Το αίτημα, η αγάπη και… ο Άλλος της μεταβίβασης

Εισηγήτρια: Ευαγγελία Κομματά

 

Το ερώτημα γύρω από το αίτημα και την αγάπη, το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο της σωκρατικής διαλεκτικής, σε συνδυασμό με τον προβληματισμό αν η επιθυμία αφορά ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή κάτι άλλο πέραν τούτου, δεδομένου ότι ακόμα κι όταν το υποκείμενο αναζητάει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, στην πραγματικότητα δεν αισθάνεται ποτέ ικανοποιημένο, οδηγεί σε μια ασυμβατότητα ανάμεσα στην επιθυμία και το αντικείμενο της.

Πιο συγκεκριμένα η θέση του εραστή και του ερώμενου όπως αναδύεται μέσα από την εν λόγω διαλεκτική όπως και η προβληματική γύρω από τον έρωτα επιτρέπει σύμφωνα με τον Λακάν, μια πληρέστερη κατανόηση των όσων συμβαίνουν στη Μεταβίβαση.

Κατά τον Λακάν ο εραστής αντιστοιχεί στο υποκείμενο της επιθυμίας και επομένως στο υποκείμενο της έλλειψης, ενώ ο ερώμενος αντιστοιχεί σε αυτόν που θεωρείται πλήρης. Το ερώτημα που προκύπτει είναι, αν το αντικείμενο που κατέχει ο ερώμενος αντιστοιχεί σε εκείνο που λείπει από τον εραστή, ή αν υπάρχει κάτι άλλο πέραν αυτού.

Θέτοντας, ο Λακάν, στο επίκεντρο της προβληματικής του γύρω από την Μεταβίβαση το ερώτημα περί της αγάπης, διαφοροποιεί την σχέση εκτίμησης η ενδιαφέροντος που διατηρεί κάποιος για τους όμοιούς του από την σχέση του αναλυτή με τον αναλυόμενο. Αν στην πρώτη περίπτωση η σχέση με τον άλλον καθορίζεται από την ελευθερία του άλλου, η οποία εγκαθιστά εξ ορισμού και τα όρια αυτής της σχέσης, στην ανάλυση η σχέση με τον αναλυόμενο είναι σχέση αγάπης και αφορά όχι το είναι του αλλά την έλλειψη που διακρίνει το είναι του.

Ωστόσο είναι δυνατόν να θεωρηθεί, ότι η υπόθεση περί πρόσβασης του αναλυτή στο είναι του αναλυόμενου είναι ανάλογη με το είδος της αγάπης την οποία επικαλείται ο Σωκράτης;

Για να απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα ο Λακαν χρησιμοποιεί τη μεταφορά της αγάπης, όπως την διακρίνει στο Συμπόσιο δια μέσου της σχέσης μεταξύ του Αλκιβιάδη και του Σωκράτη. Ο Αλκιβιάδης συγκρίνει τον Σωκράτη με τα αγάλματα που υπήρχαν την εποχή εκείνη και που αναπαριστούσαν έξωθεν έναν σάτυρο και έσωθεν ένα αντικείμενο, πολύτιμο. Θα μπορούσε η σύγκριση του Σωκράτη με τα πολύτιμα αυτά αγάλματα, να λειτουργήσει ως μέτρο σύγκρισης, με εκείνο το οποίο υποθέτουμε ότι μπορεί ή ότι πρέπει να κατέχει ένας αναλυτής;

Ήδη ο Φρόιντ στο κείμενό του Παρατηρήσεις σχετικά με την αγάπη μεταβίβασης, συνδέει την μεταβίβαση με την αγάπη και μάλιστα κατά τρόπο ώστε να αναρωτιέται για την ταύτιση που παρατηρείται ανάμεσα σε αυτά τα δύο, αλλά και για την ασυμβατότητα η οποία υποβόσκει ανάμεσα στην ίδια την έννοια της αγάπης και στο αίτημα.

