με την απώθηση, η οποία αφορά αποκλειστικά σημαίνοντα.

Από εδώ προκύπτει, μέσα από μια προσεκτική ανάγνωση του Λακάν, το εξής: υπάρχει μια θεωρία του γενικού αποκλεισμού (forclusion générale) και μια θεωρία του περιορισμένου αποκλεισμού (forclusion restreinte), για να επαναλάβουμε τους όρους που επισημαίνονται από τον Αϊνστάιν.

Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει τουλάχιστον το εξής: η Verwerfung, την οποία ο Λακάν μεταφράζει με τον όρο αποκλεισμό/forclusion μόνο προς το τέλος του Σεμιναρίου του για τις ψυχώσεις, αποτελεί την αρχή για διαφορετικά φαινόμενα ή κλινικές πραγματικότητες: όπως το acting-out, η ψευδαίσθηση, το παραλήρημα, ακόμη και η ψυχοσωματική βλάβη. Επομένως, για να μπορεί  ο αποκλεισμός ή διάκλειση να θεωρηθεί ως η κατεξοχήν δομική συνθήκη της ψύχωσης, χρειάζονται και άλλες προϋποθέσεις.

Ανάμεσα στους πολυάριθμους πιθανούς τοπικούς αποκλεισμούς, ο Λακάν απομονώνει εκείνον που αφορά τη θεμελιώδη Bejahung, χάρη στην οποία τα σημαίνοντα[μπορούν] να συγκρατούνται μαζί· αυτή η Bejahung είναι εκείνη του Ονόματος-του-Πατέρα (Nom-du-Père). Αν αυτή η κατάφαση είναι εξασφαλισμένη, αν έχει λάβει χώρα, τότε βρισκόμαστε στη νεύρωση (δηλαδή στη νεύρωση ή στην διαστροφή, με τις δύο δομές να διαφοροποιούνται ως προς κάτι άλλο: τη σχέση με τη φαλλική λειτουργία, τον ευνουχισμό). Αντίθετα, αν δεν έχει υπάρξει Bejahung[κατάφαση] αλλά Verwerfung [διάκλειση] του Ονόματος-του-Πατέρα – δηλαδή, αντί για μια πρωτογενή αποδοχή, μια συναίνεση, υπάρχει απόρριψη και άρνηση της “πατρικής εξαπάτησης” – τότε βρισκόμαστε μέσα στη δομή της ψύχωσης.

Ακόμη και έτσι διατυπωμένο, [το θέμα] παραμένει κάπως βιαστικά ειπωμένο σε σχέση με τη λεπτότητα της σκέψης του Λακάν. Στην πραγματικότητα, η αυθεντική θέση του Λακάν πάνω στο ζήτημα αυτό εμφανίζεται μόνο στο επίμετρο του κειμένου “Προκαταρτικό ερώτημα…”: « Ακολουθώντας τον Φρόυντ, διδάσκουμε ότι ο Άλλος είναι ο τόπος εκείνης της μνήμης που  αυτός ανακάλυψε με την ονομασία ασυνείδητο, μνήμη την οποία θεωρεί σαν το αντικείμενο ενός ερωτήματος που έχει παραμείνει ανοιχτό, στο μέτρο που καθορίζει το άφθαρτο ορισμένων επιθυμιών. Στο ερώτημα αυτό θα απαντήσουμε με τη σύλληψη της σημαίνουσας αλυσίδας, στο μέτρο που, αφού αυτή αρχικά εγκαινιάζεται με την πρωταρχική συμβολοποίηση (…) αυτή η αλυσίδα αναπτύσσεται σύμφωνα με λογικούς δεσμούς των οποίων η επιρροή πάνω σε αυτό που πρέπει να σημανθεί, δηλαδή το Είναι του όντος, εξασκείται με επιπτώσεις σημαίνοντος που περιγράφηκαν ως μεταφορά και ως μετωνυμία.
Έγκειται σ’ ένα ατύχημα αυτής της εγγραφής και αυτού που εκπληρώνεται εκεί, δηλαδή στη διάκλειση του Ονόματος-του-Πατέρα στη θέση του Άλλου, και στην αποτυχία της πατρικής μεταφοράς, όπου εντοπίζουμε το ελάττωμα που δίνει στην ψύχωση την ουσιαστική της προυπόθεση, μαζί με τη δομή της που τη διαχωρίζει από τη νεύρωση».
[85](Écrits, σσ. 577-578)

