Υποκειμενικοί απόηχοι της σύγχρονης κοινωνικής γενοκτονίας της Carmen Galliano
Δανείζομαι τον όρο κοινωνική γενοκτονία από τον Αργεντινό κοινωνιολόγο Daniel Feierstein, ο οποίος την ορίζει ως “τη συστημική και συστηματική καταστροφή της κοινωνικής υπόστασης αυξανόμενων στρωμάτων του πληθυσμού, καταδικάζοντάς τα σε μια επισφαλή επιβίωση ή σε κοινωνικό αποκλεισμό”. Δίνει έμφαση στον κατακερματισμό της κοινωνικής ταυτότητας, των κοινωνικών δεσμών που εντάσσουν τα υποκείμενα μέσα στο σύστημα, αλλά και της ατομικής αυτονομίας.
Μιλάμε συνεχώς για την οικονομική κρίση ως αιτία της κατάρρευσης του “Wellfare State” (Κράτους πρόνοιας) και για τις άδηλες “αγορές”, των οποίων οι κυβερνήσεις είναι οι όμηροι και οι πληθυσμοί τα αναπόφευκτα θύματα. Ωστόσο, η κοινωνική γενοκτονία δεν είναι μια άμεση συνέπεια του χρηματοοικονομικού κραχ του 2008 στην Wall Street και στο City του Λονδίνου. Επιβάλλεται ταχύτατα από σκόπιμες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, οι οποίες παίρνουν την οικονομική κρίση ως άλλοθι προκειμένου να παρουσιαστούν ως ο νέος ορθολογισμός του καπιταλισμού, εκείνος που τον καθιστά νικητή στη συνολική παγκοσμιοποίησή του, όπως βεβαιώνει κυνικά ο Warren Buffet. Πολιτικές πολύ διαφορετικές από εκείνες του New Deal την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης.
Οι υποκειμενικοί απόηχοι αυτής της νέας κοινωνικής γενοκτονίας είναι εκείνοι που παράγουν μια πρωτοφανή κρίση στις υποκειμενικότητες, η οποία μπορεί να στραφεί είτε προς μια μετάλλαξη όσον αφορά τη χειραφέτηση των κοινωνικών νοοτροπιών, μια νέα υποκειμενοποίηση της κοινωνικής μας ταυτότητας, είτε να οδηγηθεί στις συγκρούσεις ταυτοτήτων και τον αποπροσανατολισμό του “ο σώζων εαυτόν σωθείτω” μέσα στην χρεοκοπία των κοινωνικών δεσμών. Για να το πούμε με ψυχαναλυτικούς όρους με τον Λακάν, είτε προς μια διόρθωση της ηθικής των υποκειμένων από την πλευρά της επιθυμίας η οποία να διαφοροποιείται από την χειραγώγηση των επιθυμιών στην οποία προβαίνει η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, είτε την άλωσή της μέσα στις προσταγές της απόλαυσης, οι οποίες, κυριεύοντας τα υποκείμενα, παράγουν τις κοινωνικές διακρίσεις.
Δεν έχω τον χρόνο εδώ να αναπτύξω αυτό που τόσες μελέτες αποδεικνύουν σχετικά με τη σύμφυση μεταξύ των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και του ολέθρου του κερδοσκοπικού χρηματοοικονομικού καπιταλισμού, κυρίως από τη δεκαετία του 80 μέχρι το σκάσιμο της φούσκας του το 2008. Υπάρχει ένα σκίτσο του ευθυμογράφου της εφημερίδας El País που συνοψίζει τα πράγματα με μαύρο χιούμορ: “Το εγχείρημα πέτυχε, καταφέραμε να εμφανίσουμε ως κρίση αυτό που είναι μια λεηλασία”. Η πρόβλεψη του Λακάν το 72, “ενός λόγου πανουκλιασμένου, ολόκληρου στην υπηρεσία του καπιταλιστικού λόγου”, μπορεί κάλλιστα να ισχύσει για τον νεοφιλελεύθερο λόγο.
Με λακανικούς όρους, θα έλεγα ότι οι υποκειμενικοί απόηχοι της κοινωνικής γενοκτονίας βρίσκουν τα αίτια τους στις επιστροφές του πραγματικού που παράγει ο καπιταλιστικός λόγος, γιατί μη εγγράφοντας σ’ αυτόν τον ψευδή και διεστραμμένο λόγο του Κυρίου το πραγματικό του ως αδυνατότητα, δεν αφήνει περιθώρια για μια θέση σε μια Συμβολική τάξη στα υποκείμενα. Τη λογική του ότι τίποτα δεν είναι αδύνατο του καπιταλιστικού λόγου αναδεικνύουν οι πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες στον διεστραμμένο λόγο τους πραγματώνουν την πιο απάνθρωπη όψη του καπιταλισμού, αφότου αυτός απαιτεί με τη δίψα του για εισοδηματικό κέρδος να ρουφάει την κοινωνική υπόσταση και τη ζωή των υποκειμένων με την αφαίμαξή τους.
Το σημαίνον PIGS που συνέπτυξε τα αρκτικόλεξα των χωρών της Νοτίου Ευρώπης έδειχνε καθαρά σε ποιο χοιροστάσιο επρόκειτο να βυθίσουν αυτές τις χώρες. Ενώ χαρακτηρίστηκαν ως BELLS από τα αρκτικόλεξά τους οι χώρες οι πλέον υπάκουες στις διαταγές της Μέρκελ. Κι αυτό γιατί ο νεοφιλελευθερισμός που υπεξαίρεσε τον θεσμικό ιστό της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι απλά ένα οικονομικό δόγμα ελεύθερων αγορών εκτός κρατικού ελέγχου. Αποτελεί τη νέα παγκόσμια κατάσταση που στοχεύει να κατασκευάσει ένα νέο είδος υποκειμενικότητας, απόλυτα συμπαγή με την ανταγωνιστική λογική της καπιταλιστικής επιχείρησης.
Στη μηχανή του παραγωγικού καπιταλισμού του σύγχρονου κράτους, τα άτομα έβρισκαν την κοινωνική τους ταυτότητα ως παραγωγικοί εργαζόμενοι και καταναλωτές. Τώρα, το πραγματικό της θυσίας που επιβάλλουν οι κυρίαρχες δυνάμεις απογυμνώνει τα άτομα από αυτή τη διττή τους κοινωνική υπόσταση. Επομένως, αν, αφενός, τα χρηματοοικονομικά ενεργητικά υπήρξαν όπλα μαζικής καταστροφής της παραγωγικής καπιταλιστικής οικονομίας, οι επιταχυνόμενες πολιτικές για να σωθούν οι τράπεζες από την χρεοκοπία τους ήταν, αφετέρου, εκείνες που συρρίκνωσαν τους ανθρώπους στην αβεβαιότητα ή στον κοινωνικό αποκλεισμό.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε, με την ψυχανάλυση, ότι τα υποκείμενα στις καταστάσεις δυσφορίας τους είναι διπλά καθορισμένα: αφενός, από την δεδομένη ταυτότητα ή την αστάθειά της στο πλαίσιο του κοινωνικού Άλλου, και, αφετέρου, από την ιδιαίτερη συμπτωματική οντότητα την οποία το ασυνείδητο του καθενός κρυπτογραφεί και καταπονεί τα άτομα ως ομιλ-όντα.
