“Οι απαντήσεις του ψυχαναλυτή: ηθική και κλινική”, Ρίο 2012

 IF-EPFCL 2012 VII° Διεθνές Ραντεβού των φόρουμ του Λακανικού Πεδίου, Ριο 06-08 Ιουλίου 2012

Προλεγόμενα Ι, Colette Soler: εισαγωγή
Όταν µιλάµε για απάντηση, είναι σαν να επικαλούµαστε έµµεσα τόσο ένα αίτηµα όσο κι ένα προκαταρκτικό ερώτηµα. Παρόντα εξάλλου σε κάθε ανάλυση, είναι και τα δύο, πόσο µάλλον από τη στιγµή που ο αναλυτής αποδεχόµενος το αίτηµα της ανάλυσης, είναι υποχρεωµένος να απαντήσει µε την ερµηνεία. Ωστόσο, πολύ πριν ο αναλυτής καταφέρει να απαντήσει µε την ερµηνεία του, η προσφορά του προηγείται του αιτήµατος, το οποίο και καθορίζεται απ’ αυτή σύµφωνα µε τη δοµή του λόγου. Ο εν λόγω τίτλος µας θέτει λοιπόν ενώπιον ερωτηµάτων που αφορούν τόσο την ιδιαιτερότητα της αναλυτικής προσφοράς όσο και τις διαδροµές των διεργασιών της. Εισάγει κατά συνέπεια δυο µεγάλα ερωτήµατα : κατ’ αρχάς το ερώτηµα της πράξης που η ανάλυση ενεργοποιεί ως αίτιο της ίδιας της αναλυτικής αγωγής αλλά και….του πολιτισµού. Κατά δεύτερον το ερώτηµα της ερµηνείας. Η προσφορά της ανάλυσης την οποία εγκαινίασε ο Φρόϋντ, ήταν ήδη από µόνη της µια απάντηση σε ότι ο ίδιος αποκάλεσε δυσφορία του πολιτισµού. Επρόκειτο για µια απάντηση η οποία εισήγαγε την επιθυµία της γνώσης, της ασυνείδητης γνώσης, και που θεωρήθηκε πρωτόγνωρη. Πάνω από έναν αιώνα µετά, οι προσφορές υπερδιπλασιάστηκαν γιατί πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι αυτόπροτάθηκαν ώστε να απαντήσουν στο αίτηµα της επί µονίµου βάσεως βασανισµένης ανθρωπότητας και µάλιστα έξω από κάθε επιθυµία για γνώση: οι ιερείς διαφόρων θρησκειών, οι εµπνευσµένοι από σέχτες γκουρού, οι εµπειρογνώµονες της θρησκείας των επιστηµών καθώς και οι διάφοροι ψυχοθεραπευτές. Ο καθένας υπόσχεται και από µια διαφορετική απάντηση. Το θέµα όµως είναι µε ποιο τρόπο και για ποιο λόγο µέσα σ’ αυτό το πολυφωνικό κονσέρτο µπορεί να πρυτανεύσει ακόµη η φωνή του ψυχαναλυτή; Λόγω της ειδικής γνώσης που κατατίθεται, λόγω της µεταµόρφωσης της επιθυµίας που παράγεται, ή λόγω της αλληλεγγύης και των δύο; Μια από τις βασικότερες ανάγκες είναι εκείνη η οποία αφορά το ερώτηµα του περάσµατος όπως το εισήγαγε ο Λακάν : τι είναι αυτό που µπορεί να κινητοποιήσει κάποιον εάν δεν είναι ούτε το χρήµα ούτε η φιλανθρωπική συµπόνια ώστε ακολουθώντας τα ίχνη του Freud να τα αντικαταστήσει µε την αναλυτική πράξη; Το πέρασµα βέβαια έχει µια διάσταση η οποία δεν είναι µόνο ατοµική, αφού κατ’ αρχάς επιστρατεύει την πολιτική επίπτωση της αναλυτικής πράξης στην κουλτούρα της εποχής, (όπως επιβεβαιώνονταν αδιαλείπτως από τον Λακάν), αλλά και από το γεγονός ότι απ’ αυτό θα µπορούσε να συνεχίσει να εξαρτάται η διαιώνιση της ψυχανάλυσης. Πράγµατι εάν ο λόγος όσον αφορά το ασυνείδητο θεωρηθεί ως λόγος εκ των προτέρων καταδικασµένος δεν υπάρχει καµία ελπίδα, όσο επικοινωνιακά κι αν λειτουργήσει ο αναλυτικός προσηλυτισµός. Υπάρχει ωστόσο κάτι το οποίο περιµένουµε από τις συνέπειες της επιθυµίας για γνώση, αφού είναι αυτή η ίδια η γνώση από την οποία συγκροτείται ο αναλυτής. Η επιθυµία αυτή, η οποία λειτουργεί τελείως φυγόκεντρα ως προς τους στόχους του καπιταλισµού, και η οποία διαχωρίζει το υποκείµενο από το κοπάδι, επιτρέπει να σηµειώσουµε τις συνέπειες της µοναξιάς έτσι όπως τις προγραµµατίζει το ασυνείδητο, για τον οµιλούντα εξόριστο της σεξουαλικής σχέσης. Αυτές οι συνέπειες φέρουν δυο κλασικά ονόµατα, του ευνουχισµού και του συµπτώµατος. Από το πρώτο ουδείς διαφεύγει, ενώ το δεύτερο έρχεται να εγγράψει την «απόλυτη διαφορά», την πραγµατική, του καθενός. Η προσφορά που η ψυχανάλυση απευθύνει στα περιπαθή υποκείµενα του καπιταλισµού µπορεί να αναδιατυπωθεί ως εξής: δεν θες να µάθεις τίποτα γι αυτό που σε έκανε να υποφέρεις, δεν θες να µάθεις τίποτε, γι’ αυτό που µοιράζεσαι µε όλα τα οµιλούντα όντα καθώς και µε ότι σε ενώνει µαζί τους χωρίς αυτό να είναι πανοµοιότυπο; Μια πρωτόγνωρη ικανοποίηση θα µπορούσε να ακολουθήσει µια τέτοια προσφορά. Μέσα στην ίδια την αναλυτική αγωγή, ωστόσο, το ερώτηµα τίθεται διαφορετικά. Ποια θα πρέπει να είναι εκείνη η ερµηνευτική απάντηση ώστε ο αναλυτής να είναι «ο παρτενέρ που θα έχει την τύχη να απαντήσει»1, σύµφωνα και µε την έκφραση του Λακάν. Τύχη, η ώρα η καλή ; Κανείς δεν ευνοήθηκε απ’ αυτή a priori και ο Λακάν διευκρίνιζε : αυτή την τύχη, τούτη τη φορά οφείλω να την παραχωρήσω. Μήπως αυτό σηµαίνει άραγε ότι ο Freud δεν κατάφερε να προµηθεύσει, όπως φαίνεται, εκείνον τον παρτενέρ, που ενδέχεται να µπορεί ν’ απαντάει στην αγάπη της µεταβίβασης, στην αγάπη που «απευθύνεται στην γνώση»2; Ως προς αυτό το τελευταίο σηµείο θα πρέπει να ξεκινήσουµε από µια αφετηρία πιο απόµακρη αλλά και από τον ίδιο το Freud. Το αξίζει άλλωστε γιατί εκείνος επινόησε την διαδικασία κατάρτισης του αναλυτή. Πώς απαντούσε και πώς ενεργούσε στο επίπεδο των συµπτωµάτων που το ίδιο το ασυνείδητο υποθάλπει έτσι ώστε να δώσει την δική του ερµηνευτική απάντηση; Κατ’ αρχάς προχωρούσε δια µέσου της αποκρυπτογράφησης της σειράς των σηµείων που δοµούν το σύµπτωµα, όπως λόγου χάριν στον άνθρωπο µε τα ποντίκια που αποτελεί ένα από τα πρώτα παραδείγµατα. Αλλά µέσω της αποκρυπτογράφησης της σειράς των σηµείων, αναδύεται η σηµασία και είναι ακριβώς σ αυτό που στοχεύει η φροϋδική ερµηνεία, δηλαδή στη σηµασία της επιθυµίας. Εν ολίγοις [ο Freud] σταµατά στη λεγόµενη σεξουαλική σηµασία η οποία στηρίζεται από την φαντασίωση. Ο Λακάν ως προς αυτό δεν φέρνει αντίρρηση, αποδεικνύει όµως ότι αυτή η σεξουαλική σηµασία είναι µάλλον εκτός- φύλου εφόσον η «σεξουαλική πραγµατικότητα»3 βρίσκεται στην αρµοδιότητα του ασυνειδήτου, δηλαδή σύµφωνα µε τον Freud, στην αρµοδιότητα των απωθηµένων ενορµήσεων και της υπεραπόλαυσης τους, ήτοι των «τεσσάρων επεισοδιακών υποστάσεων» του αντικειµένου µικρού α. ∆ια µέσου αυτών επαληθεύεται ότι η σεξουαλική σηµασία δεν είναι πλέον παρά « τεστ» στην ίδια την έλλειψη σεξουαλικής σχέσης, σύµφωνα και µε την διατύπωση των λεγοµένων του Freud. Ωστόσο αυτό που µένει δεν είναι ούτε « σεξουαλική πραγµατικότητα» ούτε φαντασίωση αλλά σύµπτωµα. Το σύµπτωµα το οποίο έρχεται να αναπληρώσει αυτή την ένδεια σχέσης, όχι όµως χωρίς ο πυρήνας του πραγµατικού που το συνθέτει, ο οποίος είναι εκτός σηµασίας αλλά και « αντινοµικός σε κάθε αληθοφάνεια»4, να µη διαδραµατίζει το ρόλο του. Ποια ιδιαίτερη ερµηνεία εγκαλεί το σύµπτωµα, που ο Freud δεν είχε δώσει και που θα έθετε ως όριο, όπως λέει ο Λακάν, στην «άρνηση του διαλόγου» που συνιστά κανόνα στην ανταλλαγή της οµιλίας; Το ενδεχόµενο απάντησης βρίσκεται από την πλευρά του Λακάν : χρειάζεται µια ερµηνεία η οποία να µην περιορίζεται στην αλήθεια αλλά να συµπεριλαµβάνει το πραγµατικό το εκτός σηµασίας. Όσοι εµπνέονται απ’ αυτό, ας επιφορτιστούν µε τις κλινικές εφαρµογές του.

1 Εισαγωγή στην γερµανική έκδοση των Écrits, Scilicet 5 σελ 16.

2 Ό.π.

3 Οι τέσσερις θεµελιώδεις έννοιες της ψυχανάλυσης, εκδ Ράππα, σελ. 1

4 Note Italienne, Autres écrits, Seuil, Παρίσι 2001, σελ. 309.

Antonio Quinet και Sonia Alberti: Επιχείρημα

–          Τι έχω γιατρέ;

–          Μιλήστε

(σιωπή)

–          Ποιο φάρμακο, κυρία μου ;

(σιωπή)

–          Τι πρέπει να κάνω;

( τομή)

–          Πόσο χρόνο θα διαρκέσει ;

–          Συνεχίστε

 

Η απάντηση του ψυχαναλυτή διαφοροποιείται απ’ αυτήν της επιστήμης εφόσον παίρνει υπόψη το υποκείμενο της επιθυμίας το οποίο εκείνη απορρίπτει· διαφοροποιείται επίσης από τη θρησκεία και τα τελετουργικά της γιατί δεν ενδίδει στη πίστη, σ’ έναν Άλλο που δεν υπάρχει, ούτε στο Ένα των μαζών και των σεχταριστικών οργανώσεων· αντιτίθεται εξίσου προς την απάντηση του καπιταλιστή διότι δε διακλείει την έλλειψη, όπως εκείνος. Αντίθετα καταλαμβάνοντας τη θέση του απόβλητου το οποίο είναι ίδιον της ηθικής της, ο ψυχαναλυτής αναδεικνύει την αξία των ερωτημάτων τόσο του υποκειμένου που υποφέρει όσο και της δυσφορίας του πολιτισμού. Σ’ αυτό ο Φρόϋντ απάντησε : « Εμπρός!», « Μιλήστε !». Αντί να απαντήσει στα αιτήματα για το είναι του φύλλου, ο ψυχαναλυτής ανέδειξε την αξία της φράσης : « σου ζητώ να μ’ αρνηθείς ό, τι σου προσφέρω, γιατί δεν είναι αυτό»( Λακάν, «……ή χειρότερα, συνεδρία 09/02/72).[1]

Στις αρχές του ΧΧου αιώνα, ο Φρόϋντ διέγνωσε τη Δυσφορία στο Πολιτισμό ως παραίτηση από τη σεξουαλική απόλαυση. Προς το τέλος του αιώνα, ο Λακάν καταδείκνυε ότι είναι το αποτέλεσμα του κυρίαρχου κοινωνικού δεσμού που είναι ο  καπιταλιστικός λόγος και η διάκλειση του ευνουχισμού που του προσιδιάζει. Αποτέλεσμα : είμαστε όλοι προλετάριοι απέναντι στο κεφάλαιο. Παρόλα αυτά, σήμερα η κοινωνία μας της κατανάλωσης, μικρο- δάνεια, μικρο- επιχειρήσεις, μικρο- κεφάλαιο, είναι η έκφραση του «πολιτισμού των επιπτώσεων». Αποτέλεσμα : « είμαστε όλοι επιχειρηματίες! Ιδού η προστακτική του υπερεγώ που μεταμορφώνει  τις ζωές μας σε ολυμπιακά αθλήματα, καταργώντας εκείνον που κλείνει το δρόμο μας, υποσχόμενο σοκολατένια μετάλλια και πλαστικές δάφνες. «Στο νικητή ! πατάτες! ( Macado de Assis, Quincas Borba, 1892).