Προσοχή στις αποχρώσεις. Όχι μόνο ο Λακάν περνά, όπως είδαμε πιο πάνω, από τη Verwerfung [διάκλειση] στη Verwerfung του Ονόματος-του-Πατέρα, αλλά και με αυτή την διάκλειση του σημαίνοντος του Ονόματος-του-Πατέρα, την οποία συμπληρώνει με την αποτυχία της μεταφοράς που παράγει, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να διατυπώνει τη συνθήκη της ψύχωσης.

Αυτό που προηγείται , λοιπόν, είναι ότι η επανενεργοποίηση των φροϋδικών εννοιών, υποστηριζόμενη από την λογική του Μπρεντάνο, παράγει ως αποτέλεσμα μια παρα-επιστημονική έννοια της ψύχωσης, η οποία διακρίνει δύο πράγματα: την ψύχωση ως δομή – ή, αν προτιμάτε, ως «τρόπο υποταγής στη δομή» –, και την ψύχωση ως τρέλα. Πράγμα που μοιάζει, από μία άποψη, σαν μία «αποπαθολογικοποίηση» της ψυχωτικής δομής ως τέτοιας. Η μετάβαση από τη μία – τη δομή – στην άλλη – την ψυχωτική τρέλα – γίνεται μέσω ενός συμβάντος που αποκαλείται συνήθως εκλυση (déclenchement).

Η προοπτική αυτή εμπεριέχει τουλάχιστον δύο στοιχεία: εάν η διάκλειση του Ονόματος-του-Πατέρα πρέπει να θεωρηθεί ως η ουσιώδης συνθήκη της ψύχωσης, δεν οφείλεται στο εγγενές ενδιαφέρον της έλλειψης που αυτή συνιστά – αλλιώς ο Λακάν δεν θα είχε προτείνει παρά μία ακόμη θεωρία της έλλειψης που θα αφορούσε την ψύχωση –, αλλά οφείλεται στην πατρική μεταφορά και στις επιπτώσεις της, εν ολίγοις στη φαλλική σημασιοδότηση.
Εξάλλου, για τον Λακάν, η διάκλειση του Ονόματος-του-Πατέρα δεν είναι επαρκής συνθήκη για να υπάρξει ψύχωση – είναι μεν αναγκαία συνθήκη, αλλά όχι επαρκής –· πράγματι, για να μπορούμε να μιλάμε για ψύχωση, χρειάζεται να υπάρχει έκλυση.

Ο Λακάν, διακρίνοντας τη δομική συνθήκη της ψύχωσης από την έκλυσή της, μας διδάσκει ότι:

1/ η παρουσία της Verwerfung [διάκλειση] του Ονόματος-του-Πατέρα είναι απολύτως συμβατή με μια “κανονική”, προσαρμοσμένη και μη παρεκλίνουσα ύπαρξη, με το υποκείμενο να συντηρείται μέσω φαντασιακών στηριγμάτων·

2/ σ’ αυτή τη διάκλειση του Ονόματος-του-Πατέρα, υπάρχουν επιπλέον πιθανές αναπληρώσεις (suppléances), δηλαδή τεχνάσματα που διαδραματίζουν για το υποκείμενο τον ίδιο ρόλο με εκείνον του Ονόματος-του-Πατέρα, συμβάλλοντας  έτσι ώστε να συνδέονται μεταξύ τους στοιχεία που αλλιώς θα ήταν ελεύθερα.

