Το αντιθετικό νόημα αρχαϊκών λέξεων, Sigmund Freud

Sigmund Freud. The antithetical meaning of primal words, 1910.

Μετάφραση: Γιώργος Ζαφειρόπουλος

Επιμέλεια: Διονύσης Μπράτης


Στην «Ερμηνεία των Ονείρων» έκανα μια δήλωση που αφορά σε ένα από τα ευρήματα της αναλυτικής μου εργασίας, το οποίο, εκείνη την εποχή, δεν κατανοούσα. Θα το επαναλάβω ως εισαγωγή της παρούσας ανασκόπησης:

«Ο τρόπος με τον οποίο τα όνειρα μεταχειρίζονται την τάξη των αντιθέσεων και αντωνυμιών είναι ιδιαιτέρως αξιοσημείωτος. Η τάξη αυτή φαίνεται να αγνοείται πλήρως. Το όχι, σε ό,τι αφορά τα όνειρα, είναι ανύπαρκτο. Επιδεικνύουν μια προτίμηση στο να ενοποιούν πράγματα με αντίθετα νοήματα, δημιουργώντας έτσι μια ενιαία μονάδα, ή να τα αναπαριστούν ως ταυτόσημα, ως ένα και το αυτό πράγμα. Τα όνειρα φαίνεται ότι παίρνουν την γενικότερη πρωτοβουλία να αναπαριστούν το οποιοδήποτε στοιχείο με το νοηματικά αντίθετό του. Κατ’ επέκταση, είναι αδύνατο να γνωρίζει κανείς, σε ένα πρώτο χρόνο, εάν ένα στοιχείο που επιδέχεται κάποιου αντίθετου νοήματος παρουσιάζεται στο όνειρο ως θετικό ή ως αρνητικό, ως προς αυτήν τη σχέση αντιθέσεων[1]».

Στους ερμηνευτές ονείρων της αρχαιότητας παρατηρείται η πιο εκτενής χρήση της ιδέας ότι ένα πράγμα μπορεί να εκπροσωπείται από το αντίθετό του σε ένα όνειρο. Ακόμα και οι σύγχρονοι μελετητές ονείρων φαίνεται να αποδέχονται, έστω κατά περίπτωση, αυτή την πιθανότητα, εφόσον παραδέχονται ότι όλα τα όνειρα επιδέχονται κάποιας ερμηνείας[2]. Ούτε θεωρώ ότι θα αναιρεθούν τα λεγόμενά μου εάν όλοι όσοι συμφωνούν με την δική μου επιστημονική ερμηνεία των ονείρων ανακαλύψουν κάποια επαλήθευση εντός της προηγούμενης δήλωσης που παρέθεσα.

Αυτή η μοναδική τάση των ονείρων, να αγνοούν την άρνηση και να εκπροσωπούν αντίθετα στοιχεία ως ένα, μου διέφευγε έως ότου, τυχαία, να διαβάσω μια εργασία του φιλόλογου Καρλ Άμπελ που εκδόθηκε το 1884 ως αυτόνομο κείμενο και που την επόμενη χρονιά συμπεριλήφθηκε στις Φιλολογικές Εργασίες του συγγραφέα. Η θεματική της εργασίας αυτής έχει αρκετό ενδιαφέρον, ώστε να δικαιολογεί την παράθεση εδώ των πιο σημαντικών της χωρίων (παραλείποντας, ωστόσο, τα περισσότερα παραδείγματα). Αυτό που αντιλαμβανόμαστε από την εργασία του Άμπελ είναι ότι η προαναφερθείσα λειτουργία των ονείρων είναι πανομοιότυπη με μια «ιδιοτροπία» που χαρακτηρίζει τα παλαιότερα ανθρώπινα γλωσσικά συστήματα.

