Μίσος και πρωκτικός ερωτισμός στην ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση, Ernest Jones

Ernest Jones. Hate and Anal Erotism in the Obsessional Neurosis. Papers on Psychoanalysis, Williams and Wilkins, Waverly Co, Baltimore 1918; 553-561.

Μετάφραση: Διονύσης Μπράτης


Σε μια πρόσφατη δημοσίευση, σχετική με το θέμα της ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης[1], την οποία το παρόν άρθρο έρχεται να συμπληρώσει, επέμεινα στην ανάδειξη του αξιοσημείωτα σημαντικού ρόλου που διαδραματίζει στην ανάπτυξη της νόσου ο πρωκτικός ερωτισμός[2]. Άλλωστε, στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν, μέσα από την κλινική πρακτική τους, και άλλοι ψυχαναλυτές με τους οποίους είχα την ευκαιρία να συζητήσω το θέμα. Όπως είναι γνωστό, ο Freud στην αρχική του τοποθέτηση πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα[3] εστίασε ιδιαίτερα την προσοχή του στον καθοριστικό ρόλο του μίσους στην διαμόρφωση της ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης. Επιπρόσθετα, έδειξε ότι η εναλλαγή των συναισθημάτων αγάπης και μίσους και η αμοιβαία αλληλεπίδρασή τους ευθύνεται, κυρίως, για τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του καταναγκασμού και της αμφιβολίας (ιδεοψυχαναγκασμοί και folie du doute[4]). Επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι και η δική μου κλινική εμπειρία, όπως παρουσιάζεται μέσα από τις περιπτώσεις που περιγράφω στο προαναφερθέν άρθρο μου, επιβεβαιώνει από κάθε άποψη τα συμπεράσματα του Freud. Εάν, λοιπόν, οι παρατηρήσεις μου αυτές είναι ακριβείς, θα πρέπει να αναμένεται ότι υπάρχει κάποια εγγενής σχέση μεταξύ του μίσους και του πρωκτικού ερωτισμού, οπωσδήποτε στην ανάπτυξη της ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης, αλλά, ενδεχομένως, και ευρύτερα.

Αναφορικά με τους μηχανισμούς μέσω των οποίων δημιουργείται το μίσος λίγα πράγματα είναι γνωστά. Το ότι σχετίζεται στενά με το σαδισμό αποτελεί κοινό τόπο, παρόλο που υπάρχουν πολλοί λόγοι για να αμφιβάλλει κανείς κατά πόσον τον προϋποθέτει. Κατά την άποψή μου, η γένεση του μίσους πιθανά απορρέει από μια προγενέστερη αδιαφοροποίητη κατάσταση κατά την οποία η δυσαρέσκεια (Unlust[5]), η δυσφορία, και ίσως ο θυμός βιώνονται για πρώτη φορά όταν το βρέφος διαπιστώνει ότι καμία από τις επιθυμίες του δεν ικανοποιείται άμεσα, και ακόμη περισσότερο όταν η ικανοποίηση των επιθυμιών του εμποδίζεται. Η ανάδυση του μίσους προϋποθέτει την εγκαθίδρυση ενός στέρεου συναισθηματικού δεσμού μεταξύ δυο υποκειμένων ή, τουλάχιστον, θα πρέπει το υποκείμενο στο οποίο απευθύνεται το μίσος να αποτελεί υποκατάστατο του πρωταρχικού υποκειμένου που υπήρξε ο φορέας αυτού του δεσμού.

Όπως όλοι οι συναισθηματικοί δεσμοί, έτσι και αυτός έχει ένα πρωταρχικό θετικό χαρακτήρα, και ως τέτοιος παραμένει στο ασυνείδητο. Ίσως κάποια στιγμή να εκφράστηκε συνειδητά ως αγάπη, οπότε στην περίπτωση αυτή έχουμε τη γνωστή κατάσταση κατά την οποία η αγάπη μετατρέπεται σε μίσος ή μπορεί να υπήρχε μόνο μια ασυνείδητη προσπάθεια να εγκαθιδρυθεί μια σχέση αγάπης η οποία απέτυχε. Σε κάθε περίπτωση, το μίσος πρέπει να θεωρηθεί ως έκφραση της απογοήτευσης ή της ματαιωμένης αγάπης, η οποία, χωρίς αμφιβολία, αποτελεί την αιτία που τα βαθύτερα και οργιώδη συναισθήματα μίσους απαντώνται μεταξύ των μελών της ίδιας οικογένειας ή προσώπων που υποτίθεται ότι αγαπιούνται, όπως μεταξύ εραστών ή συζύγων.