Η δυσφορία των υποκειμένων έχει τις καταβολές της μέσα σε δύο πραγματικά, το πραγματικό του καπιταλιστικού λόγου και το πραγματικό που επεξεργάζεται ο αναλυτικός λόγος, το πραγματικό του ασυνειδήτου και του φύλου. Στο κάθε πραγματικό και το σύμπτωμά του. Το κοινωνικό σύμπτωμα του καπιταλιστικού λόγου είναι το πραγματικό που αναδύεται στις κρίσεις του και δεν επανέρχεται στην ίδια θέση, αφότου ο ψευδής αυτός λόγος δεν το εγγράφει ως αδυνατότητα προς επεξεργασία ανάμεσα σε συμβολικές θέσεις, όπως γίνεται στη περίπτωση του Λόγου του Κυρίου του Σύγχρονου Κράτους και γι’ αυτό δεν δίνει στα υποκείμενα μια θέση σ’ έναν κοινωνικό δεσμό.
Στη Ρώμη το 74, στη διάλεξή του “Η Τρίτη”, ο Λακάν ανέθεσε στην ψυχανάλυση την αποστολή να “αντικρούει το πραγματικό”, αναφερόμενος στο πραγματικό του καπιταλιστικού λόγου. Η διάγνωσή του εκείνη τη στιγμή για το κοινωνικό καπιταλιστικό σύμπτωμα ήταν εκείνη του προλετάριου, τον οποίο όριζε ως το άτομο “το οποίο δεν διαθέτει κανέναν λόγο που να συνιστά κοινωνικό δεσμό”. Αυτή είναι η πρώτη πράξη γενοκτονίας της κοινωνικής ταυτότητας, η κατάλυση των κοινωνικών δεσμών, κάτι που άφησε τα υποκείμενα μέσα σε ανωνυμία και μοναξιά. Ωστόσο, μπορούσαν να στηρίζονται κοινωνικά μέσα στην ατομική αυτονομία, στο βαθμό που το σύστημα τούς εξασφάλιζε την υπόσταση του εργαζόμενου και του καταναλωτή.
Η ατομική αυτονομία που προωθείται από τη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική κοινωνία είναι εκείνη του “selfmade man”/ του αυτοδημιούργητου, του “επιχειρηματία του εαυτού του”, επενδυτή του ανθρώπινου λιβιδινικού κεφαλαίου του, προκειμένου να μεγιστοποιήσει την απόδοσή του και την ικανότητά του, καθορισμένος μόνο από την “υπεραξία” απόλαυσης. Η αστάθεια της απασχόλησης, το stress, “η διάβρωση του χαρακτήρα” για την οποία μίλησε ο Richard Sennet σχετικά με τις συνθήκες εργασίας στο νέο καπιταλιστή, είναι το αποτέλεσμα της πίεσης της απληστίας απόδοσης και απόλαυσης του καπιταλιστικού Υπερεγώ που ξεπερνάει τα υποκείμενα. Αυτή η ώθηση προς την επιτυχία του επιχειρηματία του εαυτού του τον βάζει σε συνεχή ανταγωνισμό με τους άλλους που βρίσκονται σε ρήξη με τον κοινωνικό δεσμό. Η οικογένεια, οι φίλοι, τα ενδεχόμενα του έρωτα δεν είναι στο πρόγραμμα της νεοφιλελεύθερης υποκειμενικότητας. Πρέπει να μετράνε λιγότερο απ’ όσο η δουλειά, διότι τίποτα δεν διασφαλίζει από το να μην χαθεί το κεκτημένο από τη μία μέρα στην άλλη, ούτε από τον κίνδυνο το να αποτύχει κανείς στο κάθε βήμα.
Έτσι, η νεοφιλελεύθερη διαμόρφωση του ανθρώπινου κάνει το υποκείμενο να βλέπει τον εαυτό του μέσα στο εγώ του όπως μια επιχείρηση και μια μάρκα και τον κόσμο όπως μια σειρά συγκυριακές ευκαιρίες που πρέπει γίνουν ανταποδοτικές. Οι άλλοι, εκτός κοινωνικού δεσμού, γίνονται εργαλεία επωφελή ή απορριπτέα για την υπεραπόλαυση ή τα καθοδόν εμπόδια. Αυτό που ο Λακάν ονόμαζε τη δεκαετία του 50 τα “managements της ψυχής” συνθλίβονται στην εποχή μας στις τεχνικές που προσφέρονται στην αγορά του “selfhelp” και η ηθική του ψυχαναλυτή πρέπει να πάει ενάντια σ’ αυτήν την περιχαρακωμένη διαχείριση των υποκειμενικοτήτων.
Διότι αυτό που διαφεύγει από τον καπιταλιστικό λόγο εκεί που στοχεύει στη παραγωγή αυτής της ομοιογενούς υποκειμενικότητας είναι αυτό το άλλο πραγματικό της απόλαυσης στην καρδιά του ομιλούντος όντος, που συνάπτεται με τα σημαίνοντα στα συμπτώματα, τα οποία αποδεικνύουν περίτρανα το ιδιαίτερο του ασυνειδήτου, της άλωσης του συμβολικού από το πραγματικό. Τα ιδιαίτερα συμπτώματα συνάδουν στους αντιφρονούντες νευρωτικούς μ’ αυτόν τον υφαρπάζοντα καπιταλιστικό λόγο των υποτιθέμενων επιχειρηματιών. Γι’ αυτό και το σύμπτωμα, εκείνο που δεν ταιριάζει στον καθένα και ενδημεί την δυσφορία του, αποτελεί και την πύλη εισόδου στον αναλυτικό λόγο.
Αλλά αυτό που εξουθενώνει τόσους ανθρώπους σήμερα στη Νότιο Ευρώπη είναι χειρότερο από τη νευρωτική δυσφορία ή την αβεβαιότητα των κοινωνικών δεσμών. Είναι ο αφανισμός της ατομικής κοινωνικής ταυτότητας, καθιστώντας την επισφαλή για όσους έχουν μια δουλειά ολοένα και περισσότερο πιο αβέβαιη και κακοπληρωμένη ή, ακόμα χειρότερα, συρρικνώνοντάς την σ’ ένα αντικείμενο του απορρίμματος του κοινωνικού Άλλου, σε διαρκή ανεργία.