Ποιες είναι οι μορφές της επιστροφής του διακεκλειμμένου ευνουχισμού ; Η γενίκευση του ελλείμματος- απόλαυσης, που συμβαδίζει με την εξώθηση στην απόλαυση και τις συνέπειες πάνω στο «ατομικό»υποκείμενο, το οποίο σύμφωνα με τον Φρόϋντ (1921) δε διακρίνεται από το υποκείμενο του «συλλογικού». Ποιες είναι οι απαντήσεις του αναλυτή που έχουν ως πυξίδα την επιθυμία και την ορθοέπεια ;

Η ψυχανάλυση καταγγέλλει τα νέα ομοιώματα του συμπτώματος καταδεικνύοντας ότι η δομή τους,  παραμένει η ίδια. Κι αυτό διότι υφαίνεται από τη γλωσσική τάξη και είναι ευαίσθητο στην ομιλία ·διότι συμπυκνώνει μια απόλαυση,  συρρικνώνεται με την αναλυτική πράξη. Η υπευθυνότητα του αναλυτή υποδέχεται το σύμπτωμα και στηρίζει τη δυνατότητα αγωγής της απόλαυσης που συνδέεται με τον πόνο. Εδραιωμένος σε μια αντικαπιταλιστική ηθική, ο ψυχαναλυτής αποκαλύπτει τα κοινωνικά ομοιώματα με τα οποία μεταμφιέζονται οι κυρίαρχοι λόγοι :

Τα γκάτζετ, ως αντικείμενα της επιθυμίας· τα σώματα –εμπορεύματα, τα νέα «στέρεα» προϊόντα στη θέση της ρευστότητας των σχέσεων,  οι ανεξάντλητες απαντήσεις στα αιτήματα και οι  προσδοκίες του έμφυλου είναι, η βίαια άνοδος των ρατσισμών της κοινωνικής διάκρισης της διαφοράς.

Αντιτιθέμενος στο main stream χωρίς να είναι παρελθοντολόγος, ο ψυχαναλυτής δε προσχωρεί στη διακλείουσα επιστήμη και το κεφάλαιο τα οποία σε κάνουν να πιστέψεις στο γενικευμένο παραλήρημα –είμαστε όλοι Ένα. Δε προσχωρεί επίσης στις «νέες» ανακαλύψεις του νευρωνικού ανθρώπου. Ο ψυχαναλυτικός λόγος είναι το ακριβώς αντίστροφο, γεγονός που τον καθιστά συνένοχο με το μαύρο κάθε φυλής (Heiner Muller). Ο αναλυτής συνδέεται με τον καλλιτέχνη του οποίου το κατόρθωμα της ποίησης αποκαλύπτει το μη- νόημα όλων των πραγμάτων καθώς και το prêt-à-porter του θρησκευτικού νοήματος, επαληθεύοντας το ότι το νόημα δίδεται από την επιθυμία του καθενός.

Ο ενήλικος  παραμένει ο γιος του ανθρώπου : η ψυχανάλυση δείχνει ότι με το να παιδιαρίζει με τις λέξεις, ο άνθρωπος τις δημιουργεί με την ποιητικότητα της μοναδικότητάς του. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι η ψυχανάλυση υπερασπίζεται μια ατομιστική διέξοδο. Δεν υπάρχει υποκείμενο χωρίς τον άλλο, λέει ο Λακάν.

Θα υπάρχει πάντα ένας άλλος, με τη διαφορά του και το τύπο απόλαυσής του. Αντίθετα προς τον μεγενθυμένο κοπρόλακκο του πολιτισμού ( Λακάν, «Διάλεξη στο ΜΙΤ), που απορροφά το είναι από τα κατ’ οίκον της γλωσσικής τάξης, ο αναλυτής αποκαλύπτει, με τη κλινική του, τη πράξη και την ερμηνεία του, τον ευνουχισμό ως εκείνον που συγκροτεί το ομιλούν είναι και το “άνευ λόγου” μιας Άλλης απόλαυσης, η οποία είναι πάντα διαφορετική. Οδηγημένος από τη λογική της ετερότητας, ήγγικε η ώρα του ανοίγματος προς την καινούργια και πάντα εκπληκτική έλευση του άλλου

[1] Séminaire “……ou pire”

Προλεγόμενα ΙΙ, Carmen Gallanο: Προσαρμόζομαι στο πραγματικό, ηθική και κλινική

Η κλινική και η ηθική, για τον Λακάν, ορίζονται σε σχέση µε το πραγµατικό. Ο αναλυτής έρχεται αντιµέτωπος µε την κλινική ευθύς εξ αρχής, στη συνάντηση µε τον ασθενή, εφόσον το πραγµατικό για το υποκείµενο είναι αυτό που είναι αδύνατον να υποφέρει. Ως προς την ηθική, ο Λακάν σηµειώνει ήδη από το πρώτο µάθηµα, σελ. 21 στο Σεµινάριο του Η ηθική της ψυχανάλυσης: «Το ηθικό ζήτηµα, µε όποια πρόοδο έχει επιφέρει η θέση του Φρόϊντ, αρθρώνεται µε προσανατολισµό τα σηµεία αναφοράς του ανθρώπου σε σχέση µε το πραγµατικό». Στην πρακτική, η πρώτη απάντηση του αναλυτή, – µε το λέγειν του και το πώς προκαλεί ένα λέγεινστοχεύει µες σε ένα αναλύσιµο σύµπτωµα να εγκλείεται το πραγµατικό: ένα κόµπο νοήµατος που απολαµβάνει µέσα από τα σηµαίνοντά του, τα οποία µέσα στο ασυνείδητό του φέρουν µια απόλαυση εκτός νοήµατος. Μόνο που όταν η οδυνηρή απόλαυση του συµπτώµατος συµπαρασύρει το αίνιγµα της σηµασίας, τότε, το πραγµατικό της κλινικής ανοίγει το δρόµο στην εµπειρία του ασυνειδήτου. Πράγµατι η ανάδυση του ερωτήµατος για το υποκείµενο – «τι σηµαίνει αυτή η δυσφορία;»- θα το ωθήσει να θέλει να το αποκρυπτογραφήσει µέσα στα σηµαίνοντα της ιστορίας του, εκείνα τα οποία το έχουν καθορίσει µέσα στον Άλλο και για τον Άλλο. Έτσι βλέπουµε ότι τόσο η ψυχαναλυτική κλινική, δηλαδή του συµπτώµατος, όσο και η ηθική του ψυχαναλυτή, συνδέουν το πραγµατικό µε ένα λέγειν. Είναι δυο ετερογενή λέγειν. Το λέγειν του αναλυόµενου, συµµετέχοντας στην εµπειρία του ασυνειδήτου υπό µεταβίβαση, κατευθύνεται προς µια αναζήτηση νοήµατος από το οποίο προσµένει την επίλυση του « είναι της αλήθειας» του συµπτώµατος ως µια γνώση. Αυτό το οποίο θα ανακαλύψει είναι η σηµασία µιας επανάληψης που κανένα νόηµα δεν την εξαντλεί και στην οποία το πραγµατικό θα εκδηλωθεί ως µια αποτυχηµένη συνάντηση µέχρι ν’ αποκαλυφθεί ως κινητήριος δύναµις. Όταν η πίστη στην επίδραση του νοήµατος και το νόηµα που απολαµβάνει µέσα στις αερολογίες του αναλυόµενου εκπίπτει, τότε ενεργοποιείται η ηθική του στη συνάντηση µε το πραγµατικό. Είναι διατεθειµένος να αποποιηθεί τα θεµέλια της φαντασίωσης του, που έχει γίνει πηγή µιας επανάληψης βλαβερής και ανίκανης να καλύψει τη ριζική έλλειψη του Άλλου. Στα καρτέλ του περάσµατος παρευρισκόµαστε ενίοτε σε δυο µορφές µαρτυρίας των αναλυόµενων: ορισµένοι συνεχίζουν να γεύονται την αναπαραγωγή νοήµατος µε τα µορφώµατα του ασυνειδήτου, αφήνοντας εκτός κάποιες εµφανίσεις του πραγµατικού, στο πέρασµα στην πράξη και (την εκδραµάτιση) acting-out. Αυτά παρουσιάζονται µέσα από τις µεταπτώσεις των ιστοριών που αφηγούνται. Άλλοι έχουν εντοπίσει, όχι χωρίς τη φρίκη της γνώσης, το αντικείµενο α της φαντασίωσης τους στον αναλυτή, βλέµµα ή φωνή. Τότε ο αναλυτής εκπίπτει από τη θέση του θεµατοφύλακα του υποκείµενου που υποτίθεται ότι γνωρίζει. Το αντικείµενο της ενορµητικής απόλαυσης στοµατικό η πρωκτικό τους έκανε νευρωτικούς µέσα στις φαντασιώσεις τους, µε συνέπεια την υποταγή µέσα σε αυτή τη σχέση µε τον Άλλο ώστε να τον διατηρούν χωρίς έλλειψη. Άλλοι ακόµη καταθέτουν επάξια για το πραγµατικό µε το οποίο τους φέρνει αντιµέτωπους η ψύχωσή τους, και για τις υποκειµενικές απαντήσεις τους απέναντι σε αυτό, µε εκπληκτικές επιτυχίες συµπτωµατικής επινόησης κάποιες φορές και κάποιες άλλες µε µια βεβαιότητα από την οποία απορρέει µια αδιαµφισβήτητη παραληρηµατική πεποίθηση. Κάποιοι τέλος σταµατούν εκεί και άλλοι όχι, γιατί δίνουν την µαρτυρία τους για αυτό το πέρασµα στο πραγµατικό που µεταµορφώνει το τραυµατικό σε αίτιο µιας επιθυµίας για γνώση. Εκπλήσσουν το καρτέλ µε τον ιδιαίτερο τρόπο µε τον οποίο ένα υποκείµενο εξοικειώνεται µε το εκτός νοήµατος της απόλαυσής του και µε την σχετικότητα µιας αλήθειας του είναι του ως υποκείµενο. ∆εν θα ασχοληθεί πια µαζί της ώστε να βρει τη θέση του µέσα στα δικά του ίχνη της γλωσσολαλαλίας του. Αυτό επικαλείται κι ο Γκρασιάν- και αυτό του επεφύλαξε την φυλάκισή του από τις εκκλησιαστικές αρχές – και από τον οποίο ο Λακάν πήρε την ηθική της «καλλιέπειας». Ο Γκρασίαν λέγει σε σχέση µε την αλήθεια η οποία θα έχει πάντα « διαστρωµατώσεις» (de parto) και ποτέ δεν θα γεννηθεί καθ’ ολοκληρία σε µια ηθική «καλλιέπεια», στην ηθική του «διακριτικού». Εκείνη την εποχή, ένας γνωστός συγγραφέας του θεάτρου του Χρυσού Αιώνα, ο Ρουϊζ του Αλαρκόν, σκηνοθέτησε µε ιδιοφυή τρόπο τις λεπτές αποχρώσεις της «Ψευδόµενης αλήθειας» (La verdad mentirosa), -δεν πιστεύω ότι ο Λακάν έχει διαβάσει αυτή την µελέτη, ειδάλλως θα την είχε αναφέρει. Ένας άλλος Ισπανός, µε την ίδια διαύγεια, ο µελαγχολικός Γκόγια είχε δείξει αργότερα πόσο τα «όνειρα της λογικής» δηµιουργούν τέρατα ενώ ισχυρίζονται ότι φτιάχνουν αλήθειες, γνώση. Τα τέρατα, το γνωρίζουµε, είναι οι µορφές της φαντασίωσης, οι τρόποι µε τους οποίους κάποιος «αισθάνεται ότι είναι» αντικείµενο της απόλαυσης του Άλλου και του τρόπου µε τον οποίο η απόλαυση γίνεται φρικιαστική. Οι τρόποι µε τους οποίους αυτές οι µορφές αφήνουν ένα περιθώριο στο λέγειν του αναλυτή ώστε ο αναλυόµενος να µην παραµείνει µέσα σ’ αυτές τις «φαντασιοπληξίες» του πραγµατικού, της θέσης του ως αντικειµένου της απόλαυσης ή εκείνου των τραυµατικών παρτενέρ του, είναι ένα κρίσιµο διακύβευµα για την επιθυµία του αναλυτή. Αυτή η επιθυµία του αναλυτή θα εκφραστεί µέσω του λέγειν του και µέσω των πράξεων του που προσανατολίζονται στο να οδηγήσουν τον αναλυόµενο να βγει απ’ αυτό το αδιέξοδο. Ας σηµειώσουµε αυτό που λέει ο Λακάν στο σεµινάριο του Κρίσιµα προβλήµατα της ψυχανάλυσης : « … κανένα λύσιµο δεσµού δεν είναι εφικτό στο αίνιγµα της επιθυµίας µου χωρίς αυτό το πέρασµα από το αντικείµενο α. Άκουσα, πρόσφατα, σε µια από τις αναλύσεις µου, να χρησιµοποιείται αυτός ο όρος, σχετικά µε κάποιον του οποίου η ανάλυση δεν φαινόταν να έχει πετύχει από την πλευρά της προσωπικής ποιότητας: «Υπάρχουν, εποµένως, µου έλεγε ο αναλυµένος µου, φορέας ο ίδιος του αντίλογου, αποβολές στην ανάλυση!». Μου αρέσει αρκετά αυτή η διατύπωση. ∆εν θα µπορούσα να την έχω επινοήσει […] Πράγµατι υπάρχει µια καµπή της ανάλυσης όπου το υποκείµενο παραµένει επικίνδυνα µετέωρο σ’ αυτό το γεγονός, στο να συναντήσει την αλήθεια του µέσα στο αντικείµενο α. Μπορεί να το κατακρατήσει, και αυτό γίνεται ορατό .2» Είναι εκείνη την κρίσιµη στιγµή όπου το υποκείµενο πάσχει µε το να µειώνει την αλήθειά του στο αντικείµενο α που το έκανε να βρίσκεται µέσα στην φαντασίωσή του, σ’ εκείνο το σηµείο που πράγµατι διαδραµατίζεται η ηθική της επιθυµίας του αναλυτή. Είναι όταν σχεδόν δεν υπάρχουν πλέον σηµαίνουσες ερµηνείες, ήδη γνωστές, που να τονίζουν τα σηµάδια από το λέγειν του Άλλου µέσα στα οποία το υποκείµενο είχε καθηλωθεί. Πώς, µέσα στις κρίσιµες αυτές στιγµές όπου διαδραµατίζεται το τέλος µιας ανάλυσης, δηλαδή το πεπρωµένο της επιθυµίας και της απόλαυσης ενός αναλυόµενου, ο αναλυτής επενεργεί αποτελεσµατικά ( ή όχι) µε επίπτωση πάνω στην θέση του υποκειµένου; Πρόκειται µόνο για ένα ερώτηµα ως προς την «προσωπική ποιότητα» ή µάλλον για το πώς ο αναλυτής παρεµβαίνει στη διαµόρφωσή της; ∆εν θα µπορούσαµε να εκτιµήσουµε την απάντηση του αναλυτή µέσα στις κρίσιµες αυτές στιγµές παρά µόνο µέσα από τις µαρτυρίες του περάσµατος. Το έχω διαπιστώσει κατά τη διάρκεια 12 περασµάτων µέσα από τα καρτέλ στα οποία συµµετείχα µέχρι τώρα: η αποτυχία του περάσµατος στον αναλυτή παραµένει από την πλευρά αυτού που κάνει το πέρασµα, λογικά, εκτός από τρανταχτές περιπτώσεις αδυναµίας του αναλυτή για την οποία βεβαιώνει πιθανώς εκείνος ο οποίος περνά. Για αυτό, το ερώτηµα που επιθυµώ να θέσω σ’ αυτό το Πρελούδιο για την Συνάντησή µας στο Ρίο είναι από τα πιο δύσκολα για να εξεταστεί γιατί δεν έχουµε απάντηση: µε πιο τρόπο το λέγειν του αναλυτή ξεκινώντας από τη σχέση του µε το πραγµατικό του ασυνειδήτου, µ’ ένα πραγµατικό που δεν είναι εκείνο της κλινικής, µπορεί να επενεργήσει στις διάφορες µεταπτώσεις µέσα στις οποίες ο αναλυόµενος πάσχει από το πραγµατικό µιας απόλαυσης; Απόλαυση που δεν εισάγεται στην επιθυµία του και έχει ως αποτέλεσµα µία υποκειµενική ικανοποίηση αυτού του αναλυόµενου ; Στο µάθηµα του Σεµιναρίου στο οποίο αναφέρθηκα προηγουµένως, ο Λακάν λέει: «το πραγµατικό είναι αυτό που δεν µπορεί να µην είναι». Ορισµός που δεν επιλύει την ιδιαιτερότητα του πραγµατικού που µέσα στην σηµερινή κρίση του καπιταλισµού διαλύεται και που γεννά καταστάσεις που είναι «αδύνατον να υποφέρει κανείς» για όλο και περισσότερα στρώµατα του πληθυσµού, δηλαδή τεράστια κοινωνικά συµπτώµατα. Όµως ο Λακάν έκτοτε διασαφήνισε µέσα στο κείµενο Η Τρίτη, την διαφορά του πραγµατικού όπως αυτό εµφανίζεται µέσα στον λόγο του κυρίου και το πραγµατικό του συµπτώµατος ενός υποκειµένου όπου το ιδιαίτερο ασυνείδητό του επενεργεί.  Κάθε αναλυτής οφείλει να συνεχίζει να διερωτάται πάνω σ’ αυτό που τον κάνει αναλυτή: αυτό το µοναδικό και ανυπολόγιστο λέγειν που υφαίνει τις απαντήσεις του σε σχέση µε το πραγµατικό το οποίο παρουσιάζεται στους ασθενείς του µε τρόπους τόσο διαφορετικούς.