Φαίνεται επίσης ότι, συχνά, στη γένεση του μίσους διαδραματίζει κάποιο ρόλο και ο φόβος, αν και αυτός, συνηθέστερα, είναι ασυνείδητος, και η αναφορά σ’ αυτόν αποκηρύσσεται με αγανάκτηση. Ποτέ δεν μισούμε ένα υποκείμενο που δεν είναι με κάποιο τρόπο, συχνά μη προφανή, ανώτερο ή ισχυρότερο από εμάς τους ίδιους ή που, εν πάση περιπτώσει, έχει κάποια εξουσία πάνω μας. Έτσι, μπορεί να θυμώνουμε με κάποιον που θεωρούμε κατώτερό μας, μ’ έναν ξένο ή με κάποιον που μας είναι αδιάφορος, αλλά για να μισούμε ολοκληρωτικά, το μίσος αυτό θα πρέπει να το απευθύνουμε σε ένα υποκείμενο που με κάποιο τρόπο το εκλαμβάνουμε ως ανώτερό μας, με το οποίο έχουμε ή είχαμε κάποτε να μοιραστούμε πολλά και από το οποίο ελπίζαμε να αγαπηθούμε. Όλοι αυτοί οι όροι συνήθως αθροίζονται στο πρόσωπο κάποιου που βρίσκεται σε στενή σχέση μαζί μας, συνηθέστερα σε κάποιο μέλος της πατρικής μας οικογένειας, και είναι πιθανό ότι όλες οι μορφές που μπορεί να λάβει το μίσος, όπως η ευσπλαχνία, ξεκινούν απ’ το σπίτι: όλες οι μεταγενέστερες εκδηλώσεις του αποτελούν μεταθέσεις του πρωταρχικού μίσους.

Αφήνοντας τώρα κατά μέρος το ζήτημα της φύσης του μίσους, και περνώντας σε εκείνο της καταγωγής του, πρέπει να λάβουμε υπόψη τις περιστάσεις κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, όπου οι συνθήκες που μόλις ανέφερα είναι σε λειτουργία. Στο βρέφος, και, μάλιστα σε σημαντικό βαθμό και στα μεγαλύτερα παιδιά, η αγάπη από την πλευρά του γονέα ή άλλου μέλους του περιβάλλοντος είναι συνώνυμη με την παροχή ευχαρίστησης. Το παιδί αισθάνεται ότι το αγαπούν όταν ο άλλος υπακούει τις εντολές του και ικανοποιεί τις επιθυμίες του, ή τουλάχιστον όταν αποφεύγει να παρεμποδίσει την ικανοποίησή τους. Οποιαδήποτε αντίθετη συμπεριφορά από την πλευρά εκείνου στον οποίο το παιδί απευθύνει το αίτημα ερμηνεύεται από το τελευταίο ως ένδειξη ανεπαρκούς αγάπης, ή ακόμη και εχθρότητας, και αποτελεί τη βάση για εκείνο το χρόνιο αίσθημα μειονεκτικότητας που θα το κατατρέχει στα επόμενα χρόνια ή – στην περίπτωση της τρέλας – για τις παραληρητικές ιδέες δίωξης. Στην παράνοια, για παράδειγμα, γνωρίζουμε πλέον ότι τέτοιου περιεχομένου παραληρήματα και ψευδαισθήσεις αναπτύσσονται πάντοτε σε σχέση με πρόσωπα τα οποία ο πάσχων προσπάθησε να αγαπήσει, αλλά για ασυνείδητους λόγους (απώθηση της ομοφυλοφιλίας) απέτυχε[6].