Από εδώ απορρέει το ενδιαφέρον να ορίσουμε, πέρα από τη δομική συνθήκη της ψύχωσης, τη συνθήκη ή τις συνθήκες της εκδήλωσής της:
«Για να εκδηλωθεί η ψύχωση, πρέπει το Όνομα-του-Πατρός,[ να είναι] αποκλεισμένο(Verworfen), δηλαδή που δεν ήρθε ποτέ στη θέση του Άλλου, να καλείται εκεί σε συμβολική αντιπαράθεση με το υποκείμενο.
Είναι η έλλειψη του Ονόματος-του-Πατρός σ’ αυτή τη θέση που, μέσω του κενού που διανοίγει στο σημαινόμενο, καθιστά αφετηρία για τον καταρράκτη των ανασχηματισμών του σημαίνοντος, απ’ όπου προέρχεται η αυξανόμενη καταστροφή του φαντασιακού, ώσπου να φτάσει  σ’ ένα σημείο όπου σημαίνον και σημαινόμενο σταθεροποιούνται μέσα στη παραληρηματική μεταφορά.»
(Écrits, σ. 577) -σελ. 89.

 

Μπορούμε να πούμε ότι αυτή η παρα-επιστημονική θεωρία της ψύχωσης παρήγαγε, τολμώ να πω, θετικές θεωρητικές συνέπειες, οι οποίες, μεταξύ άλλων, προώθησαν την ψυχανάλυση πάνω στην:

– θεωρία της έκλυσης  των ψυχώσεων στους ενήλικες·

-τη δομή του παραληρήματος και της ψευδαίσθησης (ως επιστροφές, στο πραγματικό, εκείνου που έχει διακλειστεί από το συμβολικό)·

-την κοινωνική ψύχωση, την «επιστημονική υποκειμενικότητα» και τον «άνθρωπο ενός λόγου περί ελευθερίας που πρέπει πράγματι να χαρακτηριστεί ως παραληρηματικός» (Écrits, σ. 576)·

-το προνόμιο της παράνοιας, εις βάρος των άλλων κλινικών τύπων ψύχωσης.

Κι αυτό χωρίς να υπογραμμίσουμε, εκείνο που πρέπει πράγματι να ονομάσουμε, οι αρνητικές συνέπειες, τουλάχιστον προσωρινές, αυτής της προοπτικής:

  • Τάση εξάλειψης του όρου τρέλα από το λεξιλόγιο του Λακάν και των αναλυτών και, ως εκ τούτου, όλων των μορφών που συνδέονται με αυτήν στη γλώσσα: από τις «ήπιες τρέλες» (folies douces) μέχρι τις «μανιασμένες τρέλες» (folies furieuses)·
  • Υποβάθμιση των άλλων κλινικών τύπων της ψύχωσης, ειδικότερα της σχιζοφρένειας, της μανίας, της μελαγχολίας ή της μικτής μορφής τους, η οποία επιστρέφει σήμερα υπό την κατηγορία της διπολικής διαταραχής. Οι μαρτυρίες για αυτήν την τελευταία έχουν γίνει, σήμερα στη Γαλλία, σχεδόν ένα λογοτεχνικό είδος. Βλ., για παράδειγμα: Et c’est moi qu’on enferme/Και είναι εμένα που κλείνουν μέσα, της Philippa Motte (Παρίσι, Stock, 2025) ή Intérieur nuit/Εσωτερικό νύχτα, του Nicolas Demorand (Παρίσι, Les Arènes, 2025)·
  • Η ανάδυση, στον χώρο της ψυχανάλυσης, περισσότερο ή λιγότερο καινούριων κατηγοριών: οριακές καταστάσεις (états-limites / borderline), «as if»/«ως εάν», ψυχρές ψυχώσεις, συνηθισμένες ψυχώσεις, συλλογικές τρέλες, κ.λπ.

Ας πούμε, για να ολοκληρώσουμε, ότι αυτά τα στοιχεία των οποίων προσπάθησα να αποδώσω την άρθρωση, αποτελούν τη βάση αυτού που γενικά εκλαμβάνεται ως η “λακανική θεωρία” της ψύχωσης.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι πρόκειται απλώς για τη θεωρία της συμβατής ψύχωσης (psychose compatible), για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του Jean-Claude Milner, με τον πρώτο «κλασικισμό» του Λακάν. Πράγματι, και αν την παρατηρήσουμε πιο προσεκτικά, διαπιστώνει κανείς, ότι αυτή η προσέγγιση, εντελώς καινοτόμα για την εποχή της, είναι, από ορισμένες απόψεις, περιοριστική, στο βαθμό που η ψυχική αιτιότητα της τρέλας περιορίζεται αυστηρά σε μια σημαίνουσα αιτιότητα.