2 Ζακ Λακάν , µάθηµα της 16 Ιουνίου 1965, ανέκδοτο σεµινάριο

Προλεγόμενα ΙΙΙ, Ana Laura Prates : Τι απαντά ο ψυχαναλυτής.

Το 1969, ο Λακάν γράφει ότι το σύμπτωμα του παιδιού βρίσκεται στη θέση «της απάντησης σε ότι συμπτωματικό υπάρχει στη συμπτωματική οικογενειακή δομή”: στην αλήθεια του οικογενειακού ζεύγους.

Η χρήση του ρήματος «απαντώ» αποδίδοντας σ’ αυτό το πλαίσιο τη θέση του παιδιού, μπορεί επίσης να έχει τη σημασία του «ανταποκρίνομαι» όπως στο ποίημα του Μπωντλαίρ[1], «Ανταποκρίσεις»: «τα αρώματα, τα χρώματα και οι ήχοι ανταπαντούν»[2]. Αυτή η «ανταπόκριση» ανάμεσα στον Άλλο και το υποκείμενο παραπέμπει στο ασυρρίκνωτο της μετάδοσης μιας επιθυμίας η οποία δεν είναι ανώνυμη[3].

Υπάρχει μια τοπολογία στη μετάδοση, η οποία ενδυναμώνει τη συμπαραδήλωση της αποστολής, κάποιου πράγματος που περνάει από τη μια θέση σε μια άλλη. Ας θυμηθούμε σ’ αυτό το σημείο, « Το κλεμμένο γράμμα» του Έντγκαρ Πόε και το σεμινάριο που του αφιερώνει ο Λακάν : αυτό που λείπει από τη θέση του είναι το συμβολικό, δεδομένου ότι το πραγματικό, ακολουθεί «κατά βήμα », το υποκείμενο. Όταν πρόκειται για το υποκείμενο του ασυνειδήτου, της έλλειψης και της επιθυμίας, το γράμμα – στην συμβολική αποτελεσματικότητά του- φτάνει πάντα στο προορισμό του. Άρα εάν στον Άλλο έγκειται το να μεταδώσει τον ευνουχισμό, έγκειται στο υποκείμενο ν’ απαντήσει σ’ αυτόν. Σε ένα πρώτο χρόνο θα μπορούσαμε να επιβεβαιώσουμε ότι η απάντηση του υποκειμένου στο έλλειμμα του Άλλου είναι η φαντασίωση που υποστηρίζει το σύμπτωμα ως μεταφορά.

Αλλά ο Λακάν περνά από το χωρίς νόημα της μεταφοράς στο χωρίς νόημα της απόλαυσης. Εάν  αρχής γενομένης από το γράμμα, ως κάτι το διακριτό από το σημαίνον, μπορούμε να γράψουμε μια ρηματικότητα δίχως λόγια, είναι διότι υπάρχει μια λογική αδυνατότητα από την  πλευρά του πατέρα. Είναι εκείνο το σημείο όπου ο πατέρας είναι ένας τόπος «κενός και χωρίς επικοινωνία»[4][ δίχως απάντηση], που ασκεί τη λειτουργία του, αυτή της μετάδοσης, όχι μόνο του νοήματος που επιμένει και συν-ενίσταται αλλά προ παντός ενός προσανατολισμού που εστιάζει το πραγματικό που εξ-ίσταται και τη Γυναίκα που δεν υφίσταται.

Στην αλήθεια του γονεϊκού ζεύγους –της σεξουαλικής σχέσης που δεν υφίσταται-, το υποκείμενο ως απάντηση του πραγματικού, συν-απαντά με το σύμπτωμα, ένα μοναδικό τρόπο απόλαυσης. Είναι μ’αυτό το γράμμα στη τσέπη που φθάνει κανείς στον ψυχαναλυτή του οποίου η προσφορά κάνει δυνατή την γραφή του μοναδικού λόγου στον οποίο επενεργεί το αντικείμενο μικρό α από την ομοιώνυμη θέση. Ιδού η πρωτόγνωρη δυνατότητα μιας διαδικασίας η οποία αποδεχόμενη την ανταπόκριση ανάμεσα στο υποκείμενο και τον Άλλο θα επιτρέψει ωστόσο τη γραφή ενός γράμματος που να μην είναι πια «κλεμμένο»[5]. Αυτό δε πάει ωστόσο να πει ότι ο Λακάν εξυψώνει τον αναλυτή – όπως το ήθελε ο Ντερριντά- στο επίπεδο του «παράγοντα της αλήθειας». Βρε, μακριά από εδώ !

Ποια είναι λοιπόν η απάντηση του αναλυτή απέναντι στους συρρικνωμένους νευρωτικούς τρόπους που απεργάζονται τον αποκλεισμό του πραγματικού σαν αδύνατο ; Ο αναλυτής με την πράξη του, απαντά με « το αμφιλεγόμενο σε ότι καθεμία [γλωσσολαλαλία] ξεχωρίζει»[6]. Έτσι, εάν  η απάντηση του αναλυτή – ριζικά πρωτότυπη μες τον πολιτισμό- ανακτά  από τη μια πλευρά την χαμένη ανταπόκριση ανάμεσα στο υποκείμενο και τον Άλλο, είναι μόνο για να μπερδέψει τα γράμματα και να τα αδειάσει από τη σημασία τους. Η πρακτική του αναλυτή είναι εκείνη η οποία « οφείλει να υποβάλλει αυτό που, εκείνες από τις τομές της ρηματικότητας  τροποποίησαν στη δομή που εξ αρχής υποδέχεται»[7]. Ιδού ο προθάλαμος της ηθικής στην αναλυτική πράξη. Το 1977, ο Λακάν ρίχνει μια πρόκληση: ο ψυχαναλυτής θα ήταν επαρκώς ποιητής ; Εδώ, η απάντηση της ερμηνείας συναντά την οδό δια της οποίας ευνοείται η ομοφωνία και τα γλωσσοπαίγνια.

Όσον αφορά αυτά τα γλωσσοπαίγνια, ο Λακάν λέει ότι « οι ποιητές τα υπολογίζουν ενώ ο ψυχαναλυτής τα χρησιμοποιεί εκεί όπου αρμόζει».[8]  Η ποιητική επάρκεια του ψυχαναλυτή βρίσκεται έτσι, εδώ και πάντα, στο τακτικό υπολογισμό ή στην καταλληλότητα της απάντησης στον πραγματικό προσανατολισμό του βορρόμβειου κόμβου ο οποίος διακλείει τη σημασία. Στην ομοφωνία θα μπορούσαμε να προσθέσουμε την ομωνυμία και το «δια-γλωσσικό» παιγνίδι, παράδειγμα του οποίου αποτελεί το κείμενο του Joyce. Λέμε ότι το κείμενο του Joyce δεν έχει νόημα. Πράγματι στο επίπεδο της σημασιολογίας υπάρχει μια έκδηλη αποτυχία της σημασιοδότησης. Αλλά όσον αφορά τη σημασία,υπάρχει τέτοιος πολλαπλασιασμός που χάνεται η αξία με τάση προς την απ-ουσία. Δεν  πρόκειται για αυτόματη γραφή. Η εν λόγω φράση του Joyce δομήθηκε σαν ένα γλυπτό κατά τρόπο υπολογισμένα τεχνητό. Ο Λακάν το καθιστά ένα είδος μεθοδολογικού παραδείγματος κατά τρόπο ώστε περνώντας από τη μέχρι σκασμού σημασία να μετατοπίζεται το βάρος της προς την πλευρά του πραγματικού.

Άρα, εάν η ανταπόκριση ανάμεσα σε γλώσσα και πραγματικό είναι της τάξεως του αδύνατου, εάν η ολότητα της μετάδοσης είναι αδύνατη, παραμένει πάντα εύλογο το ερώτημα : ποια είναι η ηθική απάντηση του ψυχαναλυτή όταν πεπρωμένο του μηνύματος γίνεται η απ-ουσία της ειπωμένης με  λέξεις σεξουαλικής σχέσης;

Εδώ βρίσκεται και η ουσιαστική κλινική και ηθική : η ψυχανάλυση δε στοχεύει τόσο την αλήθεια αυτού που κρύβεται πίσω απ’ αυτό που θα ήθελε κανείς να πει αλλά μάλλον, στο  να «λέγεται». Έτσι διαγράφουμε την διαφορά ανάμεσα σε αλήθεια και αισχροκέρδεια. Προσοχή όμως : αυτή η μη πρόθεση αλήθειας δε δικαιολογεί καθόλου ένα σχετικισμό της αποδόμησης, γιατί οι «ψευδείς αλήθειες» τείνουν προς το πραγματικό εξ αιτίας του γεγονότος ότι η απόλαυση συνδέεται με τον ευνουχισμό. Ιδού η κλινική και ηθική γενναιότητα που προσφέρει η ψυχανάλυση : το στοίχημα της ορθοέπειας ως απάντηση του ψυχαναλυτή απέναντι στο αδύνατο να ειπωθούν τα πάντα, κάτι που περιμένουμε από την κλινική του  περάσματος. Στις λέξεις του Χόρχε Σεμπρούν :

« μόνο το τέχνασμα της ελεγχόμενης διήγησης θα κατορθώσει να μεταδώσει τμηματικά την αλήθεια της μαρτυρίας». Κατασκευή ενός τεχνάσματος : δανείζομαι την υλιστικότητα του γράμματος κατά τη μαρτυρία δεν είναι κάτι αυθόρμητο αλλά απαιτεί μια αποφασιστική επιθυμία εκεί όπου δεν υφίσταται ο Άλλος που απαντά ούτε το υποκείμενο που ανταποκρίνεται. Εκεί όπου δεν υφίσταται ο «παράγοντας της αλήθειας», υπάρχει κάτι που φέρνει το ίδιο το γράμμα : « το χείλος της τρύπας στη γνώση, αυτό δεν είναι που σχεδιάζεται ;»[9]

Βρισκόμαστε στη Σχολή μας αντιμέτωποι με τη πρόκληση της απάντησης στο ερώτημα των συνεπειών, στηρίζοντας το στοίχημα, δίνοντας φωνή στη μαρτυρία, διαδίδοντας τους ψιθύρους στην Πόλη, δίχως να υπομείνουμε τη « θλιβερή μουγγαμάρα»[10]που αποτυπώνει η εξαίσια στημένη φωτογραφία της Anish Kapoor στην αφίσα προβολής του Ραντεβού μας.

[1] Charles Baudelaire,  Les fleurs du mal, Paris, Librairie Marcel Didier, 1961.