Ίσως το πιο γνωστό παράδειγμα αυτής της κατάστασης στη ζωή του βρέφους είναι εκείνο του Οιδιπόδειου συμπλέγματος, όπου ο γονέας του ίδιου φύλου λειτουργεί ως εμπόδιο, ενεργητικά ή παθητικά, στο να βρει το δρόμο της η επιθυμία του παιδιού για επαφή με τον άλλο γονέα. Η δυσφορία και ο θυμός του παιδιού, η επιθυμία του οποίου δεν μπορεί φυσικά να ικανοποιηθεί, είναι δυνατόν να μεταπέσουν σε ένα χρόνιο αίσθημα μίσους, συνειδητό ή – συνηθέστερα – απωθημένο, και οι μακροπρόθεσμες συνέπειές του στη μετέπειτα ζωή είναι αρκετά καλά γνωστές στους αναγνώστες, ώστε να μην χρειάζεται να επεκταθώ περισσότερο εδώ. Σε αυτήν την περίπτωση έχουμε μια τυπική εικόνα των συνθηκών που απαιτούνται για την ανάπτυξη του μίσους: η επιδίωξη της αγάπης από κάποιον δυνατότερο, που λειτουργεί ως εμπόδιο για την απόκτηση της ευχαρίστησης, ο οποίος καθίσταται, επομένως, αντικείμενο τόσο του φόβου, όσο και του μίσους.

Καμιά φορά, ωστόσο, λησμονούμε ότι υπάρχει και μια ακόμη πιο πρώιμη φάση κατά τη βρεφική ανάπτυξη, η οποία μπορεί να οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα και οι συνέπειές της, σε ορισμένες περιστάσεις, μπορεί να είναι εξίσου σημαντικές. Αναφέρομαι στην φάση κατά την οποία το βρέφος για πρώτη φορά βρίσκεται σε σύγκρουση με τον εξωτερικό κόσμο, η οποία αποτελεί ενδεχομένως τον κύριο μηχανισμό μέσω του οποίου το παιδί αποκτά τη δυνατότητα να αντιληφθεί το εξωτερικό περιβάλλον ως κάτι διακριτό, ως ξεχωριστό από το ίδιο: πρόκειται για την περίοδο κατά την οποία εκπαιδεύεται στον έλεγχο των σφιγκτήρων. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου ο πρωκτικός ερωτισμός είναι ασυνήθιστα έντονος και όπου το παιδί είναι εξαιρετικά απρόθυμο να παραιτηθεί από τον απόλυτο έλεγχο της λειτουργίας των σφιγκτήρων του, ότι η σύγκρουση αυτή μπορεί να λάβει μείζονες διαστάσεις, προκαλώντας την έντονη αγανάκτηση της μητέρας ή του προσώπου που φροντίζει το παιδί[7]. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της πρώιμης εμπειρίας αντικατοπτρίζονται με εντυπωσιακό τρόπο στην περίπτωση ενός παρανοϊκού ασθενούς μου, ενός 25χρονου άνδρα, το κυρίαρχο παραλήρημα του οποίου είχε ως περιεχόμενο ότι η μητέρα του επιδρούσε ποικιλοτρόπως πάνω του. Ο άνδρας αυτός, με τον εντονότατο πρωκτικό ερωτισμό, κάθε φορά που πήγαινε στην τουαλέτα είχε την οπτική ψευδαίσθηση ότι η μητέρα του βρισκόταν εκεί και τον παρενοχλούσε, με αποτέλεσμα να του παίρνει περίπου μια ολόκληρη ώρα για να ολοκληρώσει την αφόδευση, αφού ανάλωνε πολύ χρόνο σε τελετουργίες εξορκισμού της ψευδαίσθησης αυτής. Όπως μπορεί κανείς να υποθέσει, η θέση του απέναντι στη μητέρα του χαρακτηρίζονταν από ανοικτό μίσος. Η σύγκρουση που ανάγεται στη μητρική παρέμβαση στον πρωκτικό ερωτισμό θα πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ως η βάση του χρόνιου μίσους, και στα πλαίσια αυτά, είναι ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι ο Federn, στην εμπεριστατωμένη μελέτη του πάνω στην αλγολαγνεία[8], αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο που διαδραματίζει ο πρωκτικός ερεθισμός καθαυτός (ανεξάρτητα από το συγκρουσιακό χαρακτήρα που προαναφέρθηκε) στη γένεση του σαδισμού, που σχεδόν πάντοτε συνδέεται με το μίσος. Θα μπορούσα, ακόμη, να επικαλεστώ το περιστατικό που περιέγραψε ο Brill[9] κατά την τελευταία μας συνάντηση: Στην περίπτωση του συγκεκριμένου ασθενούς, η πράξη της αφόδευσης και η επίδειξη σκληρότητας ήταν τόσο στενά συνδεδεμένα στο μυαλό του, ώστε μπορούσε να αφοδεύσει αποκλειστικά και μόνο ανατρέχοντας στις σαδιστικές φαντασιώσεις του και τη συνεπαγόμενη [καταναγκαστική] συμπτωματολογία.

