Πατέρας του κύριου Ονόματος – Πατέρας από το κύριο Όνομα
Πρελούδιο, Φόρουμ της Πολωνίας
1η διαδικτυακή ημερίδα των Φόρουμ της Πολύγλωσσης Ζώνης ΔΦ-ΣΨΦΛΠ
Το ερώτημα «Τι είναι ένας πατέρας;», που προτάθηκε από το Φόρουμ της Αθήνας ως θέμα της πρώτης Ημερίδας της Πολυγλώσσου Ζώνης, θέτει μια φιλόδοξη πρόκληση. Αρχικά, σχετικά με την βαρύτητα του ίδιου του θέματος και των πολυεπεξεργασιών καθ’ όλη την διάρκεια της διδασκαλίας του Λακάν πάνω στην λειτουργία του πατέρα. Το ερώτημα είναι να γνωρίζουμε αν έχουμε παρόμοια ανάγνωσή της, προπάντων εφόσον στην Πολύγλωσσο Ζώνη, εκπροσωπούμαστε έξι λακανικά φόρουμ και ένα υπό διαμόρφωση από πέντε χώρες (Ελλάδα, Λίβανος, Πολωνία, Ρουμανία και Τουρκία) όπου η διδασκαλία του Λακάν μοιάζει να είναι πολύ λίγο διαθέσιμη στην μητρική της γλώσσα και η λιγότερο διαδεδομένη μεταξύ των επαγγελματιών οι οποίοι ενδιαφέρονται για την ψυχική υγεία των υποκειμένων, συγκρινόμενη με άλλες ζώνες της IF-EPFCL.
Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, καθώς και το γεγονός ότι πρόκειται ίσως για μια συνάντηση με αντιπροσώπους διαφορετικών ψυχολογικών, ψυχιατρικών καθώς και άλλων ψυχαναλυτικών ρευμάτων, επέλεξα να παρουσιάσω τις κύριες γραμμές αυτού που στον Λακάν, σχετικά με την πατρική λειτουργία, βρίσκεται στον αντίποδα αυτών των άλλων προσεγγίσεων.
Το 1963 ο Λακάν πρότεινε να συνδεθεί με τον πατέρα η λειτουργία του κύριου Ονόματος[1] και από το 1974 συνέχισε τον προβληματισμό του πάνω στην λειτουργία της ονοματοθεσίας[2] (2). Αυτός ο προσδιορισμός αποσυνδέει την λειτουργία του Ονόματος-του-Πατέρα, δηλαδή του πατέρα ο οποίος ονομάζει, από τον πραγματικό πατέρα. Διαφοροποιώντας τον, ο Λακάν υπογραμμίζει την σπουδαιότητα αυτής της λειτουργίας ονοματοθεσίας. Γιατί; Φαίνεται ότι μια πρώτη απάντηση είναι πως η λειτουργία της ονοματοθεσίας επιτρέπει στο υποκείμενο να συνδέσει την ευχαρίστησή του με την επιθυμία του, στηριζόμενο στην γλώσσα, κάτι το οποίο είναι σημαντικό γιατί αποσυνδεδεμένη, αυτή η ευχαρίστηση προκαλεί μια σύγχυση στη ζωή του υποκειμένου. Ο σκοπός αυτής της λειτουργίας δεν είναι λοιπόν να εγγράψει το υποκείμενο στον κοινωνικό κανόνα (ούτε να το κάνει να ταυτιστεί με το βιολογικό του φύλο), γιατί κατά τον Λακάν δεν είναι αυτό το οποίο του επιτρέπει να βγει από την θέση του, του ενός Χωρίς-Όνομα, όπως προσδιορίζει τον νευρωτικό[3]. Παρά το πατρώνυμό του, το υποκείμενο δεν έχει όνομα που να του είναι ίδιον. Με την λειτουργία της ονοματοθεσίας, πρόκειται μάλλον – αυτή είναι η δεύτερη απάντηση – να παραχθεί ένα υποκείμενο το οποίο μπορεί να έχει πρόσβαση σε μια ξεκάθαρη μοναδικότητα. Θα αναπτύξω περαιτέρω αυτό το σημείο.