[2] Οφείλω αυτή την αναφορά στη ποιήτρια Σύλβια Ολιβέϊρα.

[3] Jacques Lacan, « Note sur l’enfant » (1969), in Autres ιcrits, Paris, Seuil, 2001, p. 373.

[4] Jacques Lacan, Le Séminaire, Livre XVII, « L’envers de la psychanalyse », Paris, Seuil, 1991, p. 110.

[5] Γλωσσο-παίγνιο με τη πορτογαλική λέξη «roubada», λέξη η οποία σημαίνει στη κυριολεξία «κλεμμένο» αλλά στην καθομιλουμένη λέγεται όταν κανείς «τα βρίσκει σκούρα».

[6] Jacques Lacan, « L’étourdit », in Autres écrits, Paris, Seuil, 2001, p. 490.

[7] Ό.π, σελ 478.

[8] Ό.π, σελ 491.

[9] Jorge Semprun, L’ Écriture ou la vie, Paris, Gallimard, 1994.

[10] Jacques Lacan, « Literaterre », in Autreς Écrits, op. cit., p. 14.

Προλεγόμενα ΙV, Gabriel Lombardi: Τι σημαίνει απαντώ;

Πριν ν’ αρχίσω να στοχάζομαι πάνω σ’ αυτό που απαντά ο αναλυτής, στο αντικείμενο ή στα εκφερόμενα της απάντησης του, προτείνω να εξετάσουμε τι θέλει να πει κανείς με το ρήμα απαντώ. Δε θα μπορούσε να επιλεχθεί καλύτερη λέξη· προ αμνημονεύτων χρόνων οι ινδο- ευρωπαϊκές γλώσσες προσδίδουν στο ρήμα  τη σύγκλιση λέγειν και πράττειν, τη προσφερόμενη εγγύηση την ίδια τη στιγμή που εκφέρεται, την ελευθερία να δίνει ή να αποδέχεται κανείς αυτή την εγγύηση, την υπευθυνότητα τελικά που καθορίζει το είναι από το γεγονός ότι λέει αυτό που λέει. Έτσι στην Οδύσσεια, στο λογοτεχνικό ταξίδι του Ομήρου, ο ήρωας πριν καν επιχειρήσει το όποιο επικίνδυνο κατόρθωμα γι αυτόν τον ίδιο και τους δικούς του, προσφέρει θυσία στους θεούς Δία ή  Ποσειδώνα.

Η σπονδή είναι ταυτόχρονα μέθεξη και επίκληση στις επιθυμίες – στους θεούς της δύναμης και της θάλασσας-. Έτσι στον Aullu-Gellio, όταν ο πατέρας δεσμεύεται να δώσει σε γάμο την κόρη του, λέει «spondeo»και ο μνηστήρας απαντά με το ίδιο ρήμα. Απ’ αυτή την ανταλλαγή εγγύησης, γεννιέται η σημασία του ρήματος respondere το οποίο έχει ήδη ριζώσει στην λατινική γλώσσα. Ο Emile Benveniste [Αιμίλιος Μπενβενίστ], οξύνους εξεταστής του λεξιλογίου των ινδο-ευρωπαϊκών θεσμών, εξηγεί ότι  and-swaru στα γερμανικά, swaran στα γοτθικά και answer στα αγγλικά είναι ισοδύναμο του jurer [ ορκίζομαι], του θεμελιώδους της υπευθυνότητας, είτε είναι της τάξεως της συμφωνίας είτε του απόλυτου, γραπτό ή προφορικό, είναι  προϊόν του λέγειν.

Responsum είναι εξίσου το λέγειν των ερμηνευτών των θεών, ιδιαίτερα των μάντιδων οι οποίοι προσφέρουν σε αντάλλαγμα της ριψοκίνδυνης πράξης την ασφάλεια της θυσίας. Ο χρησμός είναι η αληθινή απάντηση γιατί αυτή συμπεριλαμβάνει τα σημεία της τύχης τα οποία αντικαθιστούν την ανυπαρξία γνώσης τη στιγμή της επιλογής, όταν το γεγονός ότι λέει κανείς ναι ή όχι στο κάλεσμα της επιθυμίας,  θα πρέπει να  προσαρμόζεται στο δίχως κανόνα πραγματικό.

Τα θρησκευτικά θυμιατά που προέρχονται από το responso των νεκρών και τις χριστιανικές σπονδές δε μας εμποδίζουν να εφαρμόσουμε, όπως ο Τζόϋς, τους απόηχους αυτού του πολύγλωσσου συνόλου στην επιθυμία μας και στο εξειδικευμένο ταξίδι μας. Τι απαντά ο αναλυτής τα χρόνια που οι ήρωες, οι πιστοί και οι αισχροκερδείς υποκαταστάθηκαν από ψυχωσικούς, νευρωτικούς και διαστροφικούς ; Τι σημαίνει απαντώ μέσα από τον διευρυμένο από την φροϋδική μέθοδο  χρησμό [oraculum] , στο τόπο όπουκανένας Θεός ή προφήτης δεν απαντά στα επείγοντα και στο αίτημα αλλά στην επιθυμία του απλού μάντη ο οποίος στηρίζει την ερμηνεία του στα σημαίνοντα σωθικά του είναι,  ορθάνοιχτων  από το σύμπτωμα ;

Ο στοιχειώδηςκανόνας της ανάλυσης επιτρέπει στον αναλυτή να ενσαρκώσει την ουσιαστική δομή μια αληθινής απάντησης, παραχωρημένης πλέον για το διχασμένο υποκείμενο του συμπτώματος, γι’ αυτή τη διχασμένη μορφή του είναι σε αναμονή της ύπαρξης η οποία προβάλλει αντίσταση στο ν’ αποφασίσει όταν συναντιέται με  το πραγματικό. Εάν, όπως πρόσφατα σημείωνε ο Αντόνιο Κινέ, ο αναλυτής επενδύεται μιας μάσκας, ενός ομοιώματος, μιας αινιγματικής ρήσης καθώς και της σιωπής και των απρόσμενων επίμετρων, είναι γιατί η αναλυτική απάντηση αναδύεται από εκείνο το χώρο όπου απέναντι στο επείγον του αιτήματος της γνώσης δεν απαντά παρά η επιθυμία. Η απάντηση του αναλυτή σε ότι πιέζει δεν ανοιγοκλείνει ένα ερώτημα αλλά εγγυάται μόνο μια πορεία προσωπικής έρευνας, ότι μπορεί να αλιεύει στο ποτάμι του ασυνειδήτου. Πληρώνοντας με το πρόσωπό του, ο αναλυτής, ευνοεί  την εξέλιξη της ομιλίας στο φιμωμένο από τη καταστολή υποκείμενο, διστακτικό στο κατώφλι, ανασταλτικό στη δράση. Γι’ αυτό η αντίληψή μας για την ψυχανάλυση αντικαθιστά τη σειρά :
ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΝΑΛΥΟΜΕΝΟΥ –> ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΛΥΤΗ με την ακόλουθη :

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΛΥΤΗ –> ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Αυτές οι συνέπειες μπορούν να είναι καθαρά συνειρμικές (ερμηνεία της ερμηνείας), μεταβιβαστικές, (η παράδοξη συμπεριφορά, διχασμένη, του αναλυόμενου $), καθώς και οι απαντήσεις του ότι είναι κανείς σε ανάλυση, γεγονότα  που βγάζουν το λέγειν από τη λήθη στην οποία περιόρισε τη γνώση. Ανάμεσα σ’ αυτές τις συνέπειες, μπορεί να επέλθει και η τελευταία απάντηση, η τελική ικανοποίηση του αναλυόμενου απέναντι σε ότι επείγει, εκείνη που ικανοποιείται μ’ ένα φτάνει  πια ! στην αναλυτική πορεία. Η ανάλυση αραιώνει ανάμεσα σ’ αυτό το αρχικό spondeo του αναλυτή και spondeo της υποκειμενικής καθαίρεσης του αναλυμένου. Εάν πράγματι ότι επείγει βρήκε τελικά τη μοναδική του ώρα, εάν η ανάλυση και η καλή ώρα [η τύχη] του παραχώρησαν το πεπρωμένο της επιθυμίας, πώς αναγνωρίζεται ; Τα θεραπευτικά αποτελέσματα, διδακτικά και καθαρά αναλυτικά, απελευθερωτικά, δε μπορούν να καταμετρηθούν με αφετηρία την φροϋδική διαδικασία, γιατί ο αναλυτής αγκυροβολεί στην αποτελεσματικότητα της θέσης του  χρησμού, επιθυμώντας χωρίς να το ξέρει, μάντης που ήδη παρήγαγε μια σειρά από αποφάσεις σ’ εκείνον που ήρθε να βρει μια απάντηση. Ο αναλυτής θα είχε γίνει  ο «χρονολογοικανοποιός», εκείνος που εγγυάται, γίνεται ο εγγυητής του γεγονότος ότι η εν λόγω ικανοποίηση έλαβε χώρα, με αντίτιμο την ενδόμυχη κρίση σύμφωνα με την οποία δε μπορεί να προφητεύσει  ούτε το χρόνο, ούτε τον τρόπο, ούτε την προοπτική. Εξ αυτού προέρχεται η αβεβαιότητα, εάν είναι Αναλυτής Μέλος της Σχολής, να ορίσει έναν περαματάρη.

Στη Σχολή μας, απαντάμε σ’ αυτό το ερώτημα με την διαδικασία του περάσματος, μεταθέτοντας το πρόβλημα στην λειτουργία του περαματάρη. Ελπίζουμε ότι αντί μιας αναγνώρισης, αυτός αφήνει μέσα του τη διεργασία της ευαισθησίας του ή την ασυνείδητη ανάδραση ή την απόφαση του περάτη, απόφαση η οποία σ’ αυτόν τον  τελευταίο, κυρίως περιβάλλεται από μια πρωτόγνωρη υπογραφή, από μια προσωπική μετεωρολογία, από υποβαθμισμένους λόγους, από ερμηνευόμενα πάθη του θυμικού- αινιγματικά  θυμικά  και θυμικά αναφοράς. Δεν ελπίζουμε να ξέρουμε αλλά να  επιτυγχάνουμε κάποιους απόηχους μιας επιλεκτικής απάντησης η οποία, στην ουσία είναι ριζικά ξένη προς τη γνώση, στο να πει το είναι του είναι στον τομέα της στενά  διδακτικής ψυχανάλυσης, της οποίας η επιτυχία δεν είναι εκ προοιμίου εγγυημένη, αφού ο «χρονολογοικανοποιός» εδώ λείπει. Ελπίζουμε επίσης ότι δια μέσου αυτού θα μας μεταδοθούν κάποιοι λόγοι, υστορικοί, έλεγε ο Λακάν : πώς οι συνέπειες του σημαίνοντος αποχωρίστηκαν ($και α), εκείνες οι οποίες γενικά εμποδίζουν την υποκειμενική καθαίρεση που απαιτεί  ο προθάλαμος του είναι ; Όλες αυτές οι  προσπάθειες για να εντοπίσουμε το τι  διασδραματίζεται στο πέρασμα – πέρασμα το οποίο επέρχεται στη  χρονική ρωγμή του τέλους της ανάλυσης- θα μπορούσαν να προκύψουν απογοητευτικές εάν δε δεχθούμε ότι η απάντηση πρέπει να παράγεται αυτή τη φορά, sponte []αυθόρμητα],[1] μ’ αυτό  τον  αυθορμητισμό  που είναι στη βάση του Λακανικού πραγματικού, του χωρίς νόμο

Πραγματικού του ομιλούντος, ανάμεσα στο χάσμα του καιρού και του χρόνου το οποίο δεν εξαρτάται από την αυτονομοθέτηση της ασυνείδητης ή της συνειδητής θέλησης.

Γι’ αυτό μπορούμε να τοποθετήσουμε στον ηθικό μας ορίζοντα, δίπλα στα διδακτικά και θεραπευτικά αποτελέσματα, άλλα αποτελέσματα καθαρά αναλυτικά, τα οποία οδηγούν, για παράδειγμα, σε πεπρωμένα εξαϋλωμένα, όπου ότι επείγει, έχει ως πυξίδα ένα λιγότερο αυτιστικό ασυνείδητο, λιγότερο απόμακρο από την επιθυμία του Άλλου- σε ότι στηρίζεται αυτό που ενδιαφέρει και το λακανικό δια-φέρειν. Στον ηθικό ορίζοντα της πρακτικής μας βρίσκεται η παρουσία ενός όντος που ικανοποιείται διαφορετικά απ’ ότι με το σύμπτωμά του – στο οποίο η ενόρμηση και η επιθυμία αντιπαρατίθενται και αφήνουν άλυτο το πράγμα. Το προ-οντολογικό ασυνείδητο, επεβεβλημένη απαγόρευση ενός όντος καταδικασμένου στο απροσδιόριστο και τη μετατιθέμενη επανάληψη, περνάει μες την ανάλυση σ’ ένα ηθικό καθεστώς, στο δέον να είναι, μια προστακτική η οποία θα μπορούσε να λυθεί και να προσδιοριστεί στη πράξη με το τέλος της ανάλυσης.

Η έννοια της απάντησης συμπεριλαμβάνει την ελευθερία της αιτιότητας. Έτσι το πραγματικό ασυνείδητο, το αναλυμένο ασυνείδητο  δε συρρικνώνεται στην ηλίθια απόλαυση της γλωσσολαλαλίας αλλά προορίζει την απόλαυση στην επιθυμία πραγματοποιώντας ένα Triebschicksale[2]. Το πραγματικό ασυνείδητο  είναι ένα  ασυνείδητο του χρησμού, αναγνώστης της επιθυμίας, που απαντά μέσα σ’ έναν αυθορμητισμό ο οποίος δεν είναι ελευθερία του να, αρνητική ελευθερία, αλλά ελευθερία για , είναι ανοικτό προς….