Έτσι, ενώ ο αναλυόμενος απευθύνεται στην ανάλυση για να γνωρίσει αυτό που του συμβαίνει καταλήγει να υποθέτει στον αναλυτή αυτό που δεν γνωρίζει. Πρόκειται για το σημείο σύγκλισης αλλά και διαφοροποίησης μεταξύ του σωκρατικού «γνώθι σ’ αυτόν» και του φροϋδικού «δεν γνώριζε».

Ωστόσο το ίδιο συμβαίνει και με τον εραστή ο οποίος χαρακτηρίζεται, από το ότι αν και του λείπει κάτι, δεν γνωρίζει αυτό που του λείπει.

Αντίθετα ο ερώμενος, το αντικείμενο δηλαδή της αγάπης είναι εκείνος που δεν γνωρίζει αυτό που έχει, και το οποίο, αν και υπολανθάνον, μέσα από τη σχέση αγάπης, καλείται να αποκαλυφθεί, να πραγματωθεί δηλαδή να αναπαρασταθεί. Υπό μία έννοια αν ο ερωμένος δεν γνωρίζει αυτό που έχει, ο εραστής δεν γνωρίζει αυτό που του λείπει.

Είναι ακριβώς το σημείο από το οποίο απορρέει η ασυμφωνία και η δυσαρμονία σε σχέση με το θέμα της αγάπης διότι αυτό που λείπει στον έναν δεν αντιστοιχεί σε αυτό που είναι κρυμμένο ή που πιθανόν να έχει ο άλλος. Και κανένα διαλεκτικεύεσθαι περί της αγάπης δεν φαίνεται να είναι σε θέση να καταλύσει αυτήν την ασυμφωνία.

Εν προκειμένω, η επίκληση του Συμποσίου από τον Λακάν οφείλεται αφενός μεν στο ότι αυτό μπορεί να μετατραπεί σε σχολείο του έρωτα όχι μόνο για την σχέση μεταξύ εραστή και ερωμένου αλλά και για πιο περίπλοκες σχέσεις όπως εκείνες μεταξύ ανδρών και γυναικών, κι αφετέρου διότι υφίσταται μια ανατροπή ως προς τις θέσεις που κατείχαν στην παιδεραστική σχέση ο Εραστής και ο Ερωμένος. Δεδομένου ότι σε αντίθεση με την παραδεδομένη άποψη, ο εραστής ήταν αυτός που του έλειπε κάτι και ο ερώμενος εκείνος που φέρεται να διέθετε αυτό που επιθυμούσε ο εραστής.

Κατά συνέπεια η σημασία της αγάπης προέκυψε από τον αλγόριθμο που συνέδεε το σημαίνον με το σημαινόμενο, τον Eραστή (υποκείμενο της έλλειψης) με τον Ερωμένο, (αντικείμενο της αγάπης) δηλαδή προέκυψε από την διαδικασία υποκατάστασης του ερώμενου από τον εραστή.

Παρότι όμως ο Σωκράτης, όντας εκείνος ο οποίος εγκαθιδρύει στο επίκεντρο του έρωτα, την επιθυμία ως λειτουργία της έλλειψης, εν τούτοις επικαλείται την Διοτίμα, ήτοι επιστρατεύει μία γυναίκα για να μιλήσει αντ’ αυτού κι έτσι να τον υποκαταστήσει στον λόγο περί έρωτος.

Άλλωστε στο επίκεντρο της διαλεκτικής του Σωκράτη περί έρωτος βρίσκεται πάντα μία διαδικασία υποκατάστασης, αυτή του έρωτα από την επιθυμία αφού «Έρως ερά τινός πράγματος».

Εκείνο που ενδιαφέρει τον Σωκράτη δεν είναι η αναζήτηση μιας γενεαλογίας του έρωτα αλλά το ίδιο το ερώτημα περί του έρωτος, το ίδιο το σημαίνον έρως διότι το ίδιον τίνος πράγματος αποτελεί αναφορά στο σημαίνον έρως.