Το σοκ, το τραύμα αυτού του πραγματικού γίνεται αισθητό στα συναισθήματα που παράγονται στα υποκείμενα, όχι από την συνθήκη του ως υποκειμένου ενός ασυνειδήτου, αλλά από τη ριζική απώλεια της κοινωνικής υπόστασης μέσα στην οποία στεκόταν πριν, ταυτολογημένο ως υποκείμενο που μετρούσε για τον κοινωνικό Άλλο. Στην ψυχαναλυτική πρακτική μας και σε άλλους χώρους υποδεχόμαστε αυτά τα επιβεβλημένα συναισθήματα και τους υποκειμενικούς τους απόηχους. Είναι βέβαιο, αυτό αποδεικνύεται στην κλινική, ότι τα συναισθήματα αυτά δεν μπορούν να διαχωριστούν από τις δυσφορίες που προστίθενται από τις ιδιαίτερες παθολογίες, αλλά ως ψυχαναλυτές οφείλουμε να αναδείξουμε ότι δεν ευθύνονται τα υποκείμενα μέσα στο συμπτωματικό τους τρόπο απόλαυσης του ασυνειδήτου. Τα υποκείμενα δεν είναι καθόλου υπεύθυνα που συρρικνώνονται σε αντικείμενα κοινωνικών απορριμμάτων, η ευθύνη αναλογεί ολοκληρωτικά στις κυβερνήσεις.
Τα υποκείμενα αυτά αισθάνονται μια ριζική απόλυτη απόγνωση και δεν υπάρχουν λέξεις για να ορίσουν αυτό το πραγματικό. Με την ψυχανάλυση μπορούμε να τοποθετήσουμε αυτά τα συναισθήματα. Πρώτον, είναι η αγωνία, συναίσθημα του πραγματικού του έμβιου μέσα στο ίδιο του το σώμα, ενός πραγματικού αποκλεισμένου από το Συμβολικό. Δεν είναι πλέον η αγωνία που συνδέεται με το απύθμενο της απόλαυσης, με το έλλειμμα ως προς την απόλαυση που παράγεται από τις υπερ-απολαύσεις, εμπόρους της κατανάλωσης ή με την έλλειψη νοήματος της ζωής του προλετάριου. Είναι μια αγωνία ως απόλυτη αβεβαιότητα από τη ριζική έλλειψη του Άλλου, ο οποίος θα εγγυόταν την ύπαρξη του υποκειμένου και μια οποιαδήποτε αξία του είναι του. Είναι η αίσθηση της απειλής της ανυπαρξίας μέλλοντος για ζωή τους. Είναι μια αγωνία που συνοδεύεται από υποκειμενική αδυναμία, το να μη μπορεί κανείς να κάνει τίποτα μέσα στην ατομική μοναξιά του ώστε να εξασφαλίσει μια θέση εργασίας ή να προβλέψει το πως να τα καταφέρει με λίγες δεκάρες στο τέλος του μήνα, έστω και με μεγάλο περιορισμό των προσωπικών και οικογενειακών δαπανών. Δεν είναι η αγωνία του καταναλωτή, αλλά εκείνου που καταναλώνεται, που συνθλίβεται. Το υποκείμενο χάνει την ηθική του δύναμη και λέει ότι είναι ανίκανο να αντιμετωπίσει την κατάστασή του, που γίνεται αδιέξοδη. Διότι βιάζεται να πλαισιωθεί σε μια ταυτότητα αποδοτικού εργαζόμενου, την οποία ο κόσμος του την αρνείται. Αγωνία και υποκειμενική αδυναμία μέσα στην απόγνωση παρεκκλίνουν, μαζί με τα συστατικά των νευρωτικών φαντασιακών ιδεολογικοποιήσεων, σε κάθε είδους φόβους που τυφλώνουν το υποκείμενο.
Υπάρχει επίσης, εκτός των άλλων, η αλλοτριωτική πρόσληψη του φόβου που επιβάλλεται από τα ψέματα με τα οποία οι νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί έχουν υποβάλει τα υποκείμενα, προκειμένου να αποκρύψουν τις βιαιοπραγίες τους. Είναι αυτό που ο κοινωνιολόγος Gil Calvo αποκαλεί “ η πολιτική του τιμωρητέου εκφοβισμού”, της οποίας η Μέρκελ είναι ο σημαιοφόρος. Αυτό επισείει έναν φόβο διαφορετικό από εκείνον που καλλιεργείται από τους ευρωπαϊκούς λαϊκισμούς. Οι λαϊκισμοί συνεπάγονται τον φόβο και καλλιεργούν το μίσος προς τον άλλο ως διαφορετικού και άλλου, ως προς την απόλαυση του Άλλου. Ενώ οι Ευρωπαίοι πολιτικοί παροτρύνουν στο φόβο και στο μίσος του εαυτού, ενοχοποιώντας το υποκείμενο για την οικονομική και κοινωνική του αβεβαιότητα, διότι υποτίθεται ότι προηγούμενα είχε “απολαύσει υπερβολικά”. Αυτό διαδόθηκε με το “ζήσατε πάνω από τις δυνατότητές σας”, “Το πάρτι τελείωσε !”, “τώρα το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να καταπιείτε το πικρό φάρμακο”, την εξιλαστήρια θυσία. Σκληρή ειρωνεία!, διότι πρώτα, μ’ ένα χέρι που ισχυριζόταν ότι ήταν καθαρό, καλούσαν τον κόσμο να χρεωθεί με δάνεια που θα πληρώνονταν με τη δουλειά και τα ανταποδοτικά οφέλη για τις επιχειρήσεις από τη πώληση αντικειμένων, και στη συνέχεια, στο όνομα της “κρίσης”, βγάζουμε το άλλο χέρι, το βρώμικο, για να ενοχοποιήσουμε τον χρεωμένο και να τον “καταστήσουμε λιτόβιο ”. Αυτές είναι οι δύο όψεις του Υπερεγώ το οποίο διατάζει “Απόλαυσε!”, ενοχοποιώντας στη συνέχεια το υποκείμενο ως υπαίτιο για την έλλειψή του.
Ωστόσο, καθώς τα ψέματα με τα οποία δικαιολογούν “την λιτόβια λιμοκτονία ” έχουν ευρέως αποκαλυφθεί, τα υποκείμενα δεν αφήνονται πλέον εύκολα να ενοχοποιηθούν και γνωρίζουν ότι ο υπαίτιος της ρημαγμένης κοινωνικής τους ταυτότητας είναι το πλέγμα της πολιτικο-χρηματοοικονομικής εξουσίας που κυριαρχεί στις χώρες μας. Είναι εκείνο που ο Ελληνοαυστραλός οικονομολόγος Γιάννης Βαρουφάκης, στο βιβλίο του “Ο παγκόσμιος Μινώταυρος” [1], ονομάζει “η χρεοκοπιοκρατία” που κυβερνάει την Ευρώπη: η εξουσία των χρεοκοπημένων τραπεζών, τις οποίες οι κυβερνήσεις σώζουν πληρώνοντας λύτρα, με δημόσιο χρήμα, στους συντελεστές της κρίσης.
Τα υποκείμενα από-αλλοτριωμένα από την επιβεβλημένη ενοχή αισθάνονται εξαπατημένα. Ωστόσο, δεν παύουν να εκτρέπουν την αγωνία και τον πανικό που προκαλούνται από αυτό το πραγματικό, τρομακτικό, ξένο προς τα προσωπικά τους πεπραγμένα, να ρίχνεται σ’ αυτά η αιτία ενός άλλου τρόπου, εξ ου και τόσοι φόβοι και συναισθήματα προσωπικού λάθους σε καταθλιπτικές καταστάσεις. Είναι το αποτέλεσμα της πρόσληψης από τα υποκείμενα της προσταγής να αντέξουν σε οποιαδήποτε συνθήκη εργασίας όσο κοπιαστική και κακοπληρωμένη κι αν είναι. Η εργασία σε καθεστώς ημι-δουλείας προσφέρεται ως μοναδική εναλλακτική στα πλαίσια του “είναι καλύτερα από το τίποτα”. Υπάρχει, μ’ αυτό το δίλημμα που επιβάλλεται ανάμεσα σε επισφαλή εργασία ή ανεργία, η επιταγή να κατακρατούνται οι ίδιοι οι πόροι αποκλειστικά για την κάλυψη των αναγκών επιβίωσης και να παραιτούνται από τα αντικείμενα της επιθυμίας που θα έδιναν λίγη χαρά στη ζωή. Οι μεσαίες τάξεις έγιναν ξαφνικά οι νεόπτωχοι, υποχρεωμένοι να ταυτιστούν με τους πάλαι ποτέ φτωχούς, εκείνους που δεν έχουν δικαίωμα στα αντικείμενα της επιθυμίας, αλλά μόνο στο να προμηθεύονται εκείνα της ανάγκης.
Η απώλεια των αντικειμένων της επιθυμίας ερημώνει τον κόσμο από τη λίμπιντο και αυτή η λιβιδινική πτώση καθηλώνει τα υποκείμενα σε καταθλιπτικές καταστάσεις. Το είναι που επιθυμεί βουλιάζει, δεν αξίζει πλέον τίποτα για τον Άλλο, ενώ τα απονεκρωμένα Ιδεώδη της κοινωνικής επιτυχίας κάνουν να αποτύχει η εικόνα του εγώ. Ο αποπληθωρισμός της φαλλικής αξίας, η οποία τρέφει την επιθυμία με επιδιωκόμενους στόχους μέσα σε έχειν ή το φαίνεσθαι , προκειμένου να χαίρει κοινωνικής εκτίμησης ως φορέας μιας επιτυχημένης ζωής, φέρνει στο υποκείμενο το αίσθημα ότι δεν είναι τίποτα. Κατάθλιψη της αλλοτρίωσης, αλλά αναδιπλασιασμένη από την πραγματική έλλειψη πόρων για να είναι κάτι. Το αίσθημα αδυναμίας αυξάνεται από την αδυνατότητα να γίνει κανείς ανταγωνιστικός.
Δεν θα κυριεύεται άραγε από συναισθήματα θλίψης και κατήφειας εκείνος στον οποίο κλείνονται οι πόρτες της αγοράς εργασίας για να πραγματωθεί στην ίδια του την επιθυμία; Είναι η περίπτωση των νέων που υποχρεώνονται να παραιτηθούν από τα όνειρά τους και να ξυπνήσουν μέσα στον εφιάλτη. Οι σπουδές τους, στις οποίες έχουν βάλει τόση λίμπιντο, τις οποίες έχουν πετύχει με τους κόπους τους δικούς τους και των οικογενειών τους, δεν έχουν πλέον νόημα στην αγορά εργασίας. Το βιογραφικό τους είναι για τα σκουπίδια. Αυτό ισχύει, επίσης, για τους ηλικιωμένους των οποίων οι ικανότητες και η εμπειρία δεν μετράνε πλέον και βρίσκονται σε μη αντιστρέψιμη ανεργία στα πενήντα τους χωρίς κανένα δικαίωμα σε μια μελλοντική σύνταξη.
Δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα για τα ολέθρια αποτελέσματα που έχουν στα άτομα οι λεγόμενες “πολιτικές κατά της κρίσης”, οι οποίες καταργούν τα κοινωνικά δικαιώματα στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας, παιδείας, δικαιοσύνης, κ.λπ. Είχαν αποκτηθεί, όπως λέει ειρωνικά ο Βαρουφάκης, “δια της φιλοφροσύνης του φορολογούμενου” στις προηγούμενες ευρωπαϊκές σοσιαλδημοκρατίες, εκείνες που διακήρυτταν έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο όσο ο παραγωγικός καπιταλισμός λειτουργούσε.
Όμως τα υποκείμενα δεν αφήνονται να καταστραφούν τόσο εύκολα μέσα στην καρτερικότητα και άλλα συναισθήματα τα δείχνουν ικανά να αντιδράσουν. Το συναίσθημα που συντρίβει περισσότερο την πίστη στο συμβολικό Άλλο είναι ο θυμός, γενικός στις χώρες μας ακόμα και στους πιο πιστούς της δεξιάς ιδεολογίας. Ο θυμός, μας λέει ο Λακάν, συνδέεται με το πραγματικό στο βαθμό που κλονίζει το συμβολικό πλέγμα, στο οποίο το υποκείμενο στηριζόταν μέσα από τις ταυτίσεις του. Στο θυμό, το υποκείμενο είναι συναισθηματικά επηρεασμένο και χάνει τη σημασία αυτού που ήλπιζε ότι το αντιπροσωπεύει στον κόσμο, ανακαλύπτοντας ότι δεν διαθέτει πια τις “σφήνες” για να εισάγει αυτό που θα προσιδίαζε στον προσωπικό του κόσμο στις “μικρές τρύπες“ της συμβολικής τάξης του Άλλου. Η μεταφορά των “σφηνών που δεν χωράνε στις μικρές τρύπες”, για να κατονομασθεί αυτό που από το πραγματικό έρχεται να προκαλέσει το θυμό, είναι του Λακάν.
Πρέπει να υπογραμμίσω εδώ ότι η αγανάκτηση δεν είναι ο θυμός. Ο θυμός είναι ένα συναίσθημα, μια αίσθηση, και η αγανάκτηση είναι μια υποκειμενική επιβεβαίωση, η οποία απαντάει εκεί όπου κανείς είναι αγανακτισμένος σε κοινωνικό επίπεδο, απογυμνωμένος από υποκειμενική αξιοπρέπεια, συρρικνωμένος σε ένα αντικείμενο. Η συλλογική αγανάκτηση που συγκεντρώθηκε από το πρώτο σύνθημα του κινήματος του ισπανικού 15-M κατά την κατάληψη της πλατείας της Puerta del Sol διατράνωνε το “δεν είμαστε εμπορεύματα στα χέρια των πολιτικών και των τραπεζιτών”. Είναι ένας τρόπος να αναφερθεί το όνειδος που κρυβόταν κάτω από τα χαλιά της καταναλωτικής κοινωνίας και τις διαφημιστικές της φαντασμαγορίες του “design”. Σ’ αυτόν τον κόσμο όπου οι νέοι φαίνονταν να κοιμούνται με την ψευδαίσθηση μελλοντικών επιχειρηματιών, αποδέχονταν το όνειδος να είναι “losers”, συρρικνωμένοι σε εμπορεύματα. Αυτό το ισπανικό κίνημα του 15-M αφύπνισε την κοινωνική ζωή. “Αν δεν μας αφήσετε να ονειρευτούμε, δεν θα σας αφήσουμε να κοιμηθείτε” έλεγε ένα μεγάλο πανό. Το όνειρο μιας επιθυμίας άλλης από εκείνης να υποταχθεί κανείς στο προφίλ του επισφαλή επιχειρηματία του εαυτού σου προς αναζήτηση επιτυχίας πήρε σάρκα και οστά στους νέους και τους λιγότερο νέους, προκειμένου η αγανάκτηση να γίνει ο σπόρος που καθιστούσε το υποκειμενικό ευάλωτο σε πεδίο στήριξης μιας άλλης υποκειμενοποίησης του εαυτού, από εκείνη την επιβαλλόμενη από την καπιταλιστική ιδεολογία.
Ο Ισπανός φιλόσοφος Germán Cano, παραθέτοντας τον Φρόιντ, είπε ότι “το μεγάλο μάθημα που πρέπει να πάρουμε από την ψυχανάλυση είναι το να μην επιτρέψουμε στην αγανάκτηση να χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι για να ανυψωθούμε πάνω από την πραγματικότητα, αλλά ως ερέθισμα για να κατέβουμε, τουτέστι απ’ εκείνο που συνιστά το πραγματικό του“.
Με τον Λακάν, μπορούμε να πούμε ότι η υποκειμενική αξιοπρέπεια πλήττεται από τον εκφυλισμό του Κύριου Σημαίνοντος στον καπιταλιστικό λόγο. Με το να διαδηλώνει κανείς κοινωνικά με άλλους με το κοινό στοιχείο την αγανάκτηση παραπέμπει στο να αρνείται να συρρικνώνεται στο ελεεινό ενός είναι που θα έπρεπε να πιει την ντροπή και να ζει χωρίς τις αξίες που δίνονται από τα σημαίνοντα, τα οποία μπορούν να κρατήσουν τον καθένα από μια ταύτιση, καθορισμένη από μια επιθυμία. Μοιραζόμενος με άλλους τους λόγους της αγανάκτησης, αποκτούμε περγαμηνές που μας προσφέρουν μια κοινωνική διάσταση και μας στηρίζουν στο προσωπικό μας είναι.
Είναι ο πρώτος τρόπος στο να αποχωρίζεσαι το συναίσθημα της ντροπής, συναίσθημα κατ’ εξοχήν κοινωνικό. Σημαίνει να μην παραμείνει κανείς άφωνος έρμαιο του άγχους ή της ντροπής. Μιλάω εδώ για την κοινωνικά επιβαλλόμενη ντροπή, εκείνη του να βλέπει κανείς ότι τον βλέπουν μέσα στο πιο μύχιο είναι του ως αντικειμένου όντας κηλίδα στο κόσμο των κοινωνικών Ιδεωδών. Η ντροπή εκείνου που βρίσκεται σε επισφάλεια ή σε αποκλεισμό συσχετίζεται με το ατιμωτικό κακό του ίδιου του είναι που το υποκείμενο προβάλλει στο βλέμμα του κοινωνικού Άλλου. Είναι η ντροπή που θλίβει εκείνους που με χαμηλωμένο κεφάλι ζητούν βοήθεια για να φάνε στα κοινωνικά κέντρα αλληλεγγύης ή που για να κρύψουν τη ντροπή τους δεν ζητούν βοήθεια και κρύβουν μέσα στη σιωπή ή δικαιολογούν με ψεύτικους λόγους ότι το ναυάγιο της ζωής τους οφείλεται σ’ αυτή την οικονομική πτώχευση που ενέσκηψε ως επιβεβλημένη. Πώς να ομολογήσει κανείς ότι δεν έχει τίποτα να καταναλώσει σε μια κοινωνία όπου η επιτυχία συνδέεται με την κατανάλωση ; Είναι ιδιαίτερη η ντροπή για εκείνους που θέλουν να συνεχίσουν να προσποιούνται ότι ανήκουν στη μεσαία τάξη.
Οι μαρτυρίες αυτής της ντροπής, που δύσκολα εξομολογείται, ακόμα και στο γραφείο του ψυχαναλυτή, μου θυμίζουν εκείνες των Εβραίων όταν έβλεπαν τον εαυτό τους στους δρόμους και στους χώρους ζωής τους με το κίτρινο άστρο που τους επιδείκνυε ως όντα προς βδελυγμό από τους μη Εβραίους. Η ντροπή που επιβάλλεται σήμερα είναι χωρίς άστρο, είναι εκείνη των ανθρώπων που έχουν συντριβεί από το σύστημα. Η ντροπή κρύβει το είναι μες την περιφρόνηση του ίδιου του εαυτού. Η αγανάκτηση καταγγέλλει τη ξεδιάντροπη αναίδεια των κυβερνώντων μας. Η ντροπή είναι ένα συναίσθημα “εξωτερικευμένο” και ανάλογο προς τον κοντινό περίγυρο με την ιδέα ενός άλλου που με κοιτάζει και δεν θέλει να ξέρει τίποτα ούτε για ό,τι μ’ επηρεάζει συναισθηματικά ούτε για το ότι κι’ αυτός ο ίδιος μπορεί να διακατέχεται από κάτι το ατιμωτικό ή να κινδυνεύει να έχει την ίδια τύχη με μένα. Γνωρίζουμε ότι εκείνος ο όποιος δεν ντρέπεται για το συμφέρον που τον διακατέχει είναι ο κυνικός κι’ έτσι αγανακτούμε με τον κυνισμό των επιχειρηματιών και των κυβερνώντων. Ο Λακάν διέγνωσε την εξαφάνιση της ντροπής στο καθεστώς της καπιταλιστικής εξουσίας.
Όμως, αν η αγανάκτηση μπορεί να είναι η αφετηρία μιας νέας επιθυμίας, η οποία λαμβάνει υπόψη το κοινό πεπρωμένο που μοιράζεται με άλλους, μπορεί να εντοιχιστεί στη μνησικακία απέναντι στον Άλλο, ο οποίος δεν αναγνωρίζει το κακό με το οποίο καταλυπεί το είναι του υποκειμένου. Η μνησικακία κρατά το υποκείμενο ως μοναδικό φορέα αυτής της προσβλητικής αλήθειας που δεν μπορεί να ξεχάσει και που ο Άλλος αγνοεί. Σχετικά με τη μνησικακία θέλω να παραθέσω αυτό που ο Λακάν λέει το 70 στο τελευταίο κεφάλαιο του Σεμιναρίου “Η άλλη όψη της ψυχανάλυσης”, όπου μιλάει για τη ντροπή έτσι όπως την ανέπτυξα. Λέει στους σπουδαστές ”τα λεγόμενά σας, αν θέλετε να είναι ανατρεπτικά, φροντίστε να μην βαλτώσουν πολύ στον δρόμο της αλήθειας”. Η αλήθεια που αγγίζει το υποκείμενο είναι ανίσχυρη απέναντι στο πραγματικό και το να την κρατήσεις στο αναμάσημα της μνησικακίας μπορεί να οδηγήσει στο μίσος του άλλου, ο οποίος αγνοεί μέσα στη διαφορά του το κακό που πλήττει το υποκείμενο, και να το δει ως ανταγωνιστή ή εχθρό, φορέα της απόλαυσης, αντιλαμβανόμενης ως κακής, αφού δεν είναι η ίδια μ’ εκείνη που καθιστά δυστυχισμένο το υποκείμενο μέσα στην απόγνωσή του. Θέλοντας να διαφοροποιηθούμε από τους διαφορετικούς, προκειμένου να επιβεβαιωθούμε ως ανώτεροι και όχι ως όμοιοι, πέφτουμε στον φασισμό ή στο ρατσισμό. Εσείς κάτι ξέρετε, με την Χρυσή Αυγή.
Τα συναισθήματα αυτά του επιβαλλόμενου τραυματικού πραγματικού οδηγούν στην απώλεια της υποκειμενικής ικανότητας αντιμετώπισής του. Η μελέτη που έκανε ο συνάδελφος μας στο Φόρουμ της Βαρκελώνης, ο ψυχίατρος και ψυχαναλυτής Josep Moya με τους συναδέλφους του από το Καταλανικό Παρατηρητήριο Ψυχικής Υγείας, συγκεντρώνει στις στατιστικές της ότι, στη σειρά των κλινικών διαταραχών που παρουσιάζουν οι μακροχρόνιοι άνεργοι που απευθύνονται στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας και στις Κοινωνικές Υπηρεσίες, το πιο σταθερό και το πιο επώδυνο για τα υποκείμενα είναι “η απώλεια του ελέγχου της ζωής”.
Δεν είναι ζήτημα απόλαυσης, έλλειψης απόλαυσης του ατόμου ενταγμένου στον καπιταλιστικό λόγο, αλλά πραγματικής έλλειψης υποκειμενικών μέσων διαβίωσης και μάλιστα επιβίωσης. Το ολέθριο αποτέλεσμα της ξαφνικά επιβαλλόμενης μη- ενσωμάτωσης τους, κάνει τα πάντα να φαίνονται άχρηστα στη ζωή.
Εξάλλου, από αυτούς τους νέους που τόσο έχουν κατηγοριοποιημένους για ηδονισμό, δεν ακούμε, τουλάχιστον στην Ισπανία, την αγανάκτηση ότι χάνουν τις καταναλωτικές απολαύσεις, δεν διαμαρτύρονται για τις ισχνές καταναλώσεις χαμηλού κόστους που τους έχουν απομείνει. Αγανακτούν που χάνουν κάθε ευκαιρία απασχόλησης, παρ’ όλες τις σπουδές τους και την κατάρτισή τους, καθώς και για τις αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες, για τις δουλειές που στην Ισπανία ονομάζουν “δουλειές σκουπίδια”, διότι η ανεργία των νέων φτάνει το 58% και τους ωθεί στη μετανάστευση ως μοναδική διέξοδο.
Αυτό που εξοργίζει με τον πιο επώδυνο τρόπο στην κοινωνία είναι ότι εκείνος που πεθαίνει από ντροπή όταν απειλείται με βίαια και δημόσια έξωση από την κατοικία του μπορεί να επιλέξει την πράξη της αυτοκτονίας για να διαφυλάξει την τιμή του πριν τον πετάξουν στο δρόμο. Μπορούμε να δούμε τη διαφορά ανάμεσα στις αυτοκτονίες των τραπεζιτών στη Μεγάλη αμερικανική Ύφεση, αυτών των τραπεζιτών, οι οποίοι ως άνθρωποι τιμής, προτιμούσαν το θάνατο από την καταστροφή, και στις αυτοκτονίες των εκδιωγμένων από την κατοικία τους από έναν απάνθρωπο νόμο στην υπηρεσία των τραπεζών.
Επιμένω: αυτοί οι υποκειμενικοί απόηχοι της σύγχρονης κοινωνικής γενοκτονίας δεν πρέπει να συγχέονται με τα ιδιαίτερα συμπτώματα των υποκειμένων, παρ’ όλο που ενδέχεται να προστίθενται σ’ αυτά. Μία από τις ασθενείς μου, μια δημοσιογράφος 48 ετών, παρουσίαζε σωματικές σωματοποιήσεις στο στομάχι, οι οποίες την οδηγούσαν στο νοσοκομείο λόγω των υποχονδριακών φόβων της. Ωστόσο, με την παρέμβασή μου, της έδειξα ότι η αγωνία που δεν υποκειμενοποιούσε ήταν σε άμεση σχέση με την απώλεια της εργασίας της και των χρημάτων και με την εμπειρία της άχρηστης αποστολής βιογραφικών. Η επαγγελματική αξία που είχε αποκτήσει με τα χρόνια από τα εξαιρετικά ρεπορτάζ πάνω σε θέματα ουσίας σε περιοδικά και στον τύπο δεν αναγνωριζόταν πλέον. Αυτή η γυναίκα, η οποία γράφει πολύ καλά, ένιωθε άχρηστη και ότι μέσα στο αγχογόνο κενό της επικείμενης μιζέριας της, καθώς δεν ανταποκρινόταν στο προφίλ που ζητούσε η σημερινή ισχνή αγορά, εκείνου του νέου δημοσιογράφου δοκιμασμένου στην ψηφιακή τεχνολογία και χωρίς δική του σκέψη.