Η επιθυμία που καταστήσαμε δικιά μας, να ρίξουμε ένα φως πάνω στη σκοτεινή απόφαση του είναι η οποία συνίσταται στο να επωμίζεται κανείς τη θέση του αναλυτή, δε θα έπρεπε να μας οδηγήσει  στο να ποδοπατάμε μαζί με τις διαδικασίες, τις μεθόδους και τους λόγους που αυτή η ανάληψη συμπεριλαμβάνει σαν ικανοποιητική απάντηση, απάντηση η οποία δεν επαληθεύει την ψυχαναλυτική εγγύηση με ψέμματα, πάγιες εκφράσεις ή ληγμένα μαθήμια, αλλά την αποδοχή κατά το φροϋδικό τρόπο, αυτής της πρόβλεψης που εδώ και πάντα παρεμβαίνει στην εξάσκηση της ελευθερίας να συμμετέχω στην μάχη ή στην πολιτεία.

[1] Sponte, κλητική απόλυτη του spons, spontis, “αυθόρμητα”. Σύμφωνα με τον Varrοn, αυτή η λέξη έχει την ίδια ετυμολογική ρίζα με το spondeo. Ο Heidegger τον ακολουθεί, οι Ernout et Meillet δεν το αρνούνται αλλά δε το επιβεβαιώνουν κιόλας. Για το επιχείρημα αυτή η συγκυρία είναι καλοδεχούμενη.

[2] Ο Λακάν προτείνει μια ενδιαφέρουσα εκδοχή του φροϋδικού Triebschicksale στη συνεδρία της 18 Μαρτίου 1980.

Προλεγόμενα  V, Diego Mautino: Κλινική και Σχολή

Ο Φρόϋντ απαντά στη «Δυστυχία στον πολιτισμό»[1927], εισάγοντας με το διακύβευμα της επιθυμίας αυτή τη πρωτόγνωρη γνώση την οποία ονόμασε ασυνείδητο και επινοώντας μια νέα προσφορά : την ψυχανάλυση. Με την επιστροφή του στον Φρόϋντ, ο Λακάν εγκαθιδρύει, με την αναφορά του στον λόγο, κάθε τύπο κοινωνικού δεσμού[1] που απορρέει από τη διάταξή του, με όρους που ο ίδιος ο Φρόϋντ αποκαλούσε πολιτισμό, διευκρινίζοντας τις θέσεις : ο κύριος και ο σκλάβος, ο καθηγητής και ο φοιτητής, η υστερική και ο κύριος, ο αναλυτής και ο αναλυόμενος. Κάθε λόγος συνιστά δεσμό και προσφυγή ενάντια στη δυστυχία, εξαιρουμένου του καπιταλιστικού λόγου, ελάχιστα κοινωνικού, αδιάφορο απέναντι στην «υπόΘεση της αγάπης», συνδέει μάλλον το άτομο με τα προϊόντα – με συνέπεια τη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής—πολλαπλασιάζοντας τους ανεπαρκείς και προσωρινούς δεσμούς ή ακόμα την ανία. Υπάρχει λοιπόν ο καπιταλιστικός λόγος και αυτός του ασυνειδήτου.

Απέναντι στο πολλαπλασιασμό των προσφορών για να αντιμετωπιστεί η δυστυχία στο πολιτισμό δίχως να περάσουμε από μια επιθυμία της γνώσης, ο Λακάν αναδεικνύει την αξία, αντίθετα, και την ιδιαιτερότητα της προσφοράς του Φρόϋντ, το ασυνείδητο δεν απαντά παρά σ’ αυτόν που το επικαλείται, στον αναλυτικό λόγο έτσι όπως τον εγκαθιδρύει η πράξη του αναλυτή. Ο Φρόϋντ αρχίζει με την αποκρυπτογράφηση των συμπτωμάτων, προσκρούοντας στην σεξουαλική σημασία η οποία στηρίζει τη φαντασίωση. Ο Λακάν βρίσκει σ’ αυτή [ στη λεγόμενη σεξουαλική σημασία], την «απόδειξη» της μη σεξουαλικής σχέσης, τύπου που κυοφορείται μέσα από τα λεγόμενα του Φρόϋντ. Η κλινική μας διδάσκει ότι αυτή η οδός είναι πάντα ανοιχτή σε ότι δεν αποτελεί «σεξουαλική πραγματικότητα», ούτε φαντασίωση αλλά σύμπτωμα το οποίο έρχεται στη θέση αυτής της μη σχέσης με το πραγματικό πυρήνα, εκτός νοήματος[2]

Από τον Φρόϋντ στο Λακάν η ψυχανάλυση αναδεικνύει ότι : για το ομιλούν υπάρχει ένας δεσμός που λείπει –όχι από δυστύχημα—εκείνος που θα δημιουργούσε σεξουαλική σχέση ανάμεσα στα σώματα. Μένει λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε « τι το μη ορατό συγκρατεί τα σώματα μεταξύ τους»[3]. Θα παρατηρήσουμε ότι το ομιλούν δε ζει μόνο με τον άρτο τον επιούσιο και ότι το πεπρωμένο του εμπλέκεται στις λέξεις που του έρχονται απ’ αυτό «το στόμα της αλήθειας»[4] η οποία ψεύδεται μέχρι να προσεταιριστεί τον ίδιο της το λόγο για να επανενεργοποιήσει την ενδεχόμενη μετάδοση του «σωστού ύφους του απολογισμού της εμπειρίας»[5].

Στη διάγνωση της «δυστυχίας» σύμφωνα με τα εκφερόμενα του Φρόϋντ ο Λακάν απαντά θέτοντας εμπόδια στα ολοένα αυξανόμενα αδιέξοδα του πολιτισμού μας με μια έμπρακτη κριτική των διαδικασιών της κλινικής κατάρτισης[6] και ασκώντας κριτική στους ψυχαναλυτικούς θεσμούς. Μετά την « επιστροφή στον Φρόϋντ» (1953), θα ιδρύσει τη Σχολή (1964). Μια Σχολή όχι χωρίς κλινική για να υπενθυμίσει ότι χωρίς κλινική δεν υπάρχει ψυχανάλυση. Γι’ αυτό στα ιδρυτικά κείμενα θα προσθέσει την κλινική παρουσίαση, αδιαχώριστη από την πρακτική της Κλινικής παρουσίασης[7] του ασθενούς μιας διαδικασίας πρωτότυπης την οποία επιφορτιστήκαμε εκ νέου στο πλαίσιο των Κολλεγίων Ψυχαναλυτικής κλινικής ( CCP). Το 1964, για να αντιτεθεί στα φαινόμενα ομαδοποίησης των ψυχαναλυτικών εταιρειών εισάγει ένα νέο σημαίνον : Σχολή. Το 1967 προτείνει μια εξίσου νέα διαδικασία : το πέρασμα. Στη Σχολή αυτά τα δυο κλινικά όργανα τα οποία επινόησε έχουν απήχηση.

Ένα ακόμα σε πιο εσωτερικό πλαίσιο στοχεύει στο  να προχωρήσει η έρευνα η οποία αφορά την επιθυμία του αναλυτή, τις μεταπτώσεις της ενόρμησης υπό την επήρεια της αναλυτικής αγωγής. Το άλλο, πιο εξωτερικό, στοχεύει να επαναπροσδιορίσει και να μεταδώσει τη ψυχαναλυτική κλινική ως άμεση σύνδεση θεωρίας και πράξης. Για την μετασχηματισμένη από μια ψυχανάλυση  επιθυμία, η επεξεργασία αυτής της γνώσης η οποία κατατίθεται, συμβαδίζει η πολιτική επίπτωση της αναλυτικής πράξης στο πολιτισμό της εποχής. Μ’ αυτή την έννοια ο Λακάν επινοεί εκ νέου και δημιουργεί τα θεσμικά όργανα τα οποία και  τα Φόρουμ και τα κολλέγια της ψυχαναλυτικής κλινικής έχουν θεσπίσει.

Ιδού κάποια επιχειρήματα για ένα στοίχημα και μια  ευχή :  το Ραντεβού στο ΡΙΟ το 2012 για την οποία οι φίλοι μας στην άλλη όχθη του Ατλαντικού δουλεύουν εδώ και καιρό να γίνει Συνάντηση όπως το υπενθύμιζε η Σολ Απαρίσιο στην πρόσκληση της 3ης Διεθνούς συνάντησης της Σχολής, το Δεκέμβριο του 2011. «« […] la rencontre du plus valable d’une expérience personnelle avec ceux qui la sommeront de s’avouer, la tenant pour un bien commun.»[8]

Rio de Janeiro, 06 – 09 | 07 | 2012

www.rio2012if-epfcl.org.br, e-mail: [email protected]

[1] Ζακ Λακάν, « …ο κοινωνικός δεσμός. Τον ορίζω με όρους λόγου […..], ο κοινωνικός δεσμός δεν εγκαθιδρύεται παρά μόνο εάν αγκυροβολεί στο τρόπο που η γλώσσα τοποθετείται και εντυπώνεται, τοποθετείται πάνω σ’ αυτό που μυρμηγκιάζει, δηλαδή στο ομι-λούν. Σεμινάριο ΧΧ, Ακόμη, εκδ. Seuil,  σελ. 51.

[2] Κολέτ Σολέρ, Προλεγόμενα  Ι, VIIο Διεθνές Ραντεβού ΔΦ- ΣΨΦΛΠ, Ρίο 2012. [ Εισαγωγή- Διεθν Ημερίδες www.champlacanien-net.gr].

[3] Ζακ Λακάν, Σεμινάριο ΧΧ, Ακόμη, σελ 86.

[4] La Bocca della Verita ( 1632), [ Το στόμμα της αλήθειας], σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία είναι δυνατόν να υποστείς τη δοκιμασία της αλήθειας με τον κίνδυνο να μη μπορέσεις να τραβήξεις το χέρι εκείνου που προβαίνει σε μια ψευδή μαρτυρία. Επίκληση του έργου της Anich Kapoor Untitlet    ( Λονδίνο, 2006) και της αφίσας για το προσεχές ραντεβού στο Ρίο 2012.

[5] Ζακ Λακάν, « Θέση του ασυνειδήτου», μετάφραση στο πλαίσιο του Φόρουμ

[6] Η παρουσίαση των ασθενών που ο Λακάν πραγματοποιούσε από το 1953 μέχρι το 1980 εγκαθιδρύοντας μια διεργασία με πυξίδα τη ψυχανάλυση και που διευκρινίζει τη δομή με τρεις όρους : ο αναλυτής, ο ασθενής ο οποίος εμπλέκεται με την υποκειμενικότητά του και το κοινό των εξασκούμενων που ονομάζεται « Η Τρίτη» εκ του γεγονότος ότι ακούει τον ασθενή και μπορεί να έρθει να συμπληρώσει στη συζήτηση το υλικό της κλινικής συνέντευξης. Καινοτομία η οποία επαναλήφθηκε στο πλαίσιο των Κολλεγίων της ψυχαναλυτικής κλινικής και της Σχολής.

[7] Ζακ Λακάν, Συνεισφορά στη 50η επέτειο του Νοσοκομείου Ανρί Ρουσσέλ, που δέχθηκε την εργασία με τις Κλινικές Παρουσιάσεις, αναφ στο «L’Εtourdit», Autres Ιcrits, Seuil, Paris 2001, p. 449.

[8] Jacques Lacan, Acte de fondation de l’Ecole freudienne de Paris, 21 juin 1964, Préambule

Προλεγόμενα VI, Vera Pollo: Τρεις απαντήσεις του ψυχαναλυτή 

«Τι απαντά ο ψυχαναλυτής ; Ηθική και κλινική». Αυτός ο τίτλος φαίνεται να υποβάλλει δυο δρόμους για να προσεγγίσουμε το ίδιο θέμα : Οι απαντήσεις του ψυχαναλυτή με προτεραιότητα στη προσέγγιση της ηθικής και της κλινικής. Δεν υφίσταται κλινική χωρίς ηθική, αυτό είναι προφανές. Μπορούμε όμως να προσεγγίσουμε την ηθική της ψυχανάλυσης έξω από την κλινική οδό ; Είναι δυνατόν να διαχωρίσουμε την επιστημική οδό από την οδό της απόλαυσης ;

Εάν ξεκινήσουμε από το γραπτό του Λακάν, « Η κατεύθυνση της αγωγής και οι αρχές της εξουσίας της»(1958), μπορούμε να πούμε ότι η φροϋδική διαδικασία συμπεριλαμβάνει τουλάχιστον τρεις απαντήσεις του αναλυτή. Η Κολέτ Σολέρ[1] τις κατονόμασε με τον ακόλουθο τρόπο : η υπόσχεση, στη πρώτη θέση🞗 έπειτα, το αίτημα του λέγειν·τέλος η ερμηνεία, στη τρίτη θέση. Ο όρος «υπόσχεση» είναι απόσπασμα από ένα κείμενο του Φρόϋντ και αναφέρεται στην σπουδαιότητα της διαφορικής διάγνωσης ανάμεσα σε νεύρωση και ψύχωση.

Σύμφωνα με τον Φρόϋντ δε μπορούμε να υποσχεθούμε τη θεραπεία της ψύχωσης. Μπορούμε όμως να προεκτείνουμε τον όρο «υπόσχεση» στην ίδια την έννοια του ασυνειδήτου, εάν το πάρουμε, μαζί με τον Λακάν, ως εκείνο που « τοποθετείται  ανάμεσα στο αίτιο και σ’ εκείνο  που το επηρρεάζει συναισθηματικά, στο σημείο όπου υπάρχει πάντα το καμπανάκι»[2]. Μ’ αυτή την έννοια, η μεταβίβαση είναι υπόσχεση ανάλυσης, και η ανάλυση, υπόσχεση περάσματος, είναι επίσης υπόσχεση αναλυτή. Η πρώτη απάντηση του αναλυτή είναι εκείνη που εκφέρει « ναι, σας δέχομαι σε ανάλυση». Αυτό μας υπενθυμίζει άμεσα την θέση του Φρόϋντ να μη γίνει εγγυητής της ανάλυσης της Σιντονι C. δηλαδή της Margarethe Csonka-Trautenegg[3], της « νεαρής ομοφυλόφυλης ». Εάν θεωρήσουμε ότι δε μπορούμε να διατυπώσουμε ένα ερώτημα δίχως να μην οριοθετούμαστε από τη μη- γνώση, σαν ένα πλαίσιο, στο πεδίο της γνώσης, θα λέγαμε ότι η πρώτη απάντηση του αναλυτή, το πρώτο ναι ή όχι έρχεται να επικυρώσει και όχι να διορθώσει την ύπαρξη ή όχι ενός ερωτήματος απαραίτητου για την είσοδο σε ανάλυση.