Επιπλέον γνωρίζουμε, ότι ο Λακάν θα συνειδητοποιήσει  από πολύ νωρίς – πάντως νωρίτερα από τους αντιπάλους ή αντιφρονούντες του (ψυχιάτρους, φαινομενολόγους, οργανικιστές, οργανικοδυναμιστές, ψυχαναλυτές της I.P.A., κ.ά.) – ότι η ψύχωση δεν είναι ένα απλό φαινόμενο της γλώσσας, ότι η σχέση με το σημαίνον, μόλις αυτή εξεταστεί ως σχέση του υποκειμένου με τον Άλλο, υπερβαίνει το ζήτημα του νοήματος ή της σημασιοδότησης, θέτοντας τουλάχιστον δύο νέα ερωτήματα: αυτό της απόλαυσης και αυτό του κοινωνικού δεσμού.

Ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο Λακάν του τέλους – σχεδόν σύμφωνα με την ίδια λογική όπως και ο Φρόυντ, που περνά από τις «ψυχονευρώσεις άμυνας» και την αντίθεση απόρριψης/απώθησης, στον «άρνηση της πραγματικότητας» ως αιτιακός μηχανισμός της ψύχωσης – ο Λακάν θα αναθεωρήσει την ψύχωση και την τρέλα μέσα από τη θεωρία του για τους τέσσερις λόγους – η οποία επιτρέπει να φανεί ότι δεν υπάρχει “προ-γλωσσική” πραγματικότητα (Encore, σ. 33), και μέσα από την εντελώς ανατρεπτική ιδέα μιας ισοδυναμίας των τριών διαστάσεων R (Réel/Πραγματικό), S (Symbolique/Συμβονικό), I (Imaginaire/Φαντασιακό).

Αυτή η προσέγγιση της ψύχωσης, που διορθώνει εκείνη που βασίζεται στην υπεροχή του Συμβολικού, θα παραχωρήσει τη θέση της σε μια σύλληψη της ψύχωσης θεμελιωμένη στην ισοδυναμία των τριών κύκλων, ή ακόμη και στην επικράτηση του Φαντασιακού. Κάτι που συνιστά πραγματική επανάσταση, καθώς πρόκειται σχεδόν για μια επιστροφή στο “στάδιο του καθρέφτη”, με το οποίο ο Λακάν εισήλθε στην ψυχανάλυση.

Το επακόλουθο είναι – και αυτό μας ενδιαφέρει – μια θριαμβευτική επιστροφή της έννοιας της τρέλας. Αυτή η επιστροφή της τρέλας στο προσκήνιο γίνεται μέσω της θηλυκότητας ή θηλυκότητας, του ονείρου, του παραληρήματος, του φαντασίωσης και της επικράτησης του φαντασιακού.

Εν ολίγοις πρόκειται για κατηγορίες, οι οποίες αναφέρονται στην πραγματικότητα και στην σχέση τους με την πραγματικότητα. Και στο βαθμό που στην ψυχανάλυση υπάρχει πραγματικότητα και όχι σημαίνον, αντιλαμβανόμαστε ότι η απονεμητική κρίση από μόνη της είναι ανεπαρκής. Όπως ο Φρόιντ ήταν υποχρεωμένος να εισαγάγει την δοκιμασία της πραγματικότητας, κατά τον ίδιο τρόπο και ο Λακάν υποχρεώθηκε να επικαλεστεί έστω και με μισή καρδιά την υπαρκτική κρίση του Μπρεντάνο. Μόνο μια τέτοια κρίση είναι ικανή στην πραγματικότητα να διακρίνει την πραγματικότητα από αυτό που άπτεται του ονείρου του παραληρήματος, της ψευδαίσθησης.

-Η θηλυκότητα, μέσω της οξύμωρης διατύπωσης του Λακάν: «Όλες οι γυναίκες είναι τρελές», παρόλο που ο ίδιος στηρίζεται στη θηλυκή θέση για να θεμελιώσει το μη-όλο του. Διότι μέσα από τις γυναίκες – ή εν πάση περιπτώσει μέσα από την «θηλυκότητα» – ο Λακάν υποδεικνύει ότι αγγίζουμε το «εκτός κανόνα», το χωρίς όριο, την υπέρβαση, την υπέρβαση της κανονιστικής λειτουργίας του φαλλού, άρα του ευνουχισμού.