Στην περίπτωση της ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης, η σχέση που μόλις περιγράφηκε μεταξύ του μίσους και του πρωκτικού ερωτισμού είναι αναμφίβολα πολύ συχνή, και βάση της εμπειρίας μου μπορώ να υποστηρίξω ότι αποτελεί ένα σταθερό εύρημα, η αναγνώριση του οποίου θεωρώ ότι μπορεί να διαφωτίσει την ίδια τη δομή της νόσου. Όπως είναι πλέον γνωστό, το κύριο χαρακτηριστικό της ψυχολογίας της νεύρωσης είναι η αμοιβαία αδρανοποίηση της ροπής προς την αγάπη και το μίσος και η συνακόλουθη μετατροπή τους σε συμπτώματα καταναγκασμού και αμφιβολίας. Αυτό το παράδοξο φαινόμενο γίνεται πιο κατανοητό αν θυμηθούμε ότι το μίσος, σύμφωνα με την άποψή μου, πρωτοεμφανίζεται απέναντι στην Imago[10] όλων των μετέπειτα αντικειμένων αγάπης, δηλαδή, της ίδιας της μητέρας. Επομένως, η ικανότητα για αγάπη παρεμποδίζεται ή αδρανοποιείται σε πολύ πρώιμο στάδιο. Είναι αναμενόμενο, λοιπόν, όταν τα συναισθήματα αγάπης απέναντι στη μητέρα μετατρέπονται τόσο πρώιμα σε μίσος, ότι το ίδιο θα συμβεί και με τα μεταγενέστερα αντικείμενα αγάπης. Εδώ νομίζω ότι βρίσκεται η πραγματική εξήγηση της βαθιάς αμφιθυμίας που διακατέχει ολόκληρη την ερωτική ζωή αυτών των ασθενών.

Η θεώρηση αυτή ίσως εξηγεί – και, οπωσδήποτε, βρίσκεται σε συμφωνία με το γεγονός – για ποίο λόγο η ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση εμφανίζεται με τόσο μεγαλύτερη συχνότητα στους άνδρες παρά στις γυναίκες και υποδηλώνει την παρουσία ενός ακόμη παράγοντα, επιπλέον εκείνων που έχουν ήδη επισημανθεί. Στις γυναίκες, το αποτέλεσμα της σύγκρουσης που απορρέει από τον πρωκτικό ερωτισμό, μοιάζει να βρίσκεται σε μεγαλύτερη αρμονία με το αντίστοιχο του φυσιολογικού αιμομικτικού, ενώ στην περίπτωση των ανδρών φαίνεται ότι έρχεται σε σύγκρουση. Οδηγεί το κορίτσι να μισήσει τη μητέρα, συνειδητά ή ασυνείδητα, απλά, κάπως νωρίτερα και ίσως βαθύτερα από ό,τι θα συνέβαινε, ωστόσο, αφήνει ανεπηρέαστη την ικανότητά του για αγάπη απέναντι στον πατέρα. Για το αγόρι όμως τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα: εκείνο είναι ήδη εχθρικό απέναντι στον πατέρα, για άλλους λόγους (οιδιπόδειο σύμπλεγμα), και τώρα αναγκάζεται να μισήσει το πρόσωπο εκείνο που προορίζεται να αγαπά – δηλαδή τη μητέρα του. Η αδρανοποίηση της ικανότητας για αγάπη είναι, επομένως, πολύ σοβαρότερη στην περίπτωση των ανδρών, και δεν μπορεί κανείς παρά να συσχετίσει το γεγονός αυτό με την πολύ υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης της ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης στο ανδρικό φύλο.