Αφού υπογραμμίσει την παλαιότητα της αιγυπτιακής γραφής, που πιθανώς ανεπτύχθη αρκετό καιρό πριν από την εμφάνιση της πρώτης ιερογλυφικής, ο Άμπελ συνεχίζει (1884, 4):

«Στην αιγυπτιακή γλώσσα, αυτό το μοναδικό απομεινάρι ενός πρωτόγονου κόσμου, υπάρχει μια πληθώρα λέξεων που εμπεριέχουν δυο νοήματα, το ένα αντίθετο του άλλου. Ας υποθέσουμε τώρα, εάν μπορούμε να φανταστούμε κάτι τόσο ανόητο, ότι στην γερμανική γλώσσα η λέξη δυνατός σήμαινε ταυτόχρονα δυνατός και αδύναμος, ότι στο Βερολίνο η λέξη φως χρησιμοποιείτο για να υποδείξει τόσο το φως, όσο και το σκοτάδι, ότι ένας πολίτης του Μονάχου ονόμαζε την μπύρα χρησιμοποιώντας την λέξη μπύρα, ενώ ένας άλλος χρησιμοποιούσε την ίδια λέξη για το νερό. Αυτό συνιστά την εκπληκτική συνήθεια που ακολουθούσαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι στην γλώσσα τους. Ποιος θα κατηγορούσε τον οποιονδήποτε που θα εξέφραζε δυσπιστία απέναντι σ’ αυτή την ιδιοτροπία της αρχαίας αιγυπτιακής γλώσσας;» (παραδείγματα παραλείπονται).

(ό.π, 7): «Δεδομένων αυτών και άλλων πολλών περιπτώσεων αντιθετικών νοημάτων, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι τουλάχιστον σε μία γλώσσα υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός λέξεων που δήλωναν ένα πράγμα και ταυτόχρονα το αντίθετό του. Όση έκπληξη και αν προκαλεί αυτό το γεγονός, είμαστε αντιμέτωποι με αυτό και οφείλουμε να το συλλάβουμε.»

Ο συγγραφέας επιχειρεί να καταρρίψει την ενδεχόμενη εξήγηση του φαινομένου αυτού ως μιας τυχαίας συνήχησης δύο διαφορετικών λέξεων με αντίθετο νόημα, όσο και την ιδέα ότι η ιδιοτροπία αυτή της αρχαίας αιγυπτιακής γλώσσας είναι αποτέλεσμα του χαμηλού σταδίου νοητικής ανάπτυξης των αρχαίων Αιγυπτίων:

(ό.π, 9): «Αλλά η Αίγυπτος δεν χαρακτηριζόταν ποτέ από την ανοησία. Αντιθέτως, αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες κοιτίδες ανάπτυξης της ανθρώπινης νόησης. Υπήρξε φορέας μιας καθαρής και αναγνωρισμένης ηθικής και εισήγαγε ένα μεγάλο μέρος των δέκα εντολών σε μια εποχή όπου οι λαοί, στα χέρια των οποίων βρίσκεται ο σύγχρονος πολιτισμός, έσφαζαν ανθρώπους ως θυσία σε είδωλα ανελέητων θεών. Ένας λαός που κρατούσε άσβεστη τη φλόγα της δικαιοσύνης και του πολιτισμού σε μια τόσο σκοτεινή περίοδο είναι αδύνατον να ήταν ανόητος στην καθημερινή γλώσσα και σκέψη… Άνθρωποι με την ικανότητα να φτιάχνουν γυαλί και να υψώνουν και να μετακινούν τεραστίων διαστάσεων πέτρες πρέπει, τουλάχιστον, να διέθεταν την κατάλληλη νοημοσύνη, ώστε να μην εκλαμβάνουν ένα πράγμα, ταυτόχρονα ως το ίδιο και ως το αντίθετό του. Πως τότε να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι οι Αιγύπτιοι επέτρεψαν στους εαυτούς τους μια τόσο αντιφατική γλώσσα;… Ότι απέδιδαν σε δυο αντίθετες έννοιες το ίδιο φωνητικό σύμβολο κι ότι έδεναν μεταξύ τους πράγματα που αντιτίθονταν στον πιο μεγάλο βαθμό;»