Βλέπουμε πώς η νεοφιλελεύθερη κοινωνία έχει συνθλίψει αυτό που ο Λακάν είχε καταγγείλει ήδη το 68 για το μερκαντιλισμό που ρίχνει τη γνώση σε χαμηλή τιμή. Η περίπτωση αυτής της ασθενούς, όπως και τόσων άλλων, δείχνει πώς το υποκείμενο υποτιμάται όταν αναμετριέται με την ταυτότητα αλλοτρίωσης που επιβάλλει το σύστημα της αγοράς. Εναπόκειται στον ψυχαναλυτή να στηρίξει την αξία του υποκειμένου που δεν ταιριάζει με αυτή την ταυτότητα αλλοτρίωσης, να το αφυπνίσει, ώστε όταν η κοινωνική του ταυτότητα καταργηθεί, αυτό που μένει στο απογυμνωμένο από τις ταυτίσεις του υποκείμενο να είναι η επιθυμία του, από την οποία το υποκείμενο μπορεί να αντλήσει μια νέα δύναμη.
Όσα ανέπτυξα μέχρι εδώ μπορεί να μας προειδοποιήσουν ως ψυχαναλυτές να μην ερμηνεύουμε ως ιδιαίτερους συμπτωματικούς τρόπους του υποκειμένου την οδύνη που επιβάλλεται από τις αντιξοότητες ενός πραγματικού, ξένου προς το υποκείμενο του ασυνειδήτου. Η νευρωτική συμπτωματική δυσφορία αντιμετωπίζεται μόνο στον αναλυτικό λόγο για εκείνους που μπορούν να μπουν ή να παραμείνουν εκεί ως αναλυόμενοι.
Επιπλέον, αυτό που φωτίζει η μελέτη του Καταλανού συναδέλφου μας είναι ότι αυτά τα κατεστραμμένα στην κοινωνική τους ταυτότητα υποκείμενα δεν μπορούν να βγουν από την ατομική τους αδυνατότητα πάρα μόνο μέσα από κοινωνικούς δεσμούς σε δικτύωση, σε ομάδες θεραπείας ή άλλες, δεσμούς αλληλέγγυας ανταλλαγής και συνεργασίας, οι οποίοι εμψυχώνουν την ενεργή συμμετοχή των υποκειμένων σε πρωτοβουλίες που έχουν δρομολογηθεί από κοινού. Επισημαίνει ότι ο σοβαρότερος ψυχικός κίνδυνος είναι η κοινωνική απομόνωση. Οι ατομικές θεραπείες δεν αρκούν. Γι’ αυτό είμαστε πολλοί, οι Ισπανοί ψυχαναλυτές, που αναπτύσσουμε δίκτυα σε αυτοδιαχειριζόμενα συνοικιακά κέντρα, στον χώρο του 15-M, προκειμένου να προσφέρουμε μια αλληλέγγυα ψυχολογική φροντίδα όπου τα υποκείμενα γίνονται δεκτά ατομικά ή σε ομάδα, αναλόγως, και πληρώνουν με λίγο από τον χρόνο τους, τον οποίο προσφέρουν σε κοινοτικές υπηρεσίες, οι οποίες διοργανώνονται από αυτά τα κέντρα με κοινωνικούς εργαζόμενους.
Οι πολλαπλές εμπειρίες ύφανσης νέων δεσμών αμοιβαίας στήριξης, εκ των οποίων εκείνες της ψυχολογικής φροντίδας, δεν είναι παρά μια μικρή μερίδα. Μας αποδεικνύουν ότι η επιθυμία και η αξία που χαρακτηρίζει το υποκείμενο δεν μπορούν να στηριχτούν χωρίς τον Άλλο, χωρίς έναν δεσμό με κάποιους άλλους, σ’ έναν χώρο που πρέπει να δημιουργηθεί εκτός του Άλλου της αγοράς ώστε να γίνει νέα ταύτιση με άλλα στοιχεία αξιοπρέπειας, τα οποία αγνοούνται από τις κυρίαρχες δυνάμεις. Η Colette Soler επεσήμανε πρόσφατα στην Ισπανία ότι η παρέμβαση των ψυχαναλυτών μέσα σ’ αυτές τις ομάδες για τις οποίες αναφέρονταν είχε αποτέλεσμα, διότι επρόκειτο για μια “υποκειμενική διόρθωση” σ’ εκείνους που υποφέρουν ότι δεν είναι τίποτα για τον Άλλο. Έπαιρνε αυτό τον όρο του Λακάν, όπου τοποθετούσε την πρώτη παρέμβαση που πρέπει να κάνει ο ψυχαναλυτής: να διορθώσει τη θέση του υποκειμένου στο πραγματικό. Δεν πρέπει να συγχέεται με την αναλυτική ερμηνεία.
Κατά την άποψή μου, δεν πρόκειται για κάτι άλλο από αυτό που τα αναδυόμενα στην Ισπανία κοινωνικά κινήματα με το 15-M αναπτύσσουν μέσω διαφόρων, ενδεχόμενων πρωτοβουλιών, οι οποίες οικοδομούν νέους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων, και οι οποίοι ονομάζονται “empowerment/ενδυνάμωση” των υποκειμένων: να μπορούν να ορίσουν ξανά τη δική τους ζωή μέσα από τους δεσμούς που δημιουργούνται με τους άλλους. Αυτοί οι νέοι χώροι και δεσμοί σε δικτύωση κοινωνικής ζωής είναι αόρατοι στο θέαμα της πολιτικής που επιδεικνύεται στις οθόνες μας. Είναι, όμως, αυτοί που παράγουν αυτή τη στιγμή μια πρωτόγνωρη πολιτικοποίηση των ανθρώπων, εκτός πολιτικών κομμάτων, στις υποκειμενικές μεταμορφώσεις που αποδεικνύουν αυτό που ο Λακάν έλεγε το 45 σχετικά με τη συλλογική λογική: “το συλλογικό δεν είναι παρά μόνο το υποκείμενο του ατομικού”.
Το λεγόμενο κίνημα της “παλίρροιας των πολιτών” στην Ισπανία δεν κυοφορεί παρά μόνο τα χρώματα όσων συγκεντρώνονται λόγω των απωλειών που επιβάλλονται στον κατακερματισμό των δημοσίων υπηρεσιών. Είναι μια νέα πολιτικοποίηση, η οποία δεν διαιρεί ανά ταυτότητα, όπου οι διαφορετικοί γίνονται ίσοι σε ό, τι τους συνδέει στην από κοινού υπεράσπιση ενός σκοπού. Είναι πολιτικές που δεν στοχεύουν στην κατάληψη της κρατικής εξουσίας, όπως στις κλασικές επαναστάσεις, κάτι που εξάλλου θα αποτύγχανε στο ψευτο-δημοκρατικό σύστημα το οποίο συντηρείται από τους νόμους που διατηρούν τα σημερινά πολιτικά κόμματα. Οδηγούν τα άτομα σε δράσεις, όπου η βία αποκλείεται, είναι συχνά δημιουργικές και βασισμένες στο παιχνίδι και γεμάτες χαρά κατά της απελπισίας. Γνωρίζουν ότι δεν θα υπάρξουν «μακρό» πολιτικοκοινωνικές αλλαγές συλλογικής χειραφέτησης χωρίς να έχουν προηγηθεί «μικρό» αλλαγές: μια άλλη σημαίνουσα υποκειμενικότητα των υποκειμένων, σε αποστασία από τη νεοφιλελεύθερη υποκειμενικότητα. Ανατροπή των υποκειμένων είναι άλλο πράγμα από επανάσταση.
Και εδώ είναι που η ψυχανάλυση παίρνει την πολιτική της εμβέλεια, διότι στοχεύει την έξοδο του υποκειμένου από τον καπιταλιστικό λόγο, είτε στα γραφεία μας είτε έξω, στα κοινωνικά κινήματα. Έτσι, τα δίκτυα αγανάκτησης μπορούν να γίνουν δίκτυα ελπίδας εάν, αντί να βυθιζόμαστε μόνο και μόνοι στην απελπισία, συμβάλλουμε στις αλληλέγγυες αυτές πολιτικές δικτύωσης, έστω για να αναγνωριστούμε ως όμοιοι.
Στον αναλυτικό λόγο, οι ψυχαναλυτές είμαστε συνδεδεμένοι με τους αναλυόμενους σ’ αυτό που ο Λακάν ονόμαζε “μια διακριτική αδελφότητα”, όμως εδώ μιλάω για ό, τι δεν εντάσσεται στον αναλυτικό λόγο, για το αντίστροφό του.
Εκτός αναλυτικού δεσμού, μπορούμε να αναγνωριστούμε στα κοινά ως όμοιοι, αλλά ποιού είδους; Θα έλεγα εκείνου που ρισκάρει κάτι από την επιθυμία του στα κοινά και είναι επηρεασμένος από την κοινωνική γενοκτονία. Όμοιοι όχι μόνο στις περιπέτειες, διότι είναι άνισες ανάλογα με τις ποικίλες κοινωνικές καταστάσεις, αλλά και στην κοινή περιπέτεια υπεράσπισης της ανθρώπινης συνθήκης μας. Γνωρίζουμε ότι οι επιθυμίες και οι ιδιαίτερες αιτίες διαφέρουν μεταξύ των “παράταιρων διάσπαρτων”, όρος του Λακάν για να μιλήσει για τα ομιλούντα όντα. Δεν είμαστε όμοιοι από την πλευρά της απόλαυσης, οι φυλές της απόλαυσης δεν δημιουργούν κοινωνικό δεσμό και ωθούν στις διακρίσεις.
“Genre/Γένος“ έχει την ίδια λατινική ρίζα όπως dégéneration/εκφυλισμός : “genus-generis”. Dégéneration/εκφυλισμός σήμαινε στα λατινικά “mise à mal- έκπτωση του γένους του, των απογόνων του”. Με την ψυχανάλυση γνωρίζουμε πώς όταν δεν αποποιούμαστε τους απογόνους ως ομιλούντα όντα και όταν αποκαλούμαστε υποκείμενα, ξαναβρίσκουμε την υποκειμενική μας αξιοπρέπεια. Ο εκφυλισμός των υποκειμένων σε αντικείμενα απορρίμματος, που πλήττει τόσον κόσμο στις χώρες μας, μπορεί να τους αφήσει άφωνους μέσα στη ντροπή ή να τους ωθήσει σε απερίσκεπτες διαδραματίσεις.
Οπότε, για να πάμε πέρα από την αγανάκτηση, πρέπει “να τα πούμε μεταξύ μας”, να τα πούμε μέσα σε μια υποκειμενική αξιοπρέπεια που θα υφάνουμε στη μετάλλαξη των αναφορών μας, η οποία παράγεται και με άλλους, έτοιμους να επεξεργαστούν κομμάτια μιας γνώσης που έχει πρόσβαση στο πραγματικό. Κάτι τέτοιο δεν γίνεται χωρίς λίγη γενναιοδωρία, αρετή ξένη στο νεοφιλελεύθερο κυνισμό. Ακριβώς, γενναιοδωρία είναι ένας όρος που έχει επίσης τη ρίζα του στο λατινικό ορισμό του “genre/γένους”. Αυτό συνεπάγεται ένα προσωπικό τίμημα απόλαυσης. Θα έλεγα ότι απέναντι στην εξαγορά του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου με την χρεοκοπία των θυσιασμένων πληθυσμών, ο καθένας μπορεί να πληρώσει με το πρόσωπό του με αντίτιμο την επιθυμία. Είναι λιγότερο οδυνηρό από το να εξαντλείται κανείς να υποτάσσεται στο καπιταλιστικό Υπερεγώ, σε θυσίες εργασίας που πρέπει να γίνονται ακατάπαυστα ή στην αναζήτηση της υπεραπόλαυσης της αγοράς. Όπως μου λέει ένας ιδεοψυχαναγκαστικός ασθενής, άνθρωπος επιτυχημένος από τις αποδόσεις του σε μια επιχείρηση, “το σώμα είναι εκεί πλήρως αλλά όχι η ψυχή μου”.
Η αξία μιας ανθρώπινης ζωής δεν ρευστοποιείται σε αποδόσεις και δεν εκτιμάται σε χρήμα. Η μοναδική και ιδιαίτερη αξία του είναι του καθενός, που είναι το διακύβευμα της ψυχαναλυτικής ηθικής, δεν συγκρίνεται, αλλά καθιστώντας την χρήσιμη για άλλους, δεν θα μπορούσαμε να επινοήσουμε κάτι από κοινού.
[1] « The global Minotaur: America, the true origins of the financial crisis and the future of world economy », 2011.