Η απάντηση ως « αίτημα του λέγειν » είναι η εκφορά του αναλυτικού κανόνα. Εκφέροντάς τον ο αναλυτής καταμαρτυρεί μέχρι που έφθεσε στην ίδια του την ανάλυση. Σε αντιστάθμισμα, η ερμηνεία που ενέχει αξία απάντησης εξαρτάται άμεσα απ’ ότι ο αναλυόμενος « καταλογίζει στον αναλυτή ότι είναι ». Αυτό ισοδυναμεί με το να λέει κανείς ότι το ερμηνευτικό αποτέλεσμα της παρέμβασης του αναλυτή είναι αυστηρά καθορισμένο από τη θέση στην οποία βρίσκεται στη γλωσσική δομή η οποία δεν είναι η δική του αλλά εκείνη του αναλυόμενου.

Το 1971, στην «εισαγωγή στη γερμανική έκδοση ενός α΄τόμου των Γραπτών»[4] ο Λακάν δηλώνει ότι «δεν υπάρχει διάλογος», κάτι που ξαναπιάνει τον επόμενο χρόνο στο « Étourdit»[5], σαν εκείνο που το υποκείμενο αντιμετωπίζει με δέος στο τέλος της ανάλυσης όταν ο αναλυτής συρρικνώνεται στο αντικείμενο α, κατ’ εξοχήν ομοίωμα, από τον αναλυόμενο. Διότι γνωρίζουμε ότι ο ελεύθερος συνειρμός καταχωρείται στο λόγο του κυρίου και η υπόθεση της γνώσης στο λόγο της υστερικής. Όταν είμαστε στο δεσμό που χαρακτηρίζει το λόγο του αναλυτή, δεσμό ανάμεσα σε δυο, το υποκείμενο έρχεται αντιμέτωπο με τις τρεις διαστάσεις του αδύνατου : αυτής της μη –σχέσης ανάμεσα στα φύλα, αυτής του νοήματος και αυτής της σημασιοδότησης. Στη διάσταση του φύλου, έχουμε την επαλήθευση του αδύνατου από το ένα φύλο στο άλλο, και μάλιστα να «συνάγεται για το εσωτερικό διάλογο ανάμεσα σε κάθε φύλο κάτι το απρόοπτο»[6]. Στη διάσταση της σημασίας, ανακαλύπτουμε ότι το σοβαρό είναι παράλληλα της τάξεως της σειράς και του κωμικού. « Fala sirio», «Μιλάς σοβαρά!», ιδιωματική έκφραση της πορτογαλικής γλώσσας, η οποία συνηχεί με την πρόκληση και την ειρωνία. Είναι σχεδόν συνώνυμη του «Λες αλήθεια». Αναρωτιέμαι εάν δε πρόκειται για την αναγκαία επιστροφή του φαντασιακού φαλλού στη παραγωγή σημασίας η οποία εκτείνεται από « τη μέθεξη εως τη γελοιότητα». Τέλος στη διάσταση της σημασίας, αναδύεται ότι η βρισιά είναι η πρώτη και τελευταία λέξη του διαλόγου και κάθε κρίση είναι της φαντασίας. Καμία σημασία δεν αγγίζει το πραγματικό. Αξίζει να θυμηθούμε ότι στα λόγια του Φρόϋντ, το μονόγραμμα είναι το πλέον κατάλληλο, το πιο βέβαιο, για ν’ αποδείξει ότι κάτι έχει την προέλευσή του στο ασυνείδητο. Το γεγονός ότι το μονόγραμμα υπόκειται μια σειρά προσδιορισμούς, όλους όμως πέρα από το εγώ, δεν είναι αστεί αφού το καθιστά σημαίνον δίχως σημασία, σημείο απόλαυσης.

Ο Λακάν μετέτρεψε το ρητό «να πράττεις σωστά και ν’ αφήνεις να μιλούν» σε «να μιλάς σωστά και ν’ αφήνεις να πράττουν». Μπορούμε να πούμε ότι η ανωτέρω μετατροπή στη «Τηλεόραση» αναδιπλασιάζεται από μιαν άλλη. Σ’ αυτό το κείμενο, ο Λακάν ανατρέπει το απόφθεγμα του Μπουαλό στο οποίο αναφέρεται ο Φρόϋντ, « ότι αντιλαμβάνεται κανείς καλά, εκφέρεται ξεκάθαρα»[7] και ότι «εκφέρεται καλά το αντιλαμβανόμαστε ξεκάθαρα»[8], δηλαδή ακολουθεί το δρόμο του. Εάν η ερμηνεία εκφέρεται σωστά είναι δυνατόν να « απαντά στη βαθύτερη προβληματική του υποκειμένου διότι πράγματι το υποκείμενο οφείλει να την ακούσει σαν μια απάντηση που προσιδιάζει στην ιδιαιτερότητά του»[9].

Από το 1953 ήδη, ο Λακάν παρατηρούσε ότι η τεχνική είχε οδηγήσει την ερμηνεία ν’ απομακρυνθεί από τις αρχές της[10]. Μεταμορφωμένη σε λάβα έρεε χωρίς στόχο ούτε κατεύθυνση. Ήταν επίσης αναγκαίο ο Λακάν να προειδοποιήσει τους αναλυτές ότι η ερμηνεία δεν είναι ανοικτή προς όλες τις κατευθύνσεις αλλά μόνο στο ν’αγγίζει την ενόρμηση και να προωθεί την έλευση του σημαίνοντος, κάποιου πράγματος που ξαφνικά διακόπτει την επανάληψη και καθιστά «δυνατή τη μετάφραση»[11]. Κάθε ερμηνεία έχει να κάνει με τη σύνδεση ανάμεσα σε ομιλία και απόλαυση, απαιτεί εργασία και συνιστά ένα συμπληρωματικό σημαίνον που ο αναλυτής εισάγει στο λόγο του αναλυόμενου[12].

Σύμφωνα με την Colette Soler[13], μπορούμε να χωρίσουμε δυο εκδοχές της αποκρυπτογράφησης : εκείνη η οποία συγκροτεί τη σειρά των σημείων και εκείνου που φθάνει στη συρρίκνωση της σημασίας, σημασίας που εφαρμόζεται, η οποία αρμόζει ακριβώς σε μια καθορισμένη κατάσταση, η οποία βάζει ένα όριο στη διεργασία της αποκρυπτογράφησης. Για παράδειγμα εκείνο που επέτρεψε στον Φρόϋντ να εκφέρει με αφορμή την περίπτωση του Έρνεστ Λάνζερ : « το υποκείμενο ήταν ένα ποντίκι». Όριο που δεν αντιστοιχεί αναγκαστικά στο τέλος της ανάλυσης αλλά καταδεικνύει τη διαπόρευση της φαντασίωσης, διαχωρίζοντας την εκδοχή- υποκείμενο –πάντα απροσδιόριστο στο γλύστριμα της σημαίνουσας αλυσίδας— από την εκδοχή- αντικείμενο στην οποία το υποκείμενο υποφέρει από έναν απόλυτο καθορισμό. Υπολείπεται ο κόμβος του ανερμήνευτου.Όταν διακρίνουμε σ’ αυτόν τον τελευταίο, είναι το σημάδι ότι είμαστε έξω. Εκείνη τη στιγμή ο επαναλαμβανόμενος ευνουχισμός θα γίνει επίσης επανάληψη της πράξης εισόδου, η οποία βρίσκεται εκ νέου στην έξοδο.

Προλεγόμενα  VII, Jairo Gerbase: Εργάζομαι με το αδύνατο να ειπωθεί

Μου τράβηξε τη προσοχή[1] το γεγονός ότι ο Λακάν επανήλθε τόσο καθυστερημένα ( 20-12-79) στο να εντάξει την πρακτική του στην κατηγορία του αδύνατου να ειπωθεί. Αυτό με οδήγησε να διατυπώσω το ακόλουθο ερώτημα : τι είναι το λέγειν ; Το ίδιο απαντά από μόνο του: « το λέγειν είναι διαφορετικό από το ομιλείν». Καθεμία από αυτές τις πράξεις φαίνεται να αποδίδεται στους δυο παρτεναίρ της ανάλυσης με διακριτό τρόπο. Ο Λακάν είπε, με κάποιο σχηματικό τρόπο, το εξής : ο αναλυόμενος μιλάει · ο αναλυτής λέει. Ωστόσο, την ίδια εκείνη στιγμή, μετέφρασε «λέγω» με «τομή» και πρόσθεσε ότι το λέγειν εξαρτάται από το μιλάω και την τομή της γραφής, δηλαδή της ορθογραφίας.

Μοιάζοντας να διορθώνεται, επιβεβαίωσε ότι τόσο σε ότι λέει ο αναλυόμενος όσο και σε ότι λέει ο αναλυτής, δεν υπάρχει κάτι άλλο από τη γραφή. Μ’ αυτή την ευκαιρία, το παράδειγμα για το «λέγειν» ήταν το ακόλουθο : «ετοιμολογία», «ετυμολογία», κάτι στο οποίο συμπεριλαμβάνεται η πρόθεση, δηλαδή η σημασία η οποία εξαρτάται από την ορθογραφία. Συνέλεξα ο ίδιος μια απεικόνιση η οποία νομίζω πορεύεται προς αυτή τη κατεύθυνση :

–          « Όλος ο κόσμος έχει βουρκωμένα μάτια » μου είπε ένας αναλυόμενος.

–          «Πώς σχηματίσατε αυτή την ιδέα ;»

–          «Από το τραγούδι της Μπίλυ Χολινταίη, «Me, Myself and Eye/I », μου απάντησε. Ο αναλυόμενος μιλώντας λέει κάτι περισσότερο απ’ αυτό που θέλει να πει και ο αναλυτής διαβάζοντας αυτό το επι πλέον, κόβει.Όλο αυτό τον κάνει να ολισθαίνει μες στο βορρόμβειο κόμβο, δηλαδή στη σκέψη και μέχρι την προέκτασή της, σ το σώμα.

Πραγματοποιώντας κατά τη διάρκεια της χρονιάς, τις έρευνες πάνω στο θέμα της ερμηνείας, ξανάπιασα την έκδοση στα πορτογαλικά του δοκιμίου του Φρόϋντ «Η ερμηνεία των αφασιών». Βρήκα την εισαγωγή την οποία επικαλούμαι για να προσδιορίσω τη διάκριση ανάμεσα σε λέω και ομιλώ.  Ο συγγραφέας βεβαιώνει ότι « το ερώτημα της αφασίας στον Φρόϋντ είναι πολύ πιο ανατρεπτική από τις αρχές της κανονικότητας που ανακαλύπτει ο Γιάκομπσον[2]. Δικαιολογεί κατά τρόπο ιδιαίτερα συγκροτημένο ότι ο λόγος είναι πράξη κατά τρόπο ώστε να μην έχει πια νόημα να διακρίνει κανείς ανάμεσα σε σημαίνον και πράξη. Βεβαιώνει ότι η δομή της ομιλίας είναι εκείνη του ευφυολογήματος και ότι το νόημα είναι το αποτέλεσμα που εκπίπτει από την πράξη του λόγου. Κατ’ αυτόν, ο Φρόϋντ ορίζει ακόμα « ως μετάθεση» (Entstellung) το γεγονός ότι το νόημα δε μπορεί να είναι αίτιο του σημαίνοντος, δίνοντας ως παράδειγμα τον αναγραμματισμό της μπάρρας η οποία αναδεικνύεται από το Λακάν εκ του Σωσσυριανού δένδρου. Εδώ, όπως και στην αφασία, το νόημα δεν προξενεί τίποτα. Η μελέτη του συμπτώματος της αφασίας οδηγεί στη μελέτη της γλωσσικής παραδρομής, του ευφυολογήματος,  του ονείρου. Μες την ομιλία, το λάθος καταμαρτυρά την αφασική συγκρότηση της ομιλίας και κάθε πράξη συνίσταται ως παραπραξία. Δεν υφίσταται θεμελιώδης πράξη. Το λέγειν εκτροχιάζεται ( εξέρχεται από τα όρια), δεν εξαρτάται από το νόημα, αλλά από την ονομασία[3]. Μέχρι να διαβάσω το άρθρο του Τοντόροβ, «Ο Φρόϋντ και η εκφορά»[4], δε καταλάβαινα τη διαφορά ανάμεσα στο μιλάω και λέγω. Ο συγγραφέας διαπιστώνει στο άρθρο του Φρόϋντ « Ανάμνηση, επανάληψη, επεξεργασία»[5]βρίσκουμε δυο τρόπους του λέγειν: ο ένας, λέω με λόγια, δηλαδή επαναφέρω στη μνήμη χάρη στο συμβολικό 🞗 ο άλλος, όταν κάποιος φθάνει στα στα όρια του συμβολικού, στα όρια του λέγειν, αντί να σιωπαίνει, όπως το πρότεινε ο Βιττγκεστάϊν, το λέει με πράξη, επαναλαμβάνει. Ο Τοντόρωφ καταδεικνύει ότι λέγω με πράξη είναι ένας άλλος τρόπος να λέει κανείς και με αφετηρία αυτό το σημείο είμαστε στη τάξη του πραγματικού. Το πραγματικό δε μπορεί να ειπωθεί παρά μόνο με πράξη. Έτσι ακούω τη φράση του Λακάν : « δουλεύω μες το αδύνατο να ειπωθεί», δηλαδή στη διάσταση του πραγματικού, ήτοι της πράξης.

[1] Jacques Lacan, Séminaire, Le moment de conclure, συνεδρία της 20 Δεκεμβρίου 1977, ανέκδοτο.