Πριν γίνει η οποιαδήποτε απόπειρα ερμηνείας, πρέπει να αναφερθούμε και σε ένα άλλο στοιχείο αυτής της αλλόκοτης συμπεριφοράς της αιγυπτιακής γλώσσας. «Από όλες τις εκκεντρικότητες της αιγυπτιακής γλώσσας, ίσως το πιο ασυνήθιστο χαρακτηριστικό της, πέρα από την ύπαρξη λέξεων που συνδυάζουν αντίθετα νοήματα, είναι ότι περιέχει άλλες σύνθετες λέξεις, οι οποίες συντίθενται από δυο λέξεις με αντίθετο νόημα σχηματίζοντας μια νέα, η οποία όμως φέρει το νόημα μονάχα του ενός συνθετικού της. Επομένως, σε αυτήν την ασυνήθιστη γλώσσα δεν υπάρχουν μονάχα λέξεις που σημαίνουν ταυτόχρονα δυνατός και αδύναμος ή διατάξατε και υπακούσατε, αλλά και σύνθετες λέξεις, όπως ηλικιωμένος-νέος, μακριά-κοντά, συνδέω-διαχωρίζω, έξω-μέσα…, οι οποίες, ενώ συνθέτονται από τα δυο αντίθετά τους, σημαίνουν μόνον νέος, κοντά, συνδέω και μέσα, αντιστοίχως. Με αυτόν τον τρόπο, οι σύνθετες αυτές λέξεις συνδέουν σκόπιμα λέξεις με αντίθετο νόημα όχι για να παραχθεί μια τρίτη έννοια, όπως γίνεται στην κινεζική γλώσσα, αλλά για να χρησιμοποιηθεί αυτή η σύνθετη λέξη ώστε να εκφράζει το ένα από τα συνθετικά της – ένα συνθετικό που θα μπορούσε να έχει την ίδια σημασία από μόνο του…».

Παρ’ όλα αυτά, ο γρίφος της αιγυπτιακής γλώσσας μπορεί να λυθεί πιο εύκολα από ό,τι φαίνεται:

«Οι έννοιες που διαθέτουμε οφείλουν την ύπαρξή τους στην σύγκριση. Εάν υπήρχε μονάχα φως δεν θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε το φως από το σκοτάδι και, κατ’ επέκταση, δεν θα γνωρίζαμε καν την έννοια φως καθώς και την λέξη για να το ονομάσουμε»… «Είναι ξεκάθαρο ότι το κάθε πράγμα σε αυτόν τον κόσμο είναι σχετικό και διαθέτει ανεξάρτητη ύπαρξη μονάχα στον βαθμό που διαφοροποιείται στη σχέση του με άλλα πράγματα…». «Εφόσον, λοιπόν, η κάθε έννοια είναι, κατά αυτόν τον τρόπο, δίδυμη της αντίθετής της, με ποιο τρόπο θα μπορούσε κανείς να την πρωτοδιανοηθεί και να την επικοινωνήσει σε όποιον προσπαθούσε να την κατανοήσει, πέρα από το να την συγκρίνει με την αντίθετή της…». (ό.π, 15): «Εφόσον η έννοια του δυνατού δεν μπορούσε να διαμορφωθεί παρά ως αντίθεση της έννοιας αδύναμος, η λέξη που συμβόλιζε την έννοια δυνατός περιελάμβανε ταυτόχρονα μια επανάμνηση της έννοιας αδύνατος, διαμέσου της οποίας προήλθε. Στην πραγματικότητα, αυτή η λέξη δεν υποδείκνυε ούτε την έννοια δυνατός ούτε την έννοια αδύναμος, αλλά την σχέση και την αντίθεσή τους, από την οποία προήλθαν εξίσου…». «Ο άνθρωπος, ουσιαστικά, δεν θα μπορούσε να διαμορφώσει τις πρωταρχικές και πιο απλές έννοιές του, παρά ως αντιθέσεις των αντιθέτων τους, και μόνο συγκριτικά έμαθε να διαχωρίζει τις δυο όψεις μιας αντίθεσης και να επικεντρώνεται στη μία χωρίς την ανάγκη συνειδητής σύγκρισης με την άλλη.»