Το επιχείρημα και το πρώτο πρελούδιο έχουν ήδη συνοψίσει τα βασικά στοιχεία και τις αλλαγές μέσα στην σκέψη του Λακάν σχετικά με την πατρική λειτουργία, κάτι το οποίο μου επιτρέπει να αναφερθώ στο σημαίνον Όνομα-του-Πατέρα. Είναι ένα σημαίνον με συμβολικό προσδιορισμό, η έλλειψη του οποίου είναι κατά τον Λακάν αιτία της ψύχωσης[4]. Υποστηρίζει ωστόσο εξαρχής ότι η παρουσία αυτού του σημαίνοντος αντιμετωπίζει εξαιρετικά την πραγματική απουσία ενός πατέρα εντός της οικογένειας[5].
Η λειτουργία της ονοματοθεσίας δεν περνάει απαραίτητα ούτε από την διαμεσολάβηση του πραγματικού πατέρα. Παρόλα αυτά, αντίθετα με το σημαίνον Όνομα-του-Πατέρα, το γεγονός ότι ο πατέρας ονομάζει, αγγίζει το πραγματικό. Αυτή η λειτουργία του λέγειν ενέχει τη θέση ενός γεγονότος, άρα κάποιου πράγματος το οποίο έλαβε χώρα ή όχι. Εάν το γεγονός έλαβε χώρα, αυτή η λειτουργία συνδέει με αποτελεσματικό τρόπο τις τρεις διαστάσεις (το πραγματικό, το συμβολικό και το φαντασιακό) κατά τον βορρόμειο τρόπο. Συνάγεται το πραγματικό υποκείμενο το οποίο δεν είναι μόνο υποτιθέμενο συμβολικά στην αλυσίδα της ομιλίας, αλλά αναφέρεται στο πραγματικό του σώματος[6]. Η λειτουργία της ονοματοθεσίας ανταποκρίνεται στην αναγκαιότητα να συνδεθεί αυτό το πραγματικό του σώματος με τη νοοτροπία, διαφορετικά το υποκείμενο βρίσκεται μεταξύ παραληρήματος και αυτισμού. Αυτή η νοοτροπία των ομιλούντων αντιστοιχεί στο φαντασιακό του RSI[7] και στην αυτοεκτίμηση η οποία συμβάλλει ώστε το υποκείμενο να λατρέψει το σώμα του[8]. Διαθέτω μια νοοτροπία σημαίνει ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ της διάστασης του συμβολικού, που αποτελείται από τις λέξεις και τους ήχους της γλώσσας, και την φαντασιακή διάσταση, η οποία αναφέρεται στις αναπαραστάσεις του σώματος αλλά χωρίς όμως να έχει καμία επαφή με το πραγματικό του σώματος. Εξ’ ου και η αναγκαιότητα το πραγματικό να είναι συνδεδεμένο με την νοοτροπία μέσα από την λειτουργία της ονοματοθεσίας.
Η ονοματοθεσία εκτείνεται από την απόδοση ενός κοινού ονόματος έως την απόδοση ενός κυρίου ονόματος. Αυτή η διάκριση εισήχθη από τους γραμματικούς. Το κοινό όνομα αναφέρεται σε όλα τα άτομα ή αντικείμενα τα οποία ανήκουν σε μια ίδια κατηγορία. Έχει μια γενική σημασία και έναν αντικειμενικό ορισμό, όπως για παράδειγμα «πατέρας». Όσον αφορά στο κύριο όνομα, επιτρέπει να διακρίνουμε το άτομο από την κατηγορία στην οποία ανήκει× κατά συνέπεια δεν έχει κανέναν συγκεκριμένο ορισμό. Το κύριο όνομα αναφέρεται στο υποκείμενο και του είναι αποκλειστικό. Ο Φρόυντ μας έδωσε ένα λαμπρό παράδειγμα: επινοώντας το όνομα Ο άνθρωπος με τα ποντίκια, ψευδώνυμο το οποίο αποσκοπούσε στην προστασία της ιδιωτικής ζωής του ασθενούς, του απέδωσε μια μοναδική ταυτότητα. Αυτό το παράδειγμα δείχνει πώς το σύμπτωμα κάνει το κύριο Όνομα, ένα είδος μοναδικής υπογραφής, όπως συμβαίνει με τους καλλιτέχνες.