[2] Sigmund Freud. A interpretação das afasias. Um estudo crítico. Trad. port. Antonio Pinto Ribeiro, Lisbonne: Edições 70, 1977.

[3] Νεολογισμός προτεινόμενος από τον συγγραφέα. Στα ποτογαλικά : “nomição”.

[4] Tzvetan Todorov. Théories du symbole. Paris: Seuil, 1977.

[5] Σιγκμουντ Φρόϋντ, Για την εισαγωγή της θεραπείας: Ανάμνηση, επανάληψη, επεξεργασία, εκδ Πλέθρον.

Προλεγόμενα VIII, Leonardo Rodriguez: Ένας διαφορετικός τύπος βοήθειας

– « Γιατρέ, θεωρείτε ότι μπορείτε να βοηθήσετε το γιο μου ; »

Αν τόξερα….

– «Κυρία μου, οφείλω κατ’ αρχήν να ακούσω τον γιο σας πριν να μπορέσω ν’ απαντήσω στην ερώτησή σας.Πείτε μου όμως,

τι κάνατε για να τον βοηθήσετε ;»¨.

Μια μητέρα θα πρέπει να έχει κουράγιο για να φέρει το γιο της σ’ έναν ψυχαναλυτή : ακόμα κι αν ντρέπεται να εκθέσει τον πληγωμένο της ναρκισσισμό, έχει όμως αρκετό κουράγιο για να πάει πέρα από το συναίσθημα ταπείνωσης και αποτυχίας. Όπως κάθε σωστή ερώτηση, και η δική της έχει ήδη μια απάντηση ή τουλάχιστον μιαν αρχή της απάντησης. Έπρεπε να φαντάζεται ότι θα μπορούσα να βοηθήσω το γιο της, ειδάλλως γιατί να κάνει το κόπο να τον φέρει ; Επι πλέον η Κυρία όφειλε να σκεφθεί τα αμφιλεγόμενα και τις αβεβαιότητες που περιβάλλουν τη λέξη «βοήθεια»: είχε ήδη φέρει το γιό της σε οκτώ διαφορετικούς επαγγελματίες της ψυχικής υγείας ( όπως συνήθως τους αποκαλούμε). Οι εν λόγω επαγγελματίες δεν είχαν καθόλου συνεισφέρει με καμμία βοήθεια, μολονότι ωρισμένοι απ’ αυτούς της υποσχέθηκαν ότι θα της ήταν χρήσιμοι και θα την βοηθούσαν. Η εμπειρία των πολλαπλών επαγγελματικών συμβουλών την οδήγησαν να αντιληφθεί ότι έπρεπε να υπάρχει μια ηθική διάσταση στην πρόθεσή της να βοηθήσει το γιο της.

Παρά την περιωρισμένη γνώση της ψυχανάλυσης και των ψυχαναλυτών, σκέφθηκε ότι ο ψυχαναλυτής θα της προσέφερε όχι μόνο μια διαφορετική κλινική και τεχνική  προσέγγιση, αλλά και μια διαφορετική ηθική θεώρηση. Είχε δίκιο να σκέπτεται κάπως έτσι. Πέρα από τις άλλες κλινικές και ψυχοπαθολογικές θεωρήσεις, η περίπτωση παρουσίαζε ευκρινώς ένα ηθικό ερώτημα : ο γιος της, ηλικίας 9 χρονών, ήταν ήδη κουρασμένος από τη βοήθεια « αυτών των ηλιθίων που σκέφτονται ότι ξέρουν τόσα πράγματα, ενώ δε ξέρουν απολύτως τίποτα» και πρόσθεσε ότι « δεν είχε ανάγκη από καμμία βοήθεια, ότι δεν είχε ανάγκη κι ότι ήθελε μόνο να τον αφήσουν στην ησυχία του».

Ο ψυχαναλυτής Wilfred Bion, πασίγνωστος στον αγγλοσαξωνικό κόσμο και με έργο που μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο σχολιάστηκε από τον Λακάν, διηγείται ένα ανέκδοτο σχετικό με έναν ασθενή που πήγε να τον δει σε κατάσταση μεγάλης σύγχυσης και  διάσπαρτου προς το περιβάλλον του φόβο. Ο Μπιον του είπε ότι δεν είχε λόγους να ανησυχεί, γιατί μαζί του θα μπορούσε να αισθανθεί ασφάλεια εφόσον ο ίδιος δεν είχε καθόλου την  πρόθεση να τον βοηθήσει.

Μπορεί, «το βοηθείν», ειδικά στις μέρες μας όπου υπάρχουν τόσες θεραπευτικές και φαρμακευτικές βιομηχανίες έτοιμες να σε βοηθήσουν, να αποβεί επικίνδυνο. Ο Φρόϋντ μας είχε ήδη προειδοποιήσει όσον αφορά το furor sanandis, αυτό το πάθος του να θεραπεύεις τον οποιονδήποτε, οποτεδήποτε, με την οποιαδήποτε τιμή και όποια κι αν είναι η ευχή του ασθενή. Αυτό εξακολουθεί να είναι ένα πρώτης τάξεως ηθικό πρόβλημα για τους ψυχαναλυτές, δεδομένου ότι ανάλογα με τις πολιτισμικές προσμονές, ο ψυχαναλυτής είναι κάποιος που υποτίθεται ότι βοηθά, ενώ αυτοί που έρχονται να μας δουν – άτομα κάθε ηλικίας που γίνονται ενδεχομένως αναλυόμενοι  –  θέλουν, ακόμα κι αυτοί, πραγματικά να βοηθηθούν.

Δεν υπάρχει κάτι το κακό σ’ όλα αυτά. Θα ξένιζε ίσως, εάν ο πιθανολογούμενος αναλυόμενος δεν  ενδιαφέρονταν καθόλου να δεχθεί βοήθεια· θα ήταν εξίσου παράξενο με το αν δήλωνε ο αναλυτής ότι δεν ενδιαφέρεται να βοηθήσει τον ασθενή, εαν  ανάλογη  δήλωση αντιστοιχούσε πραγματικά  στην πολιτική του, κάτι το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται με την παρέμβαση τακτικής του Μπιον. Εάν ενεργούσε μ’ αυτόν τον τρόπο, θα όριζε ευθύς σε τι συνίσταται η εργασία του, σ’ αυτή την εποχή όπου η ψυχανάλυση γίνεται αντικείμενο θλιβερών επιθέσεων, δυσφημιστικών και φορτισμένων με μίσος και ψευδο-αντικειμενικές αξιολογήσεις πάνω στα θεραπευτικά της αποτελέσματα. Αξιολογήσεις που καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ψυχανάλυση δεν είναι ούτως ή άλλως χρήσιμη για την αγωγή των παθολογικών καταστάσεων και των ανθρώπινων τραγωδιών ( οι τελευταίες προσδιορίζονται σύμφωνα με τις ψευδο- επιστημονικές κατηγορίες του Diagnostic and Stastistical Manual of Mental Disorders – DSM IV, το οποίο θα αντικατασταθεί από το DSM V– που υπόσχεταινα μην είναι πιο βελτιωμένο από τα προηγούμενα).

Δεν πρέπει κανείς να αρνείται την ικανότητά μας να βοηθούμε άλλα ομιλόντα όντα αλλά θα πρέπει ωστόσο να τεθεί το ερώτημα στο πλαίσιο της αγωγής της ανθρώπινης απόλαυσης που συνιστά τον ψυχαναλυτικό λόγο : ερώτημα που εμπεριέχει όλα τα συστατικά του πεδίου μας, του λακανικού πεδίου, του πεδίου της απόλαυσης και των πεπρωμένων της.

Η απάντησή μας είναι μια πράξη και σαν τέτοια, πρέπει να τη διαχειριστεί κανείς με υπεύθυνο τρόπο : δεν είναι αμελητέο το ότι απάντηση και υπευθυνότητα ( réponse και responsabilité) μοιράζονται την ετυμολογία. Σαν ψυχαναλυτές επωμιζόμαστε την ευθύνη να απαντήσουμε σωστά σε ερωτήματα και αιτήματα·  επωμιζόμαστε την υπευθυνότητα του περιεχομένου και των συνεπειών της απάντησής μας🞗 και οφείλουμε να επωμισθούμε επίσης την υπευθυνότητα να διευκολύνουμε, μέσα από τη λειτουργία μας, το ότι κάποιοι προκαλούν δημιουργικά και εποικοδομητικά ερωτήματα καθώς και απαντήσεις. Σε ένα από τα γραπτά της η Colette Soler λέει ότι οι νευρωτικοί έχουν πάντα πολλές ερωτήσεις αλλά δεν ενδιαφέρονται ειδικά για τις απαντήσεις. Η εμπειρία καταδεικνύει ότι οι καλές ερωτήσεις, αναδεικνύουν και τις ορθές απαντήσεις. Οι υπεύθυνες απαντήσεις μας αφορούν τις ερωτήσεις και απαντήσεις τις οποίες θέτουν ατομικά τα υποκείμενα, οι διπλανοί μας ως ομιλ-όντες, καθώς και τα ερωτήματα και τις απαντήσεις που μας παρουσιάζει η ζωή του πολιτισμού του οποίου αποτελούμε μέρος, στο βαθμό που υπάρχουν ακόμα πρόσωπα και θεσμοί που ενδιαφέρονται γι’ αυτό που έχουν να πουν οι ψυχαναλυτές πάνω σε σοβαρά προβλήματα, σύμφυτα με την δυσφορία του πολιτισμού μας και φθάνουν να απειλούν την ίδια τους την ύπαρξη. Οι συγγραφείς των προηγούμενων Προλεγομένων, αναφέρθηκαν ήδη με ευφράδεια στη πρόκληση που συνιστούν για την ψυχανάλυση, οι υπερβολές και οι απώλειες της απόλαυσης οι οποίες απορρέουν από τον αδηφάγο για την εποχή μας καπιταλισμό. Είναι αυτή ακριβώς η αδηφαγία η οποία απειλεί τη ψυχανάλυση, η οποία είναι όπως έλεγε ο Λακάν πριν σαράντα χρόνια στην Τηλεόραση(Télévision), είναι ένας από τους σπάνιους λόγους που είναι ακόμα δυνατοί.

Το 1932, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, ο Σίγκμουντ Φρόϋντ και ο Άλμπερτ Αϊνστάϊν δεσμεύτηκαν σε μια ανταλλαγή αλληλογραφίας. Ο Αϊνστάϊν ήταν ο πρώτος που έγραψε και έθεσε στον Φρόϋντ μια επείγουσα και δύσκολη ερώτηση, μια ερώτηση η οποία, στα θλιβερά χρόνια της ναζιστικής κυριαρχίας σε μια πλευρά του κόσμου, απαιτούσε μια επείγουσα απάντηση. Πρόκειται για μια ερώτηση η οποία παραμένει εξίσου οξεία και επείγουσα όπως άλλοτε :  Γιατί ο πόλεμος ; Ο Αϊνστάϊν ήταν πολύ πιο συγκεκριμένος : « Υπάρχει ένας άλλος τρόπος απελευθέρωσης της ανθρωπότητας από την απειλή του πολέμου ; [1] Παρά το γεγονός ότι ο Φρόϋντ είπε στον Ernest Jones, ότι γι’ αυτόν ιδιαίτερα,  αυτό το καθήκον ήταν « ανιαρό και στείρο», απάντησε όμως στο ερώτημα. Παλεύοντας ενάντια στις ίδιες του τις αντιστάσεις σ’ αυτή την εργασία σαν άνθρωπος και επινοητής της ψυχανάλυσης, ο Φρόϋντ, προσπάθησε στη συνεισφορά του να κινηθεί με γνώμονα την ηθική της ψυχανάλυσης. Η εννοιολογική συζήτησή του προβλήματος και της απόπειρας να διαχειριστεί την ανθρώπινη βία με πρακτικές λύσεις, διατηρούν ακόμα μέχρι σήμερα την αξία τους.

Κανένας δε μπορεί να πει ότι η απάντηση ενός ψυχαναλυτή ( ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο Φρόϋντ δεν είναι ο οποιοσδήποτε ψυχαναλυτής) εδώ και ογδόντα χρόνια, δεν θεωρείται απαρχαιωμένη. Δε περνάει χρονιά που να μην έχουμε τουλάχιστον καμμιά δεκαριά πολέμους σε διάφορα μέρη του πλανήτη. Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη θα απεκόμιζε όφελος με το να διαβάσει και να ξαναδιαβάσει αυτό το παραδειγματικό κείμενο του Φρόϋντ, το οποίο δεν έχασε τίποτα από την ικανότητά του να εμπνέει θεωρητικές επεξεργασίες και συγκεκριμένες ενέργειες. Αναμφίβολα, δράσεις οι οποίες απαιτούν κουράγιο – τον τύπο θάρρους που κατέχει μια μητέρα για να φέρει το παιδί της στον ψυχαναλυτή – οι οποίες όμως δεν είναι βέβαια αδύνατες.

Ο Αινστάϊν επέλεξε σαν θέμα τον πόλεμο για την εν λόγω αλληλογραφία και όταν του ζητήθηκε να συστήσει κάποιον συνομιλητή, σκέφθηκε αμέσως τον Φρόϋντ σαν το πρόσωπο το οποίο θα είχε κάτι να πει σχετικά με το θέμα. Σήμερα δεν είναι σίγουρο ότι κάποιος μπορεί να απευθύνει ανάλογο αίτημα, ακόμα και εάν ο Φρόϋντ, επιμένω δεν ήταν ο οποιοσδήποτε ψυχαναλυτής. Εν πάσει περιπτώσει, κατά τη γνώμη μου, το κύριο πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζουμε είναι ότι δε δίνουμε πια, όπως άλλοτε, τόση μεγάλη αξία στην απάντηση ενός ψυχαναλυτή.