Εφόσον η γλώσσα εξυπηρετεί όχι μόνο την έκφραση των σκέψεων ενός ανθρώπου αλλά, στην ουσία, την κοινοποίηση αυτών των σκέψεων στους άλλους ανθρώπους, ένα ερώτημα που προκύπτει είναι πώς ο «αρχαίος Αιγύπτιος» κατάφερνε να κάνει τον διπλανό του «να καταλάβει ποια από τις δύο αντίθετες έννοιες ήθελε να του επικοινωνήσει στην οποιαδήποτε περίσταση». Στο γραπτό λόγο αυτό επιτυγχάνονταν με την βοήθεια των λεγόμενων «κατευθυντικών» συμβόλων, τα οποία, τοποθετημένα μετά από τα αλφαβητικά σύμβολα, προσέδιδαν σε εκείνα το νόημά τους χωρίς όμως τα ίδια να προφέρονται. (ό.π, 18): «Εάν, σε μια περίσταση, η αιγυπτιακή λέξη κεν χρησιμοποιούνταν για να υποδείξει την έννοια δυνατός, τότε, δίπλα από την λέξη αυτή, στον γραπτό λόγο, θα τοποθετούνταν η εικόνα ενός όρθιου άνδρα, ενώ, εάν η ίδια λέξη, σε άλλη περίσταση, χρησιμοποιούνταν για να υποδείξει την έννοια αδύναμος, τότε δίπλα της τοποθετούνταν η εικόνα ενός σκυφτού και χωλού ανθρώπου. Η πλειονότητα των υπολοίπων διφορούμενων λέξεων ακολουθούνταν, παρομοίως, από επεξηγηματικές εικόνες». Ο Άμπελ θεωρούσε πως στον προφορικό λόγο η επιθυμητή έννοια υποδεικνύονταν με χειρονομίες.

Σύμφωνα με τον Άμπελ, τα διπλά αντιθετικά νοήματα βρίσκονται στις «αρχαϊκές ρίζες» των λέξεων. Στην μετέπειτα πορεία ανάπτυξης της αιγυπτιακής γλώσσας, αυτή η χαρακτηριστική ασάφεια εξαφανίστηκε, και μπορεί κανείς να παρατηρήσει την εξέλιξή της έως τη σαφήνεια που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες γλώσσες. «Μια λέξη που αρχικά θα περιείχε δυο νοήματα χωρίζονταν στη μεταγενέστερη μορφή της γλώσσας σε δυο λέξεις, καθεμιά εκ των οποίων αυτονομούνταν νοηματικά, μέσω μιας διαδικασίας κατά την οποία καθένα από τα δύο αντιθετικά νοήματα επιδέχονταν μια τροποποίηση της αρχικής ρίζας». Για παράδειγμα, στα ιερογλυφικά, η λέξη κεν (δυνατός–αδύναμος) χωρίζεται στις λέξεις κεν (δυνατός) και καν (αδύναμος). Με άλλα λόγια, οι έννοιες οι οποίες για να συλληφθούν περνούσαν μέσα από μια αντίθεση, στο διάβα του χρόνου, οικειοποιήθηκαν από τους ανθρώπους σε τέτοιο βαθμό, ώστε τα δυο νοήματα να υπάρχουν ανεξάρτητα, επιτρέποντας έτσι την δημιουργία ξεχωριστών φωνητικών συμβόλων για το καθένα.

Σύμφωνα με τον Άμπελ, απόδειξη της ύπαρξης αρχαϊκών αντιθετικών εννοιών, εκτός της αιγυπτιακής γλώσσας, διαπιστώνεται και στις Εβραϊκές και Ίνδο-Ευρωπαϊκές γλώσσες. Το κατά πόσο απαντάται αυτό και σε άλλες γλωσσικές οικογένειες παραμένει άγνωστο, διότι παρ’ όλο που η αντίθεση πιθανά να υφίστατο στη σκέψη των ανθρώπων διαφορετικών φυλών, δεν είναι απαραίτητο αυτή να αποτυπώνονταν διακριτά στις λέξεις.

