Ψυχιατρική και ψυχανάλυση
Οι Ψυχίατροι του δεκάτου ενάτου αιώνα, ισχυρίστηκαν ότι οι μείζονες ψυχικές ασθένειες, όχι μόνο φέρουν ένα βιολογικό και γενετικό συστατικό, αλλά και ότι οι ασθένειες αυτές χειροτερεύουν, καθώς περνούν από γενιά σε γενιά. Η ιδέα του εκφυλισμού ενισχύθηκε από κοινωνικές πολιτικές όπως στείρωση, ευθανασία, δίωξη Εβραίων κ.ο.κ. Ο Benedict- Αugunstin Morel γύρω στο 1857 έγραψε ότι: «Το εκφυλισμένο ανθρώπινο ον, εάν εγκαταλειφθεί στον εαυτό τον», υποκύπτει σε σταδιακή εξαχρείωση. Γίνεται… όχι μόνο ανίκανο να μετέχει στο μορφολογικό κομμάτι της αλυσίδας που μεταφέρει την πρόοδο στην ανθρώπινη κοινωνία, αλλά καθίσταται και το μεγαλύτερο εμπόδιο της προόδου αυτής, μέσω της επαφής του με το υγιές τμήμα της ανθρωπότητας»
Οι απαρχές της κοινωνικής ιστορίας της Ψυχιατρικής τοποθετούνται κάπου εκεί Τόσο το «πραγματικό» άσυλο, όσο και οι φρενίατροι με τις διαγνώσεις τους, λειτουργούσαν άκρως απειλητικά, για την τιμή των οικογενειών των ατόμων που εμφάνιζαν κάποιο ψυχικό σύμπτωμα.
Παράλληλα, μισός αιώνας έρευνας στη νευροανατομία και τη νευροπαθολογία (προ Kraepelin) δεν είχε να επιδείξει σχεδόν τίποτα ως προς την κατεύθυνση της απτής χρησιμότητας στην ψυχιατρική κλινική. Οι βιολογικοί ψυχίατροι είχαν παραγάγει μια σειρά από ανάκατες κλινικές νόσους, η καθεμία από τις οποίες στηριζόταν στις περιστασιακές συνθήκες που συνδεόταν με μια ασθένεια («αυνανιστική παραφροσύνη», «ψύχωση της πρώτης νύχτας του γάμου» κ.α.), δίχως καμία σχεδόν συσχέτιση με την παθολογία του εγκεφάλου. Η Πολυθρομβώδης άνοια, η νευροσύφιλη και η ανεπάρκεια του θυρεοειδούς ήταν οι μοναδικές εξαιρέσεις.
Η βιολογική συλλογιστική προσέδωσε στην ψυχιατρική, την ιδιότητα ότι είναι καθοδηγούμενη από την επιστήμη, όπως και οι άλλοι κλάδοι της ιατρικής. Σταδιακά όμως έτσι, παρέδωσε τη νευροσύφιλη στους Παθολόγους, την νοητική υστέρηση στους Παιδιάτρους, το εγκεφαλικό στους Νευρολόγους και ούτω κάθε εξής. Οι διαταραχές του νου άρχισαν να προσομοιάζουν τόσο πολύ με τις άλλες ιατρικές ασθένειες, ώστε να ανακύψει ένα ανησυχητικό ερώτημα: Ποιος χρειαζόταν τους Ψυχιάτρους ως ξεχωριστή ειδικότητα;
Στην πράξη, «ψυχίατρος» ή φρενολόγος ήταν κάποιος που είχε αφιερώσει αρκετό χρόνο σε άσυλα, ενώ «νευρολόγος» αρχικά ήταν ο ειδικός στην ανατομία των νεύρων. Στα μέσα του Εικοστού αιώνα, οι κύκλοι της μεσαίας τάξης γοητεύτηκαν με την ιδέα ότι τα ψυχολογικά προβλήματα ήταν απόρροια ασυνείδητων συγκρούσεων. Για αρκετές δεκαετίες, οι ψυχίατροι αρέσκονταν να υιοθετούν ως δική τους αυτήν τη θεωρία για τα αίτια της ασθένειας, ειδικότερα επειδή τους επέτρεπε να μεταφέρουν τον τόπο άσκησης της ψυχιατρικής από τα άσυλα στα ιδιωτικά ιατρεία. Ο Αμερικάνικος Ψυχαναλυτικός Σύλλογος επέμενε αρχικά ότι μόνο όσοι είχαν MD μπορούσαν να εκπαιδευτούν ως αναλυτές και αργότερα μόνο οι ψυχίατροι Παράλληλα, εκείνη την περίοδο, τα ψυχαναλυτικά συγγράμματα και βιβλία, ήταν αυτά με την μεγαλύτερη επιρροή στη διδασκαλία της ψυχιατρικής, ενώ τουλάχιστον το ένα τρίτο των ψυχιάτρων είχε λάβει κάποιου είδους ψυχαναλυτική εκπαίδευση.
Καθώς όμως, η ψυχανάλυση δεν απαιτούσε ιδιαίτερη ιατρική εκπαίδευση, οι ψυχαναλυτικά προσανατολισμένοι ψυχίατροι δεν κατάφεραν να διατηρήσουν το μονοπώλιο τους.
Η ψυχιατρική βρέθηκε μπροστά σε ένα δίλημμα. Είτε θα συγκέντρωναν τους ασθενείς στα άσυλα, με την ελπίδα να αναρρώσουν αντενεργώς, είτε θα χρησιμοποιούσαν την ψυχανάλυση, η οποία ήταν τότε μια θεραπεία, η οποία θεωρούνταν κατάλληλη, μόνο, για τους πλούσιους που επιθυμούσαν αυτό-επίγνωση, αλλά όχι για την πραγματική ψυχιατρική νόσο. ‘Έτσι, ξεκίνησαν να αναζητούν εναλλακτικές μεθόδους. Έξ’αυτών, άλλες αποτέλεσαν τη βάση διαφόρων ψυχοθεραπειών, ενώ άλλες έθεσαν τα θεμέλια για την επανάσταση της φαρμακοθεραπείας
Έτη δεκαετία του 1970, η βιολογική ψυχιατρική επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο, επαναφέροντας την ειδικότητα στους κόλπους των υπολοίπων ιατρικών ειδικοτήτων εφόσον η άποψη ότι οι σοβαρές ψυχιατρικές παθήσεις βασίζονταν σε ένα υπόστρωμα διαταραγμένης χημείας και ανάπτυξης του εγκεφάλου, αποκηρύσσοντας το ψυχαναλυτικό πρότυπο. Πλέον, στο βιολογικό πρότυπο, υπήρχε χώρος για την άτυπη ψυχοθεραπεία που ενυπήρχε στη σχέση γιατρού-ασθενούς αλλά όχι για την ψυχανάλυση.
Ενώ κάποτε ο ενθουσιασμός του Τομ Σόγιερ θεωρούνταν μέρος της φυσιολογικής διάθεσης των αγοριών, από την δεκαετία του 1960 και μετά, μια σειρά διαγνώσεων καθόρισε μια τέτοια συμπεριφορά (ταραχή και δυσκολία συγκέντρωσης) ως παθολογική. Ίο 1968 εισήχθη στην επίσημη ορολογία η «υπερκινητική αντίδραση της παιδικής ηλικίας- εφηβείας», (το εκ των υστέρων ΔΕΠΥ-ADD). Η θεραπεία για αυτήν την διαταραχή, φυσικά μπορούσε να χορηγηθεί μόνο από πτυχιούχους γιατρούς. Μια χημική ένωση παρόμοια με αμφεταμίνη, ονόματι Ριταλίν. Μέχρι το 1995 οι γιατροί έγραφαν 6 εκατομμύρια συνταγές το χρόνο, ενώ πάνω από 2,5 εκατομμύρια παιδιά έπαιρναν το συγκεκριμένα φάρμακο. Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος διατήρησης ενός μεριδίου της αγοράς ενώ, ο ανταγωνισμός στην αγορά της ψυχοθεραπείας εξελίσσονταν με ταχύτατους ρυθμούς. Κατά συνέπεια η Ψυχιατρική μέσα από την ίδια της την ιστορία, κάθε φορά που επιδίωκε μέσω της βιολογικής συλλογιστικής να «ιατρικοποιήσει» μια ψυχική διαταραχή, εισάγονταν σε ένα τέλμα διαγνωστικού επιστημονισμού, παραδίδοντας την εν λόγω διαταραχή στην κλασική ιατρική.
Ο Φρόυντ, ανησυχούσε αχό νωρίς για το ενδεχόμενο η ψυχανάλυση να χάσει το κύρος της υπηρετώντας την Ψυχιατρική, παρόλο που η μεσολάβηση μισού περίπου αιώνα κυριαρχίας των θεωριών του, ανέδειξε μια τάση να γίνει ο πλέον αξιοσέβαστος πρωτοπόρος της. Ηειρωνεία είναι, ότι η ταύτιση της Ψυχανάλυσης με την ψυχολογία του Εγώ επέφερε μεγαλύτερο αποπροσανατολισμό και σύγχυση στην ‘Ψυχιατρική, ενώ συνετέλεσε στη «μετάλλαξη» της ίδιας της Ψυχανάλυσης σε μια ακόμα μεταμοντέρνα μορφή «ψυχοθεραπείας» γεννώντας παράλληλα τουλάχιστον 130 διαφορετικές «παραλλαγές» της.
Έν κατακλείδι η νέα τάση του σύγχρονου κόσμου να «ψυχολογικοποιεί» την δυστυχία, ή και να την «ιατρικοποιεί» με την βιολογική σημασία του όρου, οδήγησε τους Ψυχιάτρους, έχοντας προφανώς συμφέρον, στην παθολογικοποίηση τ ης ανθρώπινης συμπεριφοράς..
Κατά συνέπεια τώρα που και η ίδια η ψυχιατρική έχει «βιολογικοποιη θεί» ή «ψυχολογικοποιηθεί» ποια η δικαιολογία, αυτή να εξακολουθήσει να υπάρχει?
Εισηγητές
-
Κατερίνα Καραγιάννη
-
Άννα Χριστοδουλάκη
-
Μαρία Αναγνωστοπούλου