Αλλά από πού προκύπτει αυτό το ερώτημα του ενός κυρίου Ονόματος; Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Λακάν, προέρχεται από την σύνθετη συγκρότηση του υποκειμένου και τις δύο διεργασίες του. Για να υπάρχει το υποκείμενο στο πραγματικό, δεν αρκεί να έρθει στον κόσμο μόνο με το πραγματικό του δικού του σώματος × του χρειάζεται επίσης ένα αίτιο, επειδή δεν είναι το ίδιο το υποκείμενο το αίτιό του. Αυτό το αίτιο είναι το παρεπόμενο της γλώσσας× είναι το κύριο σημαίνον το οποίο το διχάζει. Κατά την διεργασία της αλλοτρίωσης εισάγεται η θεμελιώδης εξάρτηση του υποκειμένου στη γλώσσα η οποία του επιτρέπει να του αποδοθεί ένα νόημα ως τέτοιου. Παρόλα αυτά, την ίδια στιγμή, η αναπαράσταση από το σημαίνον συντελεί στο να εξαφανιστεί ως υποκείμενο, επειδή το σημαίνον το οποίο παράγει την σημασία εκθλίβει το υποκείμενο. Αυτή η λειτουργία της αλλοτρίωσης προέρχεται από το γεγονός ότι, δίνοντάς του νόημα, το σημαίνον στερεί το υποκείμενο από το μη-νόημα[9], εξ ου και η αναγκαιότητα της ερμηνείας ως διφορούμενης, κομίζουσα την κίνηση η οποία θα το ξαναζωντανέψει.
Το κύριο σημαίνον είναι ο παράγοντας της λειτουργίας του ασυνειδήτου και, όταν το υποκείμενο έχει το κύριο σημαίνον του, μπορούμε να υποθέσουμε την ύπαρξή του. Λόγω της δομής της γλώσσας, το υποκείμενο δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί παρά μόνο από ένα σημαίνον για ένα άλλο σημαίνον, οπότε δεν εμφανίζεται παρά μόνο σαν έκλειψη μεταξύ των δύο σημαινόντων. Πάντα σε αναζήτηση της ουσίας του, στην διεργασία του αποχωρισμού, δεύτερο στην αιτιότητα του υποκειμένου, ανακτά την ισοδυναμία του σε αυτό που είναι σαν υποκείμενο του ασυνειδήτου μέσα στην επιθυμία του Άλλου. Υποκαθίσταται στη θέση του αντικειμένου του αιτήματος του Άλλου – στοματικό, πρωκτικό, βλεμματικό και φωνητικό – το οποίο αποτελεί μια περιστασιακή ουσία του αντικειμένου α, αντικείμενου χωρίς πιθανή αναπαράσταση. Το τέλος της ανάλυσης, είναι, μεταξύ άλλων, το τέλος που δίνεται σε αυτή την ισοδυναμία η οποία ανοίγει το υποκείμενο πάνω στο κενό.
Το κύριο Όνομα αναφέρεται στο γεγονός ότι είναι δύσκολο για το υποκείμενο να αυτό-προσδιοριστεί από τα σημαίνοντά του. Αυτό το όνομα εμφανίζεται λοιπόν εκεί όπου το υποκείμενο έρχεται αντιμέτωπο με την αμείωτη και άπειρη τρύπα η οποία ονομάζεται ασυνείδητο. Καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του υποκειμένου αυτή η τρύπα καλύπτεται από ταυτίσεις που προκύπτουν από τους δεσμούς του με κάποιους σημαντικούς Άλλους. Αυτές οι ταυτίσεις κάνουν τη ζωή του ευκολότερη μέχρι τη στιγμή που αρχίζουν να παράγουν την αδυναμία του. Η εμπειρία της ψυχανάλυσης αποφλοιώνει αυτές τις ταυτίσεις του υποκειμένου, με την προϋπόθεση ότι είναι έτοιμο να τις αντιμετωπίσει, γιατί δεν είναι έτοιμα όλα τα υποκείμενα. Το κύριο όνομα είναι αυτό το οποίο επιχειρεί να αναπληρώσει αυτή την αδυναμία της ταύτισης. Αυτό το κύριο Όνομα, σε αντίθεση με το πατρώνυμο, δεν έχει ομώνυμο.