-Το όνειρο, επειδή ο Λακάν ξαναπιάνει, τρόπον τινά, με τον Φρόυντ τις «Σχέσεις μεταξύ του ονείρου και των ψυχικών διαταραχών» της Ερμηνείας των Ονείρων. Ο Φρόυντ, όπως γνωρίζετε, δεν τονίζει εδώ την ετερογένεια και την ασυνέχεια, αλλά την συνέχεια ανάμεσα στα φυσιολογικά φαινόμενα και τα λεγόμενα παθολογικά, φέρνοντας στο προσκήνιο ακόμα και φιλοσόφους και ψυχολόγους: Ο Καντ λέει κάπου: «Ο τρελός είναι κάποιος που ονειρεύεται σε κατάσταση εγρήγορσης.» Ο Κράους: «Η τρέλα είναι ένα όνειρο μέσα σε μια κατάσταση αισθητηριακής εγρήγορσης.» Ο Σοπενχάουερ ονομάζει το όνειρο μια σύντομη τρέλα και την τρέλα ένα μακρύ όνειρο. Ο Χάγκεν ορίζει το οξύ παραλήρημα ως μια ζωή ονείρου που δεν προκαλείται από τον ύπνο αλλά από ασθένειες. Ο Βουντ δηλώνει στη «Φυσιολογική Ψυχολογία» του: «Στην πραγματικότητα, μπορούμε να ζήσουμε εμείς οι ίδιοι μέσα στο όνειρο σχεδόν όλα τα φαινόμενα που συναντάμε στα άσυλα φρενοβλαβών.»
(Φρόυντ Σ., Η Ερμηνεία των Ονείρων, Άπαντα, Τόμος IV, Παρίσι, PUF, σσ. 123-124)

 

Αυτό είναι που κάνει τον Λακάν να λέει, στο κείμενο «Ο Λακάν για τη Βανσέν!», ότι ο Φρόυντ θεώρησε πως «δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά όνειρο». Και προσθέτει: «[…] και ότι όλοι (αν μπορεί κανείς να πει μια τέτοια έκφραση), όλοι είναι τρελοί, δηλαδή παραληρηματικοί.» («Ο Λακάν για τη Βανσέν!», Ornicar ? 17-18, σ. 287)

Το πρόβλημα, το έχετε ήδη υποψιαστεί, είναι ότι αν «Όλοι είναι τρελοί», τότε τελικά κανείς δεν είναι. Είναι το πρόβλημα της χρήσης αυτού του είδους της εύκολης καθολικότητας.

Επαναπροσεγγίζουμε τελικά το ζήτημα, εφόσον έχει τεθεί ότι υπάρχουν Ονόματα-του-Πατρός και όχι ένα Όνομα-του-Πατέρα, ότι οι τοπικές απωθήσεις έχουν ως υπόβαθρό τους την γενικευμένη απώθηση, ότι το Φαντασιακό δεν είναι ούτε δευτερεύον ούτε υποταγμένο στο Συμβολικό ή στο Πραγματικό, ότι η πραγματικότητα είναι σχετική με τον λόγο και με την φαντασίωση(fantasme), δηλ. ότι όλοι οι τρελοί δεν είναι ψυχωτικοί και ότι όλοι οι ψυχωτικοί δεν είναι τρελοί  ποιους δρόμους και ποια μέσα διαθέτουμε, στην καθημερινή μας πρακτική ως αναλυτές, για να συνοδεύσουμε, να «θεραπεύσουμε;», εκείνους που, χάρη στον μεταβιβαστικό δεσμό και εξαιτίας του ανυπόφορου των συμπτωμάτων τους – ονομάστε τους όπως θέλετε: τρελοί, ψυχωτικοί, παραληρηματικοί, αποξενωμένοι, ψυχικά ασθενείς, κ.λπ. – έρχονται να χτυπήσουν την πόρτα των γραφείων μας και να μας εμπιστευτούν;

 

Μετάφραση: Άννα Καραμήτσου.

Επιμέλεια: Κομματά Ευαγγελία