Ο Άμπελ εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι ο φιλόσοφος Μπέιν, αγνοώντας προφανώς την ύπαρξη αυτού του γλωσσικού φαινομένου, εξηγεί την ύπαρξη αυτής της διττής σημασίας των λέξεων ως μια λογική αναγκαιότητα. Τον εν λόγω χωρίο ξεκινάει με τις παρακάτω φράσεις:

«Η θεμελιώδης σχετικότητα της γνώσης, της σκέψης ή της συνειδητότητας, δεν μπορεί παρά να κάνει την εμφάνισή της και στην γλώσσα. Εάν ο,τιδήποτε που μπορούμε να γνωρίζουμε περιγράφεται ως μια μετάβαση από κάτι άλλο, τότε η κάθε εμπειρία πρέπει να έχει δυο πλευρές και, είτε το κάθε όνομα πρέπει να έχει δυο νοήματα, είτε το κάθε νόημα να έχει δυο ονόματα»[3].

Από το «Παράρτημα Παραδειγμάτων Αιγυπτιακών, Ινδο-Γερμανικών και Αραβικών Αντιθετικών Νοημάτων» επιλέγω μερικά παραδείγματα που θα εντυπωσίαζαν ακόμα και όσους από εμάς δεν είναι φιλόλογοι. Στη λατινική γλώσσα η λέξη altus σημαίνει «ψηλά» και «βαθειά», η λέξη sacer σημαίνει «ιερό» και «αθεόφοβο». Εδώ, έχουμε ολόκληρη την αντίθεση νοήματος χωρίς καμία τροποποίηση της εκφοράς της λέξης. Φωνητική μετατροπή για την διάκριση αντιφατικών λέξεων εμφανίζεται, για παράδειγμα, στις λέξεις clamare («να φωνάζω») – clam («να ησυχάζω»), siccus («ξηρό») – succus («χυμός»). Στα γερμανικά, η λέξη Boden («σοφίτα» ή «έδαφος») σημαίνει ακόμα το υψηλότερο και το χαμηλότερο σημείο ενός σπιτιού. Η λέξη μας bös (κακό) ταιριάζει με την λέξη bass (καλό). Στα Παλαιά Σαξονικά η λέξη bat («καλό») αντιστοιχεί στην αγγλική λέξη bad («κακό») και το αγγλικό απαρέμφατο to lock («κλειδώνω») στη γερμανική λέξη Lucke, Loch («τρύπα»). Μπορούμε να συγκρίνουμε την γερμανική λέξη kleben («κολλάω») με την αγγλική λέξη cleave («διασπάω»), τις γερμανικές λέξεις stumm («βουβό», «άλαλο») και stimme («φωνή») και ούτω καθ’ εξής. Με αυτόν τον τρόπο ακόμα και το συχνά χλευασμένο «lucus a non lucendo»[4] αποκτά κάποιο νόημα.

Στο κείμενό του «Η Προέλευση της Γλώσσας» ο Άμπελ (1885, 305) εφιστά την προσοχή σε κάποιες περαιτέρω ενδείξεις των δυσκολιών της αρχαίας σκέψης. Ακόμα και σήμερα ο Άγγλος, για να αποδώσει την Γερμανική λέξη ohne («χωρίς») λέει withoutmitohne», «με-χωρίς», στα γερμανικά) και ο Ανατολικός Πρώσσος κάνει το ίδιο. Η αγγλική λέξη with («με»), η οποία σήμερα αντιστοιχεί στη γερμανική λέξη mit, αρχικά σήμαινε τόσο «με», όσο και «χωρίς», όπως υποδεικνύεται στις λέξεις withdraw[5], withhold[6].

Ο ίδιος μετασχηματισμός παρατηρείται και στις γερμανικές λέξεις wider («εναντίον») και wieder («επανά-»).

Ως προς την σύγκριση με την λειτουργία των ονείρων, υπάρχει ένα ακόμα εξαιρετικά αλλόκοτο χαρακτηριστικό της αιγυπτιακής γλώσσας που είναι σημαντικό. «Στα αιγυπτιακά οι λέξεις φαίνεται – όπως θα πούμε αρχικά – να μπορούν να αντιστρέψουν την εκφορά καθώς και το νόημά τους. Ας υποθέσουμε ότι η γερμανική λέξη gut (καλό) είναι αιγυπτιακή: η λέξη θα μπορούσε έτσι να σημαίνει «κακό» όσο και «καλό» και να προφέρεται gut όσο και tug. Πλειάδα παραδειγμάτων παρόμοιας φωνητικής αντιστροφής, τα οποία παραείναι συχνά για να θεωρηθούν τυχαία, παρατηρούνται, επίσης, στις Άριες και Εβραϊκές γλώσσες. Περιοριζόμενοι στις γερμανογενείς γλώσσες[7], μπορούμε να αναφέρουμε: Topf–pot, boat – tub, wait–täuwen, hurry–Ruhe, care–reck, BalkenKlobe, club[8]. Εάν εξετάσουμε άλλες Ινδο-Γερμανικές γλώσσες, ο αριθμός παρόμοιων παραδειγμάτων αυξάνεται αντίστοιχα. Για παράδειγμα, η λατινική λέξη capere (παίρνω) και η γερμανική λέξη packen (αρπάζω), η λατινική λέξη ren (νεφρό) και η γερμανική λέξη niere (νεφρό), η αγγλική λέξη leaf (φύλλο) και η λατινική λέξη folium (φύλλο), η ρωσική λέξη duma (σκέψη), η ελληνική λέξη θυμός[9], οι ινδικές λέξεις medh,mudha (νους) και η γερμανική λέξη Mut (θάρρος), η γερμανική λέξη rauchen (καπνίζω) και η ρωσική λέξη Kurit (καπνίζω), η γερμανική λέξη kreischen (ουρλιάζω) και το αγγλικό απαρέμφατο to shriek (να ουρλιάζω), κ.λ.π».

Ο Άμπελ προσπαθεί να εξηγήσει το φαινόμενο της φωνητικής αντιστροφής ως έναν αναδιπλασιασμό της ρίζας. Εδώ ίσως δυσκολευτούμε να συμφωνήσουμε με τον φιλόλογο. Θυμόμαστε την σχετική αρέσκεια που επιδεικνύουν τα μικρά παιδιά να παίζουν με τις λέξεις αντιστρέφοντάς τις καθώς και το πως η ονειρική λειτουργία πολλές φορές χαρακτηρίζεται από μια αντιστροφή των αναπαραστάσεων, για διαφορετικούς σκοπούς (σε αυτήν την περίπτωση αυτό που αντιστρέφεται είναι οι εικόνες αντί οι λέξεις). Ίσως, λοιπόν, είναι προτιμότερο να αναζητήσουμε την προέλευση της φωνητικής αντιστροφής των λέξεων σε κάποιον βαθύτερο παράγοντα[10].

Σε ό,τι αφορά την αντιστοίχηση μεταξύ της ιδιαιτερότητας των ονείρων που αναφέρθηκε στην αρχή του άρθρου και της πρακτικής που ανακάλυψαν οι φιλόλογοι στις αρχαίες γλώσσες, πιθανά βρίσκουμε μια επιβεβαίωση της θέσης που έχουμε διατυπώσει για τον ανακλητικό και αρχαϊκό χαρακτήρα της έκφρασης των σκέψεων στα όνειρα. Παράλληλα, εμείς οι ψυχίατροι δεν μπορούμε να αποφύγουμε την υπόνοια ότι θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε και να μεταφράσουμε καλύτερα την γλώσσα των ονείρων, εάν γνωρίζαμε περισσότερα για την ανάπτυξη της γλώσσας[11].

[1] Η Ερμηνεία των Ονείρων (1900α), σ. 787.

[2] Συγκρίνετε με Γ. Χ. Βον Σούμπερτ (1814, Κεφάλαιο ΙΙ). [Σημείωση του συγγραφέα, στο πρωτότυπο].

[3] Μπέιν (1870, 1, 54).

[4] «Lucus» («άλσος» στα λατινικά) λέγεται πως προέρχεται από το «Lucere» («λάμπω») επειδή εκεί δεν λάμπει (αποδίδεται στον Κοϊντιλιανό) [Σημείωση του συγγραφέα, στο πρωτότυπο]. [ΣτΜ]: Πρόκειται για τη Ρωμαϊκή συνήθεια να παράγονται λέξεις σύμφωνα με τα σημασιολογικά αντίθετά τους.

[5] [ΣτΜ]: αποσύρω

[6] [ΣτΜ]: παρακρατώ, συγκρατώ.

[7] [ΣτΕ]: Κλάδος της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών που ομιλούνται από ένα αρκετά μεγάλο πληθυσμό της Δυτικής Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής και της Αυστραλασίας. Η κοινή πρόγονος όλων των γλωσσών στον κλάδο αυτό ονομάζεται Πρωτο – γερμανική (γνωστή και ως Κοινή Γερμανική). Οι ευρύτερα ομιλούμενες γλώσσες του κλάδου αυτού είναι η αγγλική και η γερμανική.

[8] [ΣτΜ]: Η λέξη «Topf» σημαίνει «pot» («κατσαρόλα») στα αγγλικά∙ οι αγγλικές λέξεις «boat» («βάρκα») και «tub» («μπανιέρα»)∙ η αγγλική λέξη «wait» («περιμένω») και η γερμανική λέξη «täuwen» («αργοπορώ»), που στα αγγλικά αποδίδεται με την λέξη «tarry»∙ η αγγλική λέξη «hurry» («βιασύνη») και η γερμανική λέξη «Ruhe(«ανάπαυση») αποδίδεται στα αγγλικά με την λέξη «rest», οι αγγλικές λέξεις «care» («φροντίδα») και «reck» («κατεστραμένο»), η γερμανική λέξη «Balken» («δοξάρι») και η γερμανική λέξη «Klobe» («κούτσουρο») και η αγγλική λέξη «club» («μπαστούνι»).

[9] [ΣτΕ]: Ελληνικά στο πρωτότυπο. Το θυμικόν, με την Πλατωνική έννοια.

[10] Για το φαινόμενο της φωνητικής αντιστροφής των λέξεων (μετάθεση), το οποίο πιθανώς συγγενεύει στενότερα με την λειτουργία των ονείρων, απ’ ότι το φαινόμενο των λέξεων με αντίθετα νοήματα (αντίθεση), ανατρέξτε στον Meyer-Rinteln (1909). [Σημείωση του συγγραφέα, στο πρωτότυπο].

[11] Είναι επίσης εύλογο να υποθέσουμε ότι το αρχικό αντιφατικό νόημα των λέξεων αντανακλά τον μηχανισμό εκείνο που εκμεταλλεύονται, για διάφορους σκοπούς, οι γλωσσικές παραδρομές, οι οποίες οδηγούν στο να λεχθεί το αντίθετο από το σκοπούμενο. [Σημείωση του συγγραφέα, στο πρωτότυπο].


Η παρούσα μετάφραση πραγματοποιήθηκε για να εξυπηρετήσει, αποκλειστικά, τους εκπαιδευτικούς σκοπούς του Φόρουμ της Αθήνας & του Ψυχαναλυτικού Ινστιτούτου Αθηνών και δεν υπόκειται σε κανενός είδους εμπορική ή άλλη εκμετάλλευση.

©Φόρουμ της Αθήνας, της Δ – Φ, της Σχολής Ψυχανάλυσης των Φόρουμ του Λακανικού Πεδίου, 2013
©Ψυχαναλυτικό Ινστιτούτο Αθηνών, 2013