Αλλά από πού προέρχεται το «ο Πατέρας ως Όνομα»; Σύμφωνα με τον Λακάν, είναι, ανά στιγμές, « ανάδευμα », απ’ αυτή την τρύπα του ασυνειδήτου η οποία “έχει μάλλον τη συνήθεια να καταβροχθίζει”[10]. Αυτό το οποίο ονομάζεται έτσι, είναι αυτό το οποίο δεν περνάει στο σημαίνον, πραγματικό λοιπόν, συμπεριλαμβανομένου του αντικειμένου. «Ένας πατέρας άξιος του ονόματός του», μέσα από την ονοματολογία των αντικειμένων του – τα παιδιά του και την γυναίκα –σύμπτωμά του – τα μυεί στην ιστορία των γενεών και μέσα σε μια μη- ανώνυμη επιθυμία η οποία πάει πέρα από την αναπαραγωγή των σωμάτων[11]. Είναι με αυτή την ονοματολογία που δένει το πραγματικό με το συμβολικό και το φαντασιακό, δένει λοιπόν την ομιλία μέσα από την οποία το υποκείμενο αναπαρίσταται, με το πραγματικό της απόλαυσης η οποία αναφέρεται στο σώμα του. Τα ονόματα τα οποία απαντούν σε αυτή την έλλειψη κατηγορήματος μέσα στο πραγματικό για το υποκείμενο είναι τα Ονόματα του Πατέρα τα οποία μπορούν να υπάρξουν και μπορούν προσπεράσουν έναν πραγματικό πατέρα.
Ωστόσο αυτό το δέσιμο της ονοματοθεσίας πρέπει να επισημοποιηθεί. Αυτό συνέβη και με την περίπτωση αυτό-απονομής του ονόματος, Ο καλλιτέχνης, από τον Τζόυς[12], ο οποίος επιπλέον δεν είχε πατέρα στην ονομαστική λειτουργία. Η αναγνώριση από τους άλλους (τους αναγνώστες) καταχώρησε έτσι αυτό το υποκείμενο με το κύριο όνομά του στον κοινωνικό δεσμό.
Εν κατακλείδι, ο Λακάν αναστρέφει το πράγμα και δηλώνει ότι η πράξη του εκείνος που ονομάζει είναι, αφ’ εαυτού, ο πατέρας[13]. Έτσι, αυτό το οποίο δίνει το Όνομα το οποίο αναφέρεται στο ασυνείδητο ονομάζεται «πατέρας». Αυτή η θέση καθιστά τους πραγματικούς πατέρες υποταγμένους σε μια πιο γενική λειτουργία ονοματοθεσίας, εξ ου και τα Ονόματα του Πατέρα στον πληθυντικό. Επιπλέον, η αναφορά σε αυτό τον τίτλο του Ονόματος-του-Πατέρα μοιάζει να υπογραμμίζει την αναγκαιότητα να παραχθεί ένα όνομα απόλαυσης στην οποία το υποκείμενο ταυτίζεται[14].
Το Όνομα-του-Πατέρα – το οποίο σύμφωνα με τον Λακάν μπορεί να είναι, «όπως μέσα στον βορρόμειο κόμβο, σε άπειρο αριθμό»[15] – δεν είναι αφ’ εαυτού ένα κύριο Όνομα, αλλά μια λειτουργία του ασυνειδήτου. Έτσι, «ένας πατέρας-σύμπτωμα»[16] διαθέτει ένα κύριο Όνομα, αλλά δεν διαθέτει κάποια λειτουργία. Τα ονόματα των Ονομάτων του Πατέρα δεν είναι έμφυλα, γιατί δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση και η απόλαυσή μας βασίζεται πάνω σε αντικείμενα υπέρ-απόλαυσης. Η κλινική εμπειρία που απορρέει από την ψυχανάλυση και από άλλες πηγές (Τζόυς) οδήγησε τον Λακάν να συμπεράνει ότι η λειτουργία του Όνοματος-του-Πατρός είναι ενδεχόμενη, επομένως αδύνατον να προγραμματιστεί με ειδικές υποδείξεις οι οποίες θα μπορούσαν να δίνονται στους γονείς και στους πατέρες ειδικότερα. Είναι επίσης αποσυνδεδεμένη από την οικογένεια (ανεξάρτητα από το καθεστώς της: συζυγική ζωή, συντροφική σχέση ή συγκατοίκηση), της εμφυλοποίησης και της αναπαραγωγής. Αυτή η προοπτική μας επιτρέπει να μην προσκολληθούμε στην ετερο-κανονικότητα, ούτε όσον αφορά την σεξουαλικότητα ούτε όσον αφορά την πατρική φιγούρα[17] (17).