Ένας λόγος για τον Σωκράτη, είναι αληθινός όταν επιβεβαιώνεται μέσα από την ίδια του την συνοχή, οπότε δεν απαιτείται άλλου είδους εμπειρία πέρα από το παιχνίδι των σημαινόντων. Διότι κατά τον Σωκράτη, μπορεί κάποιος να υπολογίσει τις λέξεις και τις συλλαβές αλλά δεν μπορεί να υπολογίσει τα πράγματα παρά μόνο αν έχει υπολογίσει τις λέξεις και τις συλλαβές. Ο Σωκράτης θεμελιώνει την αυτονομία του σημαίνοντος, προετοιμάζοντας τη δημιουργία εκείνου του ρηματικού πεδίου που επιτρέπει την κριτική αναθεώρηση της ανθρώπινης γνώσης η οποία οδήγησε και στην φροϋδική επανάσταση.

Η φροϋδική επανάσταση απέδειξε ότι το σημαίνον και οι νόμοι του είναι αναγκαίοι για την παραγωγή του υποκειμένου, η οποία ως επίπτωση της σημαίνουσας αλυσίδας, κι επομένως, ως σχέση με την ασυνείδητη γνώση, απαιτεί την έκλειψη του ίδιου του υποκειμένου.

Αυτός είναι και ο λόγος που ο Σωκράτης παραχωρεί τη θέση του στην Διοτίμα, καθώς αποδεικνύεται ανίκανος να ορίσει το αντικείμενο της έρευνας του, αφού το ίδιο το αντικείμενο του έρωτα, του διαφεύγει. Είναι ο λόγος για τον οποίο, εκεί όπου η διαλεκτική δεν αρκεί για να δώσει μία απάντηση, ο Σωκράτης επικαλείται τον μύθο ο οποίος αποσκοπεί να καλύψει τα χάσματα που δημιουργούνται από την εφαρμογή της. Ως παράδειγμα ο Σωκράτης λαμβάνει τον μύθο του Πόρου και της πενίας θέτοντας την πενία από την πλευρά του Εραστή, δηλαδή της επιθυμίας και της έλλειψης και από την άλλη τον Πόρο, αυτόν που έχει κάτι. Από την συνάντηση του Πόρου και της Πενίας προκύπτει η απορία η οποία δίνει αυτό που δεν έχει, την άνευ του έχειν λόγον δούναι, αυτή που δίνει έναν λόγο χωρίς να διαθέτει την απόλυτη εξήγηση, ο οποίος αν και αληθινός, το υποκείμενο τον αγνοεί. Και γι’ αυτό είναι ένας λόγος μεταξύ, ένας λόγος μεταξύ γνώσης και άγνοιας. Έτσι αν ο πατέρας του Έρωτα είναι ο Πόρος και η μητέρα του η απορία, η ένδεια, η στέρηση, δεν είναι καθόλου παράδοξο που ο Έρως είναι πόθος αφού ποθεί αυτό που του λείπει.

Κατ’ ανάλογο τρόπο ο Σωκράτης, όντας, ξυπόλητος, φτωχός, ανυπόδητος πρωτόγονος, ομιλητής που μαγεύει και που αιχμαλωτίζει με τα λόγια του, που αντέχει στις κακουχίες, που δεν παύει να στοχάζεται, που είναι άτοπος (εκτός τόπου), απροσδιόριστος, που ποθεί ως άλλος εραστής την σοφία, που γνωρίζει κατά συνέπεια αυτό που λείπει εν τη σοφία, αποτελεί την προσωποποίηση του έρωτα ο οποίος αν και ζητιάνος, είναι ο ίδιος δαίμονας, αν και φτωχός και τραχύς παραμένει πείσμων, γόνιμος σε επινοήσεις και επιτήδειος ομιλητής.

Από το επίκεντρο της προβληματικής της Διοτίμας αναδύεται το ακόλουθο ερώτημα: Τι είναι αυτό που λείπει σε εκείνον που επιθυμεί; Αν του λείπει το καλόν και το αγαθόν, για ποιόν λόγο του λείπει; Αν η επιδίωξη του έρωτα, ο οποίος τοποθετείται ανάμεσα στην σοφία και την άγνοια, είναι η απόκτηση της ευτυχίας, μήπως τελικά το αντικείμενο του έρωτα θα πρέπει να είναι ωραίο και τρυφερό, τέλειο και αξιοθαύμαστο ενώ το υποκείμενο του έρωτα να συνάδει με την ένδεια και την πενία; Αν οι άνθρωποι ερώνται τα καλά και τα αγαθά, επιδιώκοντας την ευτυχία, για ποιο λόγο να μην θεωρηθεί, ότι είναι όλοι ερωτευμένοι; Αν ο Έρωτας συνίσταται στην παντοτινή επιθυμία του καλού και του αγαθού και στην κατάκτηση του, που αφορά είτε το σώμα είτε την ψυχή, ποια είναι η πράξη που υλοποιεί αυτή την επιδίωξη;

Το καλόν όμως για την Διοτίμα, δεν συνδέεται με το έχειν, το κατέχειν δηλ. με την κατοχή οποιουδήποτε πράγματος αλλά με το ον το θνησιγενές. Διότι το χαρακτηριστικό του ανθρώπου ως θνησιγενές όν είναι το μόνο το οποίο, μέσα από την εναλλαγή της γέννησης και της καταστροφής, έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο την διαιώνιση του (του είδους), αλλά και την ανάδειξη της ουσίας του ανθρώπινου γένους η οποία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή έξω από την συμμετοχή του στο πεδίο των ιδεών που αποτελούν και το θεμέλιο του είναι, τον λόγο ύπαρξης του. Το καλόν εν τω καλώ είναι το μέσον δια του οποίου, το ανθρώπινο ον διαβαίνει το κατώφλι της φθοράς και προσβλέπει στην αιωνιότητα. Ωστόσο η απάντηση του Σωκράτη στο ερώτημα περί της αγάπης, αν και το μόνο που γνωρίζει είναι ότι δεν γνωρίζει τίποτα, συνιστά έναν λόγο τελείως διαφορετικό, από εκείνον της Διοτίμας. Ο λόγος που εκφέρει η Διοτίμα αναφέρεται σε μία σχέση δυαδική κατά την οποία αυτός που εμφορείται από τον έρωτα θέτει ως στόχο, την αναζήτηση, μέσα από τον άλλον, του ωραίου και την ταύτιση με τη γέννηση και τον τοκετό εν τω καλώ.

Εν αντιθέσει ο Σωκράτης εστιάζεται όχι στη θεματική του υπέρτατου καλού αλλά στην τριαδικότητα η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της τοπολογίας του υποκειμένου ως υποκείμενο της έλλειψης που προκύπτει από την σχέση του υποκειμένου με τον Άλλον του συμβολικού σε αντιδιαστολή με το φαντασιακό.

Είναι γεγονός ότι δύο είναι οι παράμετροι οι οποίοι χαρακτηρίζουν την θέση του Σωκράτη, αφενός το «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα» και αφετέρου η αδιαφορία του απέναντι στα υλικά αγαθά, ανάγοντας την επιθυμία του σε αίνιγμα.

Υπό μία έννοια ο Σωκράτης αποποιείται την μεταφορά της αγάπης, την αντικατάσταση του εραστή από τον ερωμένο και κατά συνέπεια αρνείται τη θέση του ερωμένου, αυτού δηλαδή που είναι άξιος αγάπης.

Ο λόγος ο οποίος τον ωθεί να αρνηθεί να αγαπήσει ή να αγαπηθεί, οφείλεται στο ότι ο Σωκράτης θεωρεί πως δεν υπάρχει τίποτα σε αυτόν που να τον καθιστά ερωμένο. Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτόν που να τον καθιστά αντικείμενο επαίνου- Ουδέν η ουσία του– αφού ο έπαινος έχει ως στόχο την ανάδειξη της ουσίας του αντικειμένου, την ανάδειξη των ιδιοτήτων του, το πλήρες και όχι το ουδέν.

Ο Σωκράτης κάνοντας χρήση της ειρωνείας του, δηλώνει ότι αυτός που είναι πλήρης είναι ο άλλος, παρομοιάζοντας τον εαυτό του, με ένα βάζο άδειο στο οποίο χύνεται κάτι από ένα βάζο γεμάτο, διότι το ουδέν ον που ισοδυναμεί με την κένωσις αποτελεί την βασική συνιστώσα της θέσης του. Έτσι ο Σωκράτης μέσα από τα ερωτήματα που θέτει όσον αφορά τα θέματα της αγάπης έρχεται να επιβεβαιώσει ότι στο επίκεντρο της γνώσης υπάρχει πάντα το κενό.

Επομένως ποιο είναι το μήνυμα του Σωκράτη όσο αφορά την αγάπη; Ο Σωκράτης όχι μόνο παρουσιάζεται ως εραστής ως αυτός δηλ. που δεν έχει τίποτα, όχι μόνο αρνείται να γίνει αντικείμενο της επιθυμίας του Άλλου αλλά επιπλέον η στάση που υιοθετεί, ουδεμία σχέση έχει με τη χριστιανική προστακτική του «Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν». Δεν υφίσταται σε αυτόν ούτε συμπόνια, ούτε προσφορά, ούτε έκσταση, ούτε μυστικοπάθεια, ούτε ταύτιση, ούτε συγχώνευση, διότι ο Σωκρατικός έρωτας παραπέμπει περισσότερο στο «αγάπα ό, τι πιο ουσιαστικό έχεις στην ψυχή σου», παρά στο «αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν». Ωστόσο αν υπάρχει ένα σημείο όπου η σωκρατική προστακτική συναντάει την χριστιανική, είναι εκεί όπου εδράζεται η σημασία που κατέχει η αγάπη για τον κάθε παρτενέρ.

Εν προκειμένω όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι αγαπάει τα πάντα σε κάποιον άλλον, αγαπάει ένα σύνολο από επιμέρους αντικείμενα που συνθέτουν ένα όλο ή αγαπάει τον άλλον ως όλο;  Δεν  είναι  άλλωστε  τυχαίο,  ότι  σε  αμφότερες  τις περιπτώσεις, εκδηλώνεται η απαίτηση, αυτός ο άλλος να μετατραπεί σε αντικείμενο λατρείας αλλά και αποκλειστικής αφοσίωσης, πράγμα που συναντάται συνήθως στους άντρες οι οποίοι ζητάνε από τις γυναίκες να τους αφιερωθούν εξ ολοκλήρου και μάλιστα δικαιωματικά διότι διαθέτουν εκείνο που αυτές δεν έχουν. Αλλά και τανάπαλι, δεδομένου ότι οι γυναίκες είναι εξ ορισμού «ελλειμματικές», δεν θα πρέπει κατ’ ανάγκην να στραφούν σε αυτούς που έχουν και οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να τους το δώσουν;

Αν μια σχέση αγάπης προϋποθέτει ένα υποκείμενο και ένα αντικείμενο από το οποίο το υποκείμενο αντλεί ευχαρίστηση, απόλαυση, και στο βαθμό που το υποκείμενο είναι ένα ον, «έναρθρον έχων έπος», ποιες οι επιπτώσεις αυτής της σχέσης, τόσο για το υποκείμενο όσο και για το αντικείμενο της επιθυμίας του; Πόσο μάλλον, όταν η σημαίνουσα αλυσίδα του ασυνείδητου ως συγκροτούσα το υποκείμενο που μιλάει, καθορίζει την επιθυμία του πάντα ως μετωνυμία, άρα ως δυνατότητα μιας διαρκούς διολίσθησης των σημαινόντων, αφού κάθε στοιχείο που θα ενταχθεί σ’ αυτή (στοιχείο τυχαίο) είναι συνώνυμο ενός άλλου;

Υπό αυτή την έννοια, με ποιο τρόπο ένα στοιχείο περιστασιακό μπορεί να αποκτήσει μια αντιπροσωπευτική αξία, να αποκτήσει μια αξία αναπαράστασης ενός άλλου στοιχείου, ενός αντικειμένου προς το οποίο το υποκείμενο απευθύνεται και το οποίο καθορίζει τις πράξεις του;

Είναι γεγονός ότι μέσα από την διαιώνιση της σημαίνουσας αλυσίδας αναδύεται ένα αντικείμενο που σταματάει την επ’ άπειρον διολίσθησή της. Το αντικείμενο αυτό, ως το μικρό αντικείμενο a το οποίο παραμένει αμετάβλητο αλλά και αναλλοίωτο και το οποίο έρχεται να επαναξιολογήσει την σημαίνουσα αλυσίδα, αποδεικνύεται για το υποκείμενο καθοριστικής αξίας διότι συγκροτεί την βασική του φαντασίωση. Είναι ο μόνος τρόπος, άλλωστε, ώστε η επιθυμία του υποκειμένου να αναγνωριστεί ως επιθυμία του Άλλου. Ως Άλλος ορίζεται εκείνος ο τόπος του λόγου και της ομιλίας ο οποίος κατά την σημαίνουσα άρθρωση, έρχεται να διαμεσολαβήσει ως τρίτο στοιχείο τις σχέσεις του υποκειμένου με το μικρό αντικείμενο α. Ο Άλλος επομένως δεν είναι ένας άλλος απόλυτος, δεν είναι ένας άλλος άξιος σεβασμού ως υποκείμενο ηθικά ανώτερο ή κατώτερο. Είναι ένας Άλλος αναγκαίος, του οποίου η αναγκαιότητα προκύπτει από την λειτουργία του ως εγγυητής του ερωτήματος ή του αιτήματος που εκφέρει ένα υποκείμενο και όχι από την απάντησή του. Κατά συνέπεια η αγάπη που απευθύνει κάποιος σ’ αυτόν τον Άλλον προκύπτει όχι από το ερώτημα αλλά από την θέση αυτού του Άλλου ως εγγυητή του ερωτήματος. Από αυτή την άποψη η αγάπη δεν είναι ταυτόσημη με το αίτημα που απευθύνει το υποκείμενο σε αυτόν τον Άλλο, αφού η έλλειψη εγγύησης ως προς την απάντηση αυτού του Άλλου, τοποθετεί την αγάπη, κατ’ ανάγκην, πέραν του αιτήματος.

Εν κατακλείδι ποια η σχέση ανάμεσα στον Άλλο της αγάπης ως αναπαράσταση ενός αντικειμένου που είναι της τάξεως της φαντασίωσης και στο οποίο απευθύνει το υποκείμενο το αίτημα του και στην εμφάνισή της επιθυμίας η οποία είναι πάντα μετωνυμική; Διότι, ακόμα κι αν η προστακτική της αγάπης συνδέεται πάντα με ένα αντικείμενο ενώπιον του οποίου το υποκείμενο τείνει να εξαφανιστεί, εκείνο υποδηλώνοντας την έλλειψη, εμφανίζεται πάντα αναβαθμισμένο; Καθώς η αναβάθμιση του εν λόγω αντικειμένου, δεν διασφαλίζει μόνο το υποκείμενο από την απώλεια της αξιοπρέπειάς του, αλλά το διασώζει κιόλας, από την μετατροπή του σε ένα υποκείμενο υποταγμένο στην επ’ άπειρον διολίσθηση του σημαίνοντος, αναγάγοντάς το σε υποκείμενο της επιθυμίας.

Είναι γεγονός ότι ο Λακάν δεν εγκαταλείπει ποτέ τον φροϋδικό όρο του αυτοματισμού της επανάληψης τον οποίο θεωρεί αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την έννοια της μεταβίβασης. Ωστόσο η προσέγγιση της μεταβίβασης μέσα από την αγάπη, του επιτρέπει να θέσει, εκ νέου το ερώτημα της επιθυμίας και μάλιστα σε σχέση με το αίτημα και την αναλυτική σχέση.

 

Ημερομηνίες: 22/11, 13/12/2025 & 10/01, 07/02, 14/03, 04/04, 09/05/2026

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Freud S: Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση, Εκδόσεις Επίκουρος. Freud S. Μελέτες για την υστερία, Επίκουρος, 2002

Freud, S. Παρατηρήσεις για μια περίπτωση ψυχαναγκαστικής νεύρωσης («Ο Ράττενμαν»), μτφ. Λ. Αναγνώστου, στο: Τρία ιστορικά ασθενείας, Επίκουρος, 1995.

Freud S, La method psychanalytique de Freud, 1904 in Technique psychanalytique (Η ψυχαναλυτική μέθοδος του Φρόιντ στη συλλογή Η τεχνική της ψυχανάλυσης, Επίκουρος 1985).

Freud S. Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ, εκδ. Πλέθρον.

Freud S. Η τεχνική της ψυχανάλυσης, εκδ. Επίκουρoς Freud S. Δοκίμια μεταψυχολογίας 1915, εκδ. Καστανιώτη

Ζ. Λακάν: Το Σεμινάριο, 4ο βιβλίο, Η σχέση αντικειμένου, Εκδ. Ψυχογιός

Ζ. Λακάν: Το Σεμινάριο, 8ο βιβλίο, Η Μεταβίβαση.

 Ζ. Λακάν: Το Σεμινάριο, 10ο βιβλίο, Το Άγχος, Εκδ. Εκκρεμές.

Ζ. Λακάν: Το Σεμινάριο, 11ο βιβλίο, Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης, ΕΚΔ. Κέδρος

LACAN Jacques

– Ecrits,

« Intervention sur le transfert ».

« Du sujet enfin en question ».

« L’instance de la lettre dans l’inconscient ou la raison depuis Freud ».

« D’une question préliminaire à tout traitement de la psychose ».

« La direction de la cure et les principes de son pouvoir ».

« Subversion du sujet et dialectique du désir dans l’inconscient freudien ». « Position de l’inconscient ».

– Autres écrits,Paris, Seuil, 2001.

« Proposition du 9 octobre 1967 sur le psychanalyste de l’École ».

« Allocution sur l’enseignement » prononcée le 19 avril 1970, p.

« La méprise du sujet-supposé-savoir ».

-Les Formations de l’inconscient, Paris, Seuil, 1998.

  • Livre XV, L’Acte psychanalytique, inédit.
  • Livre XXII, RSI, inédit.

-Livre XXIII, Le Sinthome, Paris, Seuil, 2005.

-Le Séminaire, Livre XVII, L’Envers de la psychanalyse (1969- 1970), Paris, Seuil, 1991.

-Le Séminaire, Livre XII, Problèmes cruciaux pour la psychanalyse (1964-1965), inédit, 17 mars 1965.

Πλάτων: Συμπόσιον, Εκδόσεις Ζήτρος.

Ημερομηνία

22 Νοέ 2025

Ώρα

19:30 - 21:00

Τοπική ώρα

  • Timezone: America/New_York
  • Date: 22 Νοέ 2025
  • Time: 12:30 - 14:00
Κατηγορία

Εισηγητής

QR Code