Ένα άλλο ζήτημα, το οποίο οι προηγούμενες διαπιστώσεις μπορούν να διαφωτίσουν καλύτερα, είναι η θέση της ανυπακοής απέναντι σε ένα ισχυρότερο πρόσωπο, η οποία συνιστά ένα βασικό τρόπο έκφρασης του μίσους. Από τη στιγμή που ο πρωκτικός ερωτισμός θεωρείται ως η κύρια πηγή των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της ανυπακοής, και αποτελεί μέρος της τριάδας των χαρακτηριστικών που περιέγραψε ο Freud[11], είναι πιθανόν ότι από αυτόν πηγάζει και η ανυπακοή, που αποτελεί σταθερό εύρημα στην ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση, και που, όπως έχει προτείνει ο Federn[12], συνοδεύει το σαδισμό. Στην περίπτωση της νεύρωσης, είναι συνηθέστερο να απευθύνεται συχνότερα στο πρόσωπο του πατέρα, ο οποίος, για λόγους που σχετίζονται με την οιδιπόδεια προβληματική, είναι ο καταλληλότερος να την εισπράξει. Επιπρόσθετα, η έκφραση της ανυπακοής και του σαδισμού ενισχύεται από την παρουσία ομοφυλοφιλικών τάσεων, που σταθερά και σε υψηλό βαθμό εκφράζονται σε αυτή τη νόσο.

Πριν συνοψίσω, θα ήθελα να προσθέσω κάποιες ακόμη παρατηρήσεις για το ρόλο που διαδραματίζει ο πρωκτικός ερωτισμός στη διαμόρφωση της ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης και, ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τη σημασία της δύναμης. Είναι κοινός τόπος ότι ένα από τα πιο αξιοσημείωτα ψυχολογικά χαρακτηριστικά της ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης είναι η υπέρμετρη πίστη του ασθενούς στην «παντοδυναμία της σκέψης του» (Allmathi der gedanken[13]), η πεποίθησή του ότι αρκεί να ευχηθεί κάτι και αυτό αμέσως να πραγματοποιηθεί. Είναι επίσης γνωστό ότι οι σκέψεις κατοχής δύναμης, όπως εκείνες που σχετίζονται με συναισθήματα περιφρόνησης και με τα χρήματα, συνδέονται άρρηκτα με την ερωτική-πρωκτική ενόρμηση, μια κατάσταση που ο Federn[14] συσχετίζει – ορθά ή λανθασμένα – με τον τρόπο που τις χρησιμοποιούν τα βρέφη για να εκφράσουν τη δύναμή τους πάνω στα πρόσωπα του περιβάλλοντός τους. Αυτό μπορεί να εξηγήσει, ίσως, το ζήτημα της δύναμης για τη σχέση με ορισμένους ανθρώπους, ωστόσο, υπάρχουν βαθύτερες διασυνδέσεις μεταξύ της παντοδυναμίας και του πρωκτικού ερωτισμού καθαυτού. Στην πρόσφατη εργασία του πάνω στον ανιμισμό[15], ο Freud συνέδεσε την αίσθηση της παντοδυναμίας, της κατοχής υπέρτατης δύναμης, με την ναρκισσιστική φάση της ανάπτυξης, η οποία προκύπτει από τη συγχώνευση και την διοχέτευση των διαφόρων διακριτών αυτοερωτικών ενορμήσεων του βρέφους, και μεταξύ αυτών, η πρωκτική- ερωτική ενόρμηση είναι αναμφισβήτητα μια από τις δυο σημαντικότερες. Γράφει σχετικά ο Ferenczi[16] : «Η ψυχαναλυτική εμπειρία μου έχει καταστήσει σαφές ότι αυτό το σύμπτωμα της αίσθησης παντοδυναμίας συνιστά προβολή της παρατήρησης ότι κάποιος οφείλει να υποτάσσεται δουλικά σε ακατανίκητα ένστικτα». Αυτή η διαπίστωση ισχύει για τον πρωκτικό ερωτισμό περισσότερο από ό,τι για οποιοδήποτε άλλο κομμάτι της βρεφικής «σεξουαλικής πείνας» (Libido), και θα μπορούσα να συνδέσω τα καταναγκαστικά συμπτώματα της ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης, που στη γένεσή τους σχετίζονται στενά με την αίσθηση της παντοδυναμίας, με την ακατανίκητη δύναμη με την οποία η ερωτική-πρωκτική επιθυμία κάνει την εμφάνισή της.