Χωρίς, ουδόλως να έχουμε εξαντλήσει τα σχετικά ερωτήματα ( δεδομένου ότι η ίδια η ζωή με την εξέλιξή της παρουσιάζει κάθε μέρα νέα ερωτήματα και προβλήματα), μελετήσαμε ευρέως τις απαντήσεις που μπόρεσαν να δώσουν οι ψυχαναλυτές. Συνιστούν μια έγκυρη εναλλακτική πρόταση, μοναδική και δημιουργική έναντι των απαντήσεων της θρησκείας, της φιλοσοφικής θεώρησης, των διαφόρων ιδεολογιών και των επιστημονικών επιτευγμάτων όλο και περισσότερο υποταγμένων στα αναρχικά συμφέροντα που κυριαρχούν στη σύγχρονη φάση του καπιταλισμού. Οι απαντήσεις των ψυχαναλυτών είναι εκείνες τις οποίες ο λόγος μας είναι ικανός να δώσει σε άτομα που υποφέρουν •  αυτές που αναφύονται μες τον αναλυτικό λόγο χάρη στη δουλειά των αναλυόμενων που πέρασαν ή αποπειράθηκαν να περάσουν στη θέση του αναλυτή • αυτές που απορρέουν από τη δουλειά με τους διαφορετικούς τύπους που οι κλινικές δομές υιοθετούν σήμερα • μέχρι κι αυτές που αντιστοιχούν στις πολυάριθμες εφαρμογές αποσύνθεσης και αναστάτωσης στον κοινωνικοπολιτικό τομέα και οι οποίες είναι συμπτωματικές της δυσφορίας του πολιτισμού. Μπορούμε να κρίνουμε αυτές τις ψυχαναλυτικές απαντήσεις ως αρκετά ταπεινές, εαν κυρίως τις συγκρίνουμε με την ευρύτητα και σοβαρότητα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ζωής.

Αλλά δε μπορούμε να τις απομακρύνουμε σαν να μην υπήρχαν συνέπειες, όπως θα το εύχονταν οι αντιδραστικές δυνάμεις της αντιψυχαναλυτικής επίδειξης. « Ο αγώνας δε τελείωσε» είπε ο Φρόϋντ προς το τέλος της ζωής του. Σίγουρα δε τελείωσε για μας και το Ραντεβού μας στο Ρίο ντε Ζανέϊρο είναι μια πολύτιμη ευκαιρία για τα Φόρουμ και τη Σχολή μας : θα μπορούσαμε λοιπόν να συγκρίνουμε τις εμπειρίες μας, να μάθουμε ο ένας από τον άλλο και να συμβάλλουμε στο να καταφέρει η κοινότητά μας, να καταστήσει πιο ικανό τον ψυχαναλυτή να παράγει καλύτερες απαντήσεις.

[1] Γιατί πόλεμος; Κύριος Συγγραφέας: Freud, Sigmund, 1856-1939, Freud, Sigmund. Εκδότης: ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ

Προλεγόμενα ΙΧ, Michel Bousseyroux: Απαντώ στα επείγοντα περιστατικά

Απαντώ, είναι κάτι πολύ περισσότερο από το να λες κάτι σε κάποιον, να δεσµεύεσαι µε όρους ανταπόδοσης, ανταπάντησης, ευνοϊκά διακείµενος προς αυτόν, να καθίστασαι υπεύθυνος σύµφωνα µε την έκφραση: αποκρίνοµαι σε µένα τον ίδιο. Πέρα από την απάντηση της ανάλυσης η οποία παραχωρείται από την οµιλία ή µέσα από την τοµή, υπάρχει εκείνο που ο αναλυτής έχει ως απάντηση. Στο λόγο του αναλυτή, αφού άλλωστε ο αναλυτής απαντά στο επείγον του ερωτήµατος, στην ικανοποίηση µε την οποία επισφραγίζεται το τέλος, καθότι σύµφωνα µε τα λεγόµενα του Λακάν στο «Πρόλογο της αγγλικής έκδοσης του Σεµιναρίου ΧΙ», είναι εκείνο το οποίο προεξάρχει στην ανάλυση. Ο ίδιος προτείνει να τεθεί το ερώτηµα, «πώς κάποιος µπορεί να αφοσιωθεί στο να ικανοποιεί τις επείγουσες περιπτώσεις», ενώ οµολογεί ότι ακόµη και αν αυτές οι επείγουσες περιπτώσεις τον µπέρδευαν, όταν έγραφε αυτόν το Πρόλογο, ταυτόχρονα όµως γράφει ή θεωρεί ότι οφείλει να γράφει, για να « ταιριάζει µε τις περιπτώσεις, να κάνει µαζί τους ταίρι».

Ο Λακάν, λοιπόν, επιβάλλει στο εαυτό του το καθήκον να γράψει αυτόν το πρόλογο. Είναι ηθικό καθήκον για εκείνον, το γεγονός ότι γράφοντάς τον απαντά στα επείγοντα περιστατικά µε τα οποία σαν αναλυτής ταιριάζει τον αναλυτικό λόγο, τον καθιστά δικό τους ταίρι, τον ενηµερώνει µε αυτά. Το να ταιριάζεις όµως µε τα επείγοντα περιστατικά στα οποία δεν είσαι σίγουρος ότι λειτουργείς ικανοποιητικά, αρµόζει, συνάδει επιπλέον µε το να έχεις ζυγίσει σωστά τη βαρύτητα του επείγοντος.

Ο όρος στον Λακάν συµπαραδηλώνει µια λογική ανάλυση των σχέσεων του ατόµου µε τη συλλογικότητα και παραπέµπει στο πρόβληµα µε το οποίο ασχολήθηκε ήδη από το 1945 στο κείµενο «Ο αριθµός δεκατρία και η λογική µορφή της υποψίας». Επικαλείται τον πιο µικρό αριθµό απαραίτητης ζυγοστάθµισης, ώστε να εντοπίσει µε τη βοήθεια µιας ζυγαριάς µε δυο παλάτζες ένα κίβδηλο κέρµα, κάνοντας τη διάκριση από τα άλλα κέρµατα της συλλογής ίδιας κοπής, αλλά µιας δίχως κοινό µέτρο αδιόρατης διαφοράς. Αυτός ο αριθµός εντοπίζεται µετά από τρεις ζυγοσταθµίσεις, εάν βρίσκεται ανάµεσα σε 12 και µάλιστα 13 κέρµατα, ενώ αρκούν τέσσερις ζυγοσταθµίσεις, εάν βρίσκεται ανάµεσα σε 14 και 40 κέρµατα, πέντε εάν υφίσταται ανάµεσα σε 41 και 121, και έξι, εάν εντοπίζεται ανάµεσα σε 122 και 364, κ.λ.π. Ο Λακάν καταδεικνύει ότι, για να λυθεί το πρόβληµα πρέπει στις διεργασίες των ζυγοσταθµίσεων να ληφθεί υπόψη ότι ονοµάζει θέση ανά τρία και ένα καθώς και µια τριαδική ανανέωση, έννοια η οποία ανταποκρίνεται αρκετά καλά στον βορόµβειο Λακάν του προλόγου του 76 : είναι αδύνατη η ζυγοστάθµιση πάνω στη παλάντζα του πραγµατικού και της αλήθειας, του επείγοντος που εισάγεται µε το αρχικό αίτηµα και το οποίο ικανοποιείται στο τέλος. Κι αυτό, χωρίς όµως να παρεµβάλλει την αναλυτική διεργασία της θέσης ανά τρία και ένα που είναι ένας εξαιρετικός τρόπος κατηγοριοποίησης της θέσης του συµπτώµατος, ως τέταρτου δακτυλιδίου στο βορρόµβειο δέσιµο το οποίο προσανατολίζει την ανάλυση προς το πραγµατικό.

Ο Λακάν, λέει, ότι έµαθε εκ του επείγοντος του επαγγέλµατός του να υπηρετεί τους άλλους και όχι να είναι στην υπηρεσία των άλλων. «Να µια µοναδική πλευρά», γράφει σ’ αυτόν το Πρόλογο «αυτής της αγάπης του πλησίον που αποτελεί τη λεζάντα της εβραϊκής παράδοσης». Αυτή η εβραϊκή παράδοση είναι εκείνη η οποία πρωτοεµφανίστηκε σε ένα χωρίο του Λευιτικού. Τον 1ο αιώνα έγινε ο χρυσός κανόνας της Τορά και είναι εκείνη η οποία στο κατά Λουκά ευαγγέλιο επανέρχεται, διατυπώνοντας το δίδαγµα της αγάπης του πλησίον, το οποίο εξηγεί µε την παραβολή του καλού Σαµαρείτη. Ο Λακάν τη σχολιάζει ως εξής : «Ακόµα και χριστιανικά να το ερµηνεύεις, δηλαδή σαν ελληνο-ρρεπή ερµηνεία, ό,τι παρουσιάζεται στον αναλυτή είναι άλλο πράγµα απ’ ό,τι ο πλησίον : είναι το τυχαίο ενός αιτήµατος το οποίο δεν έχει να κάνει µε τη συνάντηση (ενός προσώπου από τη Σαµαρεία έτοιµο να υπαγορεύσει το µήνυµα του Χριστού).» Αυτή η παραβολή είναι µια ερµηνεία του Χριστού πάνω στο τι θέλει να πει αυτός ο χρυσός κανόνας : εκείνος ο οποίος απαντά, που έρχεται αντιµέτωπος µε το επείγον, αυτός που αφιερώνεται στο να ικανοποιήσει την επείγουσα περίπτωση, δεν είναι ο ευσεβής εβραίος, είναι ο επιστήθιος και ανόσιος εχθρός του ο Σαµαρείτης, ο αποτρόπαιος κοσµικός του Ναού της Ιερουσαλήµ. Ο επόµενος της παραβολής δεν είναι ο περαστικός που έπεσε καταγής, κτυπηµένος από τους ληστές και καλεί βοήθεια, είναι ο Σαµαρείτης, ο άλλος του Εβραίου στο βαθµό που είναι, όπως µπόρεσε να πει ο Ιβάν Ίλιτς, ο Παλαιστίνιος της Γάζας του σήµερα, τον οποίο θα φρόντιζε ένας πληγωµένος Εβραίος. ∆εν αφιερώνεται στο να ικανοποιήσει τις επείγουσες περιπτώσεις που, όπως και ο Σαµαρείτης, αντίθετα µε το Σαντ όπως και για τον Φρόϋντ, είναι αρκετά γείτονας της ίδιας του της κακίας στη συνάντησή του µε τον πλησίον. Κατανοούµε καλύτερα, αφού ο Λακάν µιλά για τον καλό Σαµαρείτη, για να δώσει το στίγµα το οποίο χαρακτηρίζει τη µοναδικότητα της αφοσίωσης του αναλυτή στο να ικανοποιεί τα επείγοντα περιστατικά. Ο Λακάν δεν αφοσιώνεται λόγω της αγάπης προς τον πλησίον, όσο ξένος κι αν είναι ως οµοούσιός µας. Θα ήταν µάλλον λόγω της µόρας[7] του πραγµατικού το παιχνίδι εκείνο ακόµα εν ισχύ σε µερικά µέρη της Ιταλίας και της Νίκαιας, όπου ο αριθµός είναι που κυοφορεί το πραγµατικό ως το µόνο που έχει τη βαρύτητα να κερδίζει στο χέρι το ασυνείδητο. Η µόρα του πραγµατικού, καθότι δεν έχει ως προς τίποτα να κάνει µε τον πλησίον, είναι ο άλλος λόγος –άλλος κι από την αγάπη της αλήθειας πίσω από την οποία δροµολογείται η µεταβίβαση—που σπρώχνει τον αναλυτή να εξιστορείται από µόνος του.

Αυτό που παρουσιάζεται στον αναλυτή είναι άλλο πράγµα από τον πλησίον. Είναι το όποιο αίτηµα το οποίο δεν έχει να κάνει µε τη συνάντηση ενός Σαµαρείτη, αλλά και έχει να κάνει µε την επανάληψη ή µάλλον µε ό,τι στην επανάληψη είναι επ- ανάληψη του αιτήµατος, αίτηµα. Εποµένως, αυτό που παρουσιάζεται στον αναλυτή έχει να κάνει µε ότι «ζητάει εκ νέου» ( Σεµινάριο ΧΙ, σελ 59), γιατί είναι η χαµένη συνάντηση µε το πραγµατικό που το απειράριθµο του αιτήµατος δεν παύει µε διαδοχικές περιστροφές να επαναλαµβάνει. Έτσι, είναι στο επείγον του αιτήµατος, αυτού δηλαδή που αναπαράγεται µες στην επανάληψη και στο οποίο ο αναλυτής έχει να δώσει την ικανοποίηση, η οποία και σφραγίζει το τέλος της ανάλυσης.

Πώς όµως να ικανοποιήσει κανείς αυτές τις επείγουσες περιπτώσεις του αιτήµατος; Μέσα από την τοµή της ερµηνείας, η οποία είναι και η µόνη που λεκτικοποιεί απ’ ό,τι αναπαράγεται στη µεταβίβαση ως αίτηµα, κάτι το οποίο είναι της τάξεως του λέγειν και επιδοκιµάζεται µε το πέρασµα, ως το παρεπόµενο µε απώλεια. ∆εν υφίσταται ικανοποίηση στο επείγον, εάν δεν αναπαραχθεί εκείνο που ο Λακάν στο σεµινάριο Ή χειρότερα …….αποκαλεί « Το Ένα- λέγειν που αφ’ εαυτού ξέρει » και το οποίο είναι ο µοναδικός µάρτυρας της ύπαρξης του πραγµατικού. Εξ αυτής της ύπαρξης του πραγµατικού ο αναλυτής επωµίζεται το καθήκον της απάντησης. Ο αναλυτικός λόγος είναι του επείγοντος, γιατί είναι λόγος που περιθάλπει. Απ’ ό,τι κάνει τοµή, κι απ’ ό,τι στην τοµή του πέρασµα που ο λόγος περιθάλπει, µ’ άλλα λόγια µπορεί να περιθάλψει ότι καθιστά ένοχο το επείγον του κάθε αιτήµατος.

[7 ]Amour : η αγάπη και mourre : η µόρα, παιχνίδι όπου κρύβονται τα δάκτυλα και µαντεύει κανείς τον αριθµό τους. Οµόηχο λογοπαίγνιο.