Θέτει ωστόσο τουλάχιστον ένα ερώτημα για τη συζήτησή μας : τι αλλάζει αυτό για εμάς στην πρακτική της ψυχανάλυσης, για παράδειγμα στην ερμηνεία ;
Anna Wojakowska-Skiba,
Φόρουμ της Πολωνίας, Μέλος της Σχολής EPFCL-France
[1] Lacan, J., Σεμινάριο Les Noms du Père που αποτελεί ένα μάθημα της 20ης Νοεμβρίου 1963, Version AFI.
[2] [2] Lacan, J., Σεμινάριο R.S.I., Livre XXII, 1974-1975, Version AFI, μάθημα της 15ης Απριλίου 1975 και 13ης Μαϊου 1975.
[3] Lacan, J., Subversion du sujet et dialectique du désir dans l’inconscient freudien, Écrits, Paris ; Seuil, 1966, p. 826.
[4] Lacan, J., Σεμινάριο L’insu que sait de l’une bévue s’aile à mourre. Livre XXIV, 1976-1977, Version Staferla, μάθημα της 11ης Ιανουαρίου 1977.
[5] Lacan, J., Question préliminaire à tout traitement de la psychose (1957/58) , Écrits, Chapitre IV : Du côté de Schreber, Paris: Éd. Du Seuil, 1966, p. 557.
[6] Soler, C., Lacan, l’inconscient reinventé, PUF, 2009, p. 13.
[7] Lacan, J., Σεμινάριο R.S.I., op. cit., μάθημα της 11ης Μαρτίου 1975.
[8] Lacan, J., Σεμινάριο Sinthome, 1975 – 1976, Version de l’Association Freudienne, μάθημα της 13ης Ιανουαρίου 1976.
[9] Lacan, J., Position de l’inconscient, Les Ecrits, Seuil, 1996, pp. 835, 840-841, 844, 848-849.
[10] Lacan, J., Σεμινάριο R.S.I., op. cit., μάθημα της 15ης Απριλίου 1975.
[11] Lacan, J., Σεμινάριο R.S.I., op. cit., μάθημα της 17ης Δεκεμβρίου 1974, p. 65-66.
[12] Το οποίο βρίσκεται στον τίτλου του βιβλίου του το 1916, A Portrait of the Artist as a Young Man (Sinthome, Μάθημα της 18ης Νοεμβρίου 1975, 13ης Ιανουαρίου 1976 και 11ης Μαϊου 1976).
[13] Lacan, J., Σεμινάριο R.S.I., op. cit., μάθημα της 11ης Μαρτίου 1975.
[14] Izcovich, L. Du Nom-du-Père au père qui nomme, Champ lacanien, vol. 3, no. 1, 2006, pp. 23-31.
[15] Lacan, J., Σεμινάριο R.S.I., op. cit., μάθημα της 15ης Απριλίου 1975.
[16] Lacan, J., Σεμινάριο R.S.I., op. cit., μάθημα της 21ης Ιανουαρίου 1975 r.
[17] Soler, C., Nomination et contingence, Champ lacanien, vol. 3, no. 1, 2006, pp. 13-19.
Prélude Forum Polskie Pola Lacanowskiego
Ojciec własnego Imienia
Pytanie „Kim jest ojciec?”, zaproponowane przez Forum Ateńskie jako temat pierwszego Dnia Obszaru Wielojęzycznego, stanowi ambitne wyzwanie. Przede wszystkim z powodu samego zakresu tematu i wielu zmian w nauczaniu Lacana na temat funkcji ojca. Pytanie, czy czytamy je podobnie, szczególnie, że w Obszarze Wielojęzycznym reprezentujemy siedem forów lacanowskich z pięciu krajów (Grecji, Libanu, Polski, Rumunii i Turcji), gdzie nauczanie to wydaje się być najmniej dostępne w języku ojczystym i najmniej rozpowszechnione wśród specjalistów zainteresowanych życiem psychicznym podmiotów, w porównaniu z innymi obszarami współpracy IF-EPFCL.
Biorąc pod uwagę to oraz fakt, że prawdopodobnie będzie to spotkanie forów lacanowskich z przedstawicielami różnych nurtów psychologii, psychiatrii i psychoanalizy, postanowiłam opisać to, co u Lacana w kwestii funkcji ojcowskiej znajduje się na antypodach wobec wszelkich innych podejść.
W 1963 r. Lacan zaproponował powiązanie z ojcem funkcji Imienia własnego[1], a począwszy od 1974 r. kontynuował swoją refleksję na temat funkcji nominacji[2]. To podejście odłącza funkcję Imienia-Ojca, a więc ojca jako nadającego imię, od ojca realnego. Odróżniając ją, Lacan podkreśla jej wagę. Dlaczego? Wydaje się, że po pierwsze dlatego, że funkcja nadawania imienia pozwala podmiotowi na powiązanie jego rozkoszy (z fr. jouissance) z jego pragnieniem w oparciu o mowę, co jest istotne, bowiem brak tego powiązania skutkuje zamieszaniem w życiu podmiotu. Celem tej funkcji nie jest zatem wpisanie podmiotu w normę społeczną (ani prowadzenie go w kierunku utożsamienia się z płcią biologiczną), ponieważ według Lacana to nie to pozwoli mu na opuszczenie pozycji kogoś Bez Imienia, jak nazywa neurotyka[3]. Pomimo nazwiska podmiot nie ma bowiem imienia, które byłoby jego własne. Dzięki funkcji nominowania, chodzi raczej o to – i to jest druga odpowiedź – by powstał podmiot, który może uzyskać dostęp do wyrafinowanej szczególności. Rozwijam tę kwestię dalej.
W zapowiedzi i pierwszym preludium podsumowano już główne elementy i zmiany w myśli Lacana odnośnie funkcji ojcowskiej, co pozwala mi nawiązać do znaczącego Imię-Ojca. Jest to znaczący zdeterminowany symbolicznie, którego brak był dla Lacana przyczyną psychozy[4]. Jednak od samego początku Lacan twierdził, że obecność tego znaczącego doskonale współistnieje z realną nieobecnością ojca rodziny[5].
Również funkcja nadawania imienia nie musi w sposób konieczny przechodzić przez pośrednictwo ojca realnego. Jednak w przeciwieństwie do znaczącego Imię-Ojca to, że ojciec nazywa dosięga realnego. Ta funkcja wypowiadania (z fr. dire) ma status wydarzenia, a więc czegoś, co miało lub nie miało miejsca. Jeśli miało miejsce, funkcja ta skutecznie wiąże ze sobą trzy konsystencje – realną, symboliczną i wyobrażeniową – na sposób boromejski. Skutkiem tego jest podmiot realny, który nie jest już jedynie zakładany symbolicznie w łańcuchu mowy, ale odnosi się do realnego ciała[6]. Funkcja nominacji odpowiada na potrzebę powiązania realnego ciała z psychicznością (z fr. mentalité), bez tego powiązania podmiot znajduje się pomiędzy urojeniem a autyzmem. Ta psychiczność bytów mówiących odpowiada wyobrażeniowemu z RSI[7] i miłości własnej, sprawiającej, że podmiot wielbi swoje ciało[8]. Posiadanie psychiczności oznacza istnienie węzła złożonego z dwóch wymiarów, symbolicznego, który składa się ze słów i dźwięków mowy oraz wyobrażeniowego, który odnosi się do wyobrażeń ciała, ale nie dosięga realnego ciała. Stąd konieczność powiązania psychiczności z realnym, realizowana przez funkcję nadawania imienia.
Nazywanie rozpościera się od przypisania imienia pospolitego do przypisania imienia własnego, które to rozróżnienie zostało wprowadzone przez gramatyków. Imię pospolite odnosi się do wszystkich osób lub przedmiotów należących do tej samej kategorii. Ma ogólne znaczenie i obiektywną definicję, jak na przykład „ojciec”. Natomiast imię własne pozwala odróżnić jednostkę od kategorii, do której należy, stąd nie ma ono żadnej specyficznej definicji. Imię własne odnosi się do jednostki i wyłącznie do określonej jednostki. Freud dał nam tego doskonały przykład, wraz z pseudonimem Człowiek od Szczurów, mającym na celu ochronę prywatności pacjenta, jednocześnie nadał mu niepowtarzalną tożsamość. Ten przykład pokazuje jak symptom przełożył się na Imię własne, rodzaj osobistego podpisu, jak u artystów.
Ale skąd ta kwestia posiadania imienia własnego? W świetle nauczania Lacana wynika ona ze złożoności konstytuowania się podmiotu i jego dwóch operacji. Aby podmiot istniał w realnym, nie wystarczy mu przyjść na świat z realnym swojego ciała; potrzebuje on jeszcze przyczyny, ponieważ nie jest swoją własną przyczyną. Ta przyczyna to efekt języka; to znaczący mistrzowski, który go przepoławia. Operacja alienacji wprowadza podstawową zależność podmiotu od języka, co pozwala mu nadać sobie sens. Jednocześnie jednak reprezentacja przez znaczący sprawia, że podmiot znika, ponieważ znaczący wytwarzając sens, przyćmiewa podmiot. Zabijający wpływ alienacji wynika z tego, że nadając sens, znaczący pozbawia podmiot bezsensu[9], stąd potrzeba interpretacji jako dwuznacznej, by wprowadzić ruch, który go ożywi. Znaczący mistrzowski jest agensem funkcji nieświadomego; kiedy podmiot ma znaczący mistrzowski, możemy założyć jego istnienie jako podmiotu. Ze względu na strukturę języka podmiot może być reprezentowany tylko przez znaczący dla innego znaczącego, pojawia się on więc jedynie w zaćmieniu między dwoma znaczącymi. Nadal w poszukiwaniu swej istoty, w ramach operacji separacji, drugiej w ustanawianiu przyczyny podmiotu, znajduje on swoją równoważność z tym, kim jest jako podmiot nieświadomego w pragnieniu Innego. Otóż podstawia się on pod obiekt domagania się Innego – oralnego, analnego, skopicznego i przywoławczego – stanowiący substancję epizodyczną obiektu a, obiektu bez możliwej reprezentacji. Koniec analizy to między innymi koniec ustanawiania tej równoważności, otwierający podmiot na pustkę.
Imię własne odnosi się do faktu, że podmiotowi trudno jest się określić poprzez swoje znaczące. Dlatego imię to pojawia się tam, gdzie podmiot staje naprzeciw nieredukowalnej i nieskończonej dziury, nazwanej nieświadomym. Przez całe życie podmiotu tę dziurę zakrywają identyfikacje wynikające z jego więzi z kilkoma ważnymi Innymi. Identyfikacje te ułatwiają mu życie aż do momentu, gdy zaczną wywoływać jego niemoc. Doświadczenie psychoanalizy pozbawia podmiot tych identyfikacji pod warunkiem, że jest on gotów stawić temu czoła, bo nie wszystkie podmioty są. Imię własne jest tym, co próbuje zaradzić tej niemocy wynikającej z identyfikacji. To Imię własne, w przeciwieństwie do nazwiska rodowego, nie ma homonimu.
Ale skąd pochodzi „Ojciec jako Imię”? Według Lacana bywa on chwilami “wypluwany” przez dziurę nieświadomego, „mającą raczej zwyczaj połykania”[10]. W ten sposób nazywane jest wszystko to, co nie przechodzi przez znaczące, a więc realne, w tym obiekt. „Ojciec godny swego imienia”, poprzez wypowiedzenie nadające imiona (z fr. dire de nomination) swoim obiektom – takim jak jego dzieci oraz jego kobieta-symptom – wprowadza je w historię pokoleń i w rejestr pragnienia, które nie będąc anonimowym wykracza poza reprodukcję ciał[11]. W ten sposób jego wypowiedzenie nadające imię wiąże realne z symbolicznym i z wyobrażeniowym, wiąże zatem mówienie, w którym podmiot jest reprezentowany, z realnym rozkoszowania się, które odnosi się do jego ciała. Imiona, które odpowiadają na ten brak predykatu w realnym dla podmiotu, to Imiona Ojca, które mogą się obejść bez ojca realnego.
To zawiązanie zachodzące przy nadawaniu imienia musi jednak zostać poświadczone. Miało to miejsce także w przypadku samo-nazwania się Artysta przez Joyce’a[12], który skądinąd nie miał ojca działającego w funkcji nadawania imienia. Zatwierdzenie przez innych (czytelników) włączyło ten podmiot z jego imieniem własnym w więź społeczną.
Ostatecznie Lacan odwraca sprawę i oświadcza, że akt nadawania Imienia jest sam w sobie ojcem[13]. Tak więc wszystko to, co nadaje Imię własne w powiązaniu z nieświadomym nazywa się „ojciec”. Teza ta podporządkowuje ojców realnych bardziej ogólnej funkcji nadawania imienia, stąd Imiona Ojca w liczbie mnogiej. Co więcej, odniesienie do miana Imię-Ojca wydaje się podkreślać konieczność wyprodukowania imienia rozkoszy, z którą podmiot się identyfikuje[14].
To Imię-Ojca, które według Lacana może być ujęte „jak w węźle boromejskim, [w] liczbie nieskończonej”[15] – nie jest samo w sobie Imieniem własnym, tylko funkcją nieświadomego. Zatem „ojciec-symptom” [16] ma Imię własne, ale nie ma funkcji. Z kolei Imiona Ojca nie są określone płciowo, ponieważ nie ma stosunku pomiędzy płciami, a nasza rozkosz opiera się na obiektach nadwyżki rozkoszy. Doświadczenie kliniczne zaczerpnięte z psychoanalizy i nie tylko (Joyce) doprowadziło Lacana do wniosku, że funkcja Imię-Ojca jest przypadkowa, a więc niemożliwa do zaprogramowania przez konkretne zalecenia skierowane do rodziców i – w szczególności – ojców. Jest ona także rozłączna z kwestią statusu rodziny (życie małżeńskie, związek partnerski czy konkubinat), płci oraz reprodukcji. Ta perspektywa pozwala nam nie przywiązywać się do heteronormatywności, ani w odniesieniu do seksualności, ani w odniesieniu do figury ojcowskiej[17].
Wprowadza ona co najmniej jedno pytanie do naszej debaty: co to zmienia w naszej praktyce psychoanalizy, np. w interpretacji?
Anna Wojakowska-Skiba,
Forum Polskie Pola Lacanowskiego, Członkini Szkoły EPFCL-France
Bibliografia :
[1] Lacan, J., Séminaire Les Noms du Père składający się z jednego wykładu, z 20 listopada 1963, wersja AFI.
[2] Lacan, J., Seminarium R.S.I., Livre XXII, 1974-1975, wersja AFI, wykład z 15 kwietnia 1975 i 13 maja 1975.
[3] Lacan, J., Subversion du sujet et dialectique du désir dans l’inconscient freudien, Écrits, Paris ; Seuil, 1966, str. 826.
[4] Lacan, J., Seminarium L’insu que sait de l’une bévue s’aile à mourre. Livre XXIV, 1976-1977, wersja Staferla, wykład z 11 stycznia 1977.
[5] Lacan, J., Question préliminaire à tout traitement de la psychose (1957/58) , Écrits, Chapitre IV : Du côté de Schreber, Paris: Éd. Du Seuil, 1966, str. 557.
[6] Soler, C., Lacan, l’inconscient reinvente, PUF, 2009, str. 13.
[7] Lacan, J., Seminarium R.S.I., op. cit., wykład z 11 marca 1975.
[8] Lacan, J., Seminarium Sinthome, 1975 – 1976, wersja l’Association Freudienne, wykład z 13 stycznia 1976.
[9] Lacan, J., Position de l’inconscient, Les Ecrits, Seuil, 1996, str. 835, 840-841, 844, 848-849.
[10] Lacan, J., Seminarium R.S.I., op. cit., wykład z 15 kwietnia 1975.
[11] Lacan, J., Seminarium R.S.I., op. cit., wykład z 17 grudnia 1974, str. 65-66.
[12] Który znajduje się w tytule jego książki z 1916 r., A Portrait of the Artist as a Young Man (Sinthome, wykład z 18 listopada 1975, 13 stycznia 1976 i 11 maja 1976).
[13] Lacan, J., Seminarium R.S.I., op. cit., wykład z 11 marca 1975.
[14] Izcovich, L. Du Nom-du-Père au père qui nomme, Champ lacanien, vol. 3, no. 1, 2006, str. 23-31.
[15] Lacan, J., Seminarium R.S.I., op. cit., wykład z 15 kwietnia 1975.
[16] Lacan, J., Seminarium R.S.I., op. cit., wykład z 21 stycznia 1975 r.
[17] Soler, C., Nomination et contingence, Champ lacanien, vol. 3, no. 1, 2006, str. 13-19.