Όπως είναι γνωστό, η αίσθηση της παντοδυναμίας στην ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση εκφράζεται τυπικά με αυτό που ονομάζουμε παντοδυναμία των σκέψεων, γεγονός που γίνεται αρκετά κατανοητό αν θυμηθούμε ότι η σεξουαλικοποίηση της σκέψης αποτελεί διακριτό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης νεύρωσης[17] . Τώρα, όπως το έχω επισημάνει αλλού[18], οι έννοιες του λόγου και της σκέψης είναι ισοδύναμα για το ασυνείδητο με τις πορδές και συχνά συμβολίζονται έτσι στο συνειδητό, και υπό το πρίσμα αυτό, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι αυτό έχει κάποια σχέση με τη γένεση της πίστης του ασθενούς στην παντοδυναμία των σκέψεών του. Σε ένα πρόσφατο και αρκετά διαφωτιστικό άρθρο του, ο Ferenczi[19] έχει διαχωρίσει την ανάπτυξη της αντίληψης της πραγματικότητας σε τέσσερα στάδια, και αυτά τα στάδια αντιπροσωπεύουν επίσης την αυξανόμενη προσπάθεια που καταβάλει το βρέφος προκειμένου να διατηρήσει, στο μέτρο του δυνατού, την έμφυτη, πρωταρχική, αίσθηση της παντοδυναμίας του. Το τρίτο από τα στάδια αυτά ο Ferenczi το ονομάζει «περίοδος της παντοδυναμίας με τη βοήθεια των μαγικών χειρονομιών». Κατά το στάδιο αυτό, το παιδί καλείται να παράσχει ορισμένα «σινιάλα» στα πρόσωπα του περιβάλλοντός του, προκειμένου να επιτύχει την αλλαγή που επιθυμεί στον κόσμο που το περιβάλλει. Μόνο υπό την προϋπόθεση ότι δίνει αυτά τα «σινιάλα» μπορεί να διατηρήσει την αρχαϊκή πίστη του στην παντοδυναμία των επιθυμιών του, στη δύναμή τους να του εξασφαλίσουν την ικανοποίηση. Τα «σινιάλα» πρέπει να είναι είτε ορατές κινήσεις – κυρίως των χεριών – είτε ήχοι, που είναι προφανώς σημαντικότεροι, μόνο και μόνο για το λόγο ότι μπορούν να γίνουν αντιληπτοί μέρα και νύχτα. Από την άλλη, όταν η τροφός βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο με το παιδί, οι ήχοι που συνοδεύουν την εντερική του δραστηριότητα διαδραματίζουν δευτερεύοντα ρόλο σε σχέση με το ίδιο το κλάμα του, έτσι ώστε να αποτελούν ένα από τα κύρια μέσα με τα οποία το βρέφος διατηρεί την πίστη του στην παντοδυναμία του. Πρόκειται για μια διαπίστωση που διαφωτίζει, κατά κάποιο τρόπο, την παραπάνω σύνδεση μεταξύ της πίστης και του πρωκτικού ερωτισμού που συναντάμε στην ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση. Το τέταρτο στάδιο της ανάπτυξης ονομάζεται από τον Ferenczi «περίοδος των μαγικών σκέψεων και των μαγικών λέξεων», και κατά τη διάρκειά του οι χειρονομίες αντικαθίστανται σε μεγάλο βαθμό από τις πρώτες προσπάθειες του παιδιού να μιλήσει. Είναι ενδιαφέρον για το θέμα που διαπραγματευόμαστε, ότι στο σημείο αυτό ο συγγραφέας ανατρέχει σε ένα προγενέστερο άρθρο του, στο οποίο κατέδειξε ότι η δεισιδαίμων πίστη στην παντοδυναμία των σκέψεων και των λέξεων διατηρείται στην ενήλικη ζωή σε ό,τι αφορά τις άσεμνες λέξεις και φράσεις με τρόπο εντυπωσιακό, συγκριτικά με οποιεσδήποτε άλλες.

Εν πάση περιπτώσει, οι παρατηρήσεις αυτές μας απομακρύνουν από το σκοπό του παρόντος άρθρου, που είναι κυρίως να επικεντρωθεί στη σπουδαιότητα του ρόλου του πρωκτικού ερωτισμού στην ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση και, στο μέτρο του δυνατού, να διαφωτίσει τη σχέση του με το μίσος.

Σε ένα από τα άρθρα του[20], ο Freud έχει επιβεβαιώσει τη διαπίστωσή μου περί της σπουδαιότητας της σχέσης μεταξύ μίσους και πρωκτικού ερωτισμού, καθώς και το γεγονός ότι ο συνδυασμός αυτών των χαρακτηριστικών επικρατεί στην ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση και την χαρακτηρίζει. Στο ίδιο άρθρο, συνεχίζοντας, επιχειρεί να το ερμηνεύσει. Χρειάζεται εδώ να υπενθυμίσουμε πώς ο ίδιος αντιλαμβάνεται την πορεία της ανάπτυξης της παιδικής σεξουαλικότητας: Σε μια πρώτη φάση, οι μερικές αυτοερωτικές ενορμήσεις συγκροτούνται σ’ ένα ενιαίο σύνολο, και στη συνέχεια κατευθύνονται προς ένα αντικείμενο, το οποίο, καταρχήν, είναι το ίδιο το εγώ (στάδιο του παιδικού ναρκισσισμού), και μόνον σ’ ένα δεύτερο χρόνο καταλαμβάνει τη θέση του ένα αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου. Αφού επιτευχθεί η επιλογή του εξωτερικού αντικειμένου, μέσω της ενοποίησης και της συγκρότησης των [μερικών] ενορμήσεων, εγκαθίσταται η πρωτοκαθεδρία της γεννητικής ερωτογενούς ζώνης. Στη συνέχεια, παραθέτει μια σειρά από επιχειρήματα με τα οποία υποστηρίζει ότι, φυσιολογικά, ανάμεσα στα προαναφερθέντα στάδια, παρεμβάλλεται ένα ενδιάμεσο – μετά την επιλογή ενός εξωτερικού αντικειμένου, αλλά πριν την πρωτοκαθεδρία της γεννητικής ζώνης – το οποίο αποκαλεί «προγενετήσιο» στάδιο της ανάπτυξης[21]. Υπάρχουν, ίσως, διάφορα επιμέρους στάδια στην πορεία οργάνωσης αυτού του προγενετήσιου σταδίου. Δύο τουλάχιστον είναι γνωστά: Το πιο σημαντικό είναι εκείνο του σαδιστικού – πρωκτικού ερωτισμού που ήδη συζητήθηκε και, σε ό,τι αφορά την ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση, το χαρακτηριστικό της είναι η παλινδρόμηση και η καθήλωση σε αυτό ακριβώς το [επιμέρους] στάδιο της ανάπτυξης. Με τον τρόπο αυτό, οι ασθενείς, εξαιτίας έμφυτων, δομικών αιτιών αδυνατούν να διέλθουν φυσιολογικά αυτή τη φάση της πορείας της ανάπτυξης[22].

Το άλλο [γνωστό] προγενετήσιο στάδιο είναι εκείνο που αντιστοιχεί στη «στοματική» ή «κανιβαλιστική» φάση της ανάπτυξης, για τη μελέτη του οποίου, πρόσφατα, ο Abraham[23] δημοσίευσε ένα ενδιαφέρον άρθρο.

[1]Jahrbuch der Psychoanalyse, Bde, iv, and v.

[2]Θα ήθελα, ιδιαιτέρως, να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στους Drs. Ferenczi και Seif για τη βοήθεια που μου παρείχαν μέσα από την κλινική εμπειρία τους. [Υποσημείωση του συγγραