Κλινική της επιθυμίας
Η κλινική ή οι «τραγωδίες» της επιθυμίας
«To be, or not to be, that is the question»
William Shakespeare, Άμλετ, πράξη 3, σκηνή 1
«Κλαίω (πίνω) και δεν έρχεται κανείς.
Και θα κλαίω (πίνω) μέχρι να έρθει κάποιος να με ησυχάσει.
Ευτυχώς που έχω κι αυτό»
Αυτοβιογραφικές σημειώσεις ενός (ευφυούς) αναλυόμενου
«Η επιθυμία, αυτό που αποκαλείται η επιθυμία, είναι αρκετή ώστε η ζωή να μην έχει νόημα να φτιάξει έναν δειλό»
Jacques Lacan, Kant with Sade, Ecrits
Ένα εισαγωγικό σημείωμα για την «κλινική της επιθυμίας», με φιλοδοξίες συντομίας και περιεκτικότητας, συνιστά ένα μάλλον παρακινδυνευμένο εγχείρημα. Ο λόγος μιας τέτοιας επιφύλαξης πηγάζει από την ίδια την πολυσημία της έννοιας της επιθυμίας η οποία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το δικό μας πεδίο, αντανακλάται αναπόφευκτα (και) στο σύνολο του φροϋδικού συστήματος σκέψης. Ωστόσο, η σημασία που επιφυλάσσει ο Freud στη χρήση του γερμανικού όρου wunsch – ο οποίος, σημειωτέον, δεν συμπίπτει εννοιολογικά με τον αντίστοιχο γαλλικό désir ή τον αγγλικό wish – μπορεί να ανιχνευτεί στην Ερμηνεία των ονείρων: Εκεί, στο περίφημο έβδομο κεφάλαιο, θα ξανασυναντήσουμε μια έννοια που προέρχεται από το πρώιμο Σχεδίασμα επιστημονικής ψυχολογίας, εκείνη της «εμπειρίας ικανοποίησης», που συνδέεται με ό,τι ο Freud περιέγραψε ως «πρωταρχική κατάσταση απόγνωσης του ανθρώπινου όντος». Σύμφωνα με την φροϋδική υπόθεση, ετούτη η «εμπειρία ικανοποίησης» δεν είναι παρά μια αρχαϊκή εκδοχή εμπειρίας κατά την οποία η εσωτερική διέγερση του ανθρώπινου βρέφους, που προκαλείται από κάποια ανάγκη του, κατευνάζεται μέσω της παρέμβασης ενός εξωτερικού παράγοντα. Έκτοτε, η εικόνα του αντικειμένου που παρείχε εκείνη την πρωταρχική ικανοποίηση αποκτά σημαίνουσα αξία για την συγκρότηση της επιθυμίας του υποκειμένου αφού μπορεί να επανεπενδυθεί, ακόμη και εν τη απουσία του, οδηγώντας σε ένα είδος ψευδαισθητικής ικανοποίησης. Το σύνολο, επομένως, της «εμπειρίας ικανοποίησης» τόσο στην πραγματική όσο και στην ψευδαισθητική εκδοχή της συνιστά για τον Freud το θεμέλιο της επιθυμίας. Διότι ακόμη κι αν η επιθυμία γεννιέται μέσω της αναζήτησης μιας πραγματικής ικανοποίησης, συγκροτείται πάντοτε στη βάση μιας πρωταρχικής ψευδαίσθησης.
Για να επανέλθω στο έβδομο κεφάλαιο της Ερμηνείας των ονείρων, σας προτείνω να (ξανά) ανατρέξετε στην τρίτη ενότητά του, που επιγράφεται «Για την εκπλήρωση επιθυμίας», καθώς εκεί θα συναντήσετε ίσως τον ακριβέστερο ορισμό του φροϋδικού wunsch: «Ουσιώδες συστατικό αυτού του βιώματος [της εμπειρίας ικανοποίησης] είναι η εμφάνιση μιας ορισμένης αισθητήριας αντίληψης (στο παράδειγμά μας, της τροφής [στο πεινασμένο παιδί]) που η αναμνηστική της εικόνα θα παραμείνει συνδεδεμένη εφεξής με το μνημονικό ίχνος της διέγερσης την οποία είχε προκαλέσει η ανάγκη. Μόλις αυτή η ανάγκη επανεμφανιστεί, θα παραχθεί, χάρη στη σύνδεση που έχει εγκατασταθεί, μια ψυχική κίνηση η οποία θέλει να επενδύσει ξανά τη μνημονική εικόνα εκείνης της αντίληψης και να ανακαλέσει την ίδια την αντίληψη, δηλαδή να αναδημιουργήσει τις συνθήκες της πρώτης ικανοποίησης. Μια τέτοια κίνηση είναι αυτό που θα ονομάσουμε επιθυμία˙ η επανεμφάνιση της αντίληψης είναι η εκπλήρωση της επιθυμίας».
Η διάκριση, επομένως, μεταξύ επιθυμίας και ανάγκης που θα τεκμηριώσει θεωρητικά ο Lacan στα επόμενα χρόνια βρίσκεται ήδη στο μείζον έργο του Freud. Όμως, εκείνο που φανερώνεται εδώ, εξίσου σημαντικό, είναι ότι το φροϋδικό wunsch αφορά την ασυνείδητη επιθυμία, η οποία βρίσκεται σε στενή και ιδιαζόντως περίπλοκη συνάφεια με την φαντασίωση – θυμηθείτε τον όρο wunschphantasie από το Μεταψυχολογικό συμπλήρωμα στη θεωρία των ονείρων – ένα εξαιρετικό παράδειγμα της οποίας αποτελεί η ανάλυση της (φαντασιωτικής) πρότασης «χτυπούν ένα παιδί», με όλες τις συντακτικές παραλλαγές της. Εάν ο συλλογισμός του Freud οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το αντικείμενο της επιθυμίας δεν είναι ένα πραγματικό αντικείμενο, ο Lacan θα συνδέσει την επιθυμία με μια έλλειψη μη δυνάμενη να ικανοποιηθεί από κανένα πραγματικό αντικείμενο: η προβληματική που εισάγουν τα «μετουσιωτικά φαινόμενα» (τη φύση των οποίων ουδέποτε διευκρίνισε ο Freud) αλλά και η «παράδοξη ικανοποίηση» που διασφαλίζουν τα νευρωτικά συμπτώματα θα τον κατευθύνουν στην διερώτηση της σχέσης που υφίσταται ανάμεσα στην ενόρμηση και την ικανοποίησή της ή, για να το πούμε διαφορετικά, ανάμεσα στην ενόρμηση και το αντικείμενό της. Σχολιάζοντας το φροϋδικό κείμενο Ενορμήσεις και ενορμητικά πεπρωμένα θα το διατυπώσει με σαφήνεια: «Σε ό,τι αφορά το αντικείμενο της ενόρμησης, οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας ότι, στην κυριολεξία, δεν έχει καμιά σημασία. Είναι εντελώς αδιάφορο».
Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε το αντικείμενο της ενόρμησης δεν μπορεί να είναι ένα αντικείμενο ανάγκης. Ο Lacan θα εισάγει στη θέση του το αντικείμενο της επιθυμίας – αυτό που θα ορίσει ως αντικείμενο (μικρό) α, τελεσίδικα χαμένο αντικείμενο και, ταυτόχρονα, αντικείμενο αίτιο της επιθυμίας – και παράλληλα θα αναδείξει, εμπνεόμενος από την εγελιανή διαλεκτική, την θεμελιακή διάσταση της ανθρώπινης επιθυμίας ως εγγραφόμενης αμετάκλητα στην επιθυμία του Άλλου.
Κάπου εδώ ξεκινούν οι .τραγωδίες. της επιθυμίας. Διότι εάν η επιθυμία θεμελιώνεται ως επιθυμία της επιθυμίας του Άλλου, φαίνεται ότι αποκλειστική διέξοδός της είναι η μετατροπή της σε ομιλία που απευθύνεται στον Άλλο – βρισκόμαστε ήδη στο πεδίο όπου συναντιούνται διαπλεκόμενες όλες οi προϋποθέσεις για την συγκρότηση του υποκειμένου: η επιθυμία, η γλώσσα, το ασυνείδητο. Ωστόσο, ακόμη κι αν η επιθυμία ζητά να αναγνωριστεί, η ίδια υπερβαίνει τη διάσταση του αιτήματος εφόσον, ως σημαίνον μιας δομικής έλλειψης ως προς το είναι, προορίζεται να μην ικανοποιηθεί.
Σε τούτο το πέραν κάθε αιτήματος – που αφορά πάντοτε κάτι άλλο από το εκάστοτε αντικείμενο συναλλαγής – ο Lacan θα αναγνωρίσει το αίτημα αγάπης, όμως θα διευκρινίσει πως “η επιθυμία δεν είναι ούτε η όρεξη για ικανοποίηση ούτε το αίτημα αγάπης, αλλά η διαφορά που προκύπτει από την αφαίρεση της πρώτης από το δεύτερο”. Εάν η επιθυμία εντοπίζεται σε αυτό το υπόλοιπο, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει η αέναα παρεκκλίνουσα και περιπλανώμενη φύση της˙ και είναι ακριβώς σε αυτή τη φύση της που θα πρέπει να αναζητήσουμε τη βαθιά συγγένειά της με την οδύνη της ανθρώπινης ύπαρξης, το κατεξοχήν αντικείμενο μιας ψυχαναλυτικής κλινικής, είτε πρόκειται για τον σαιξπηρικό πρίγκιπα της Δανίας είτε για τους “αφανείς”αναλυόμενους των ημερών μας.
Διονύσης Μπράτης
Πρόεδρος της Επιτροπής Κλινικών Εκπαιδεύσεων
Φόρουμ της Αθήνας, IF-EPFCL
Εισηγητής
-
Το Φόρουμ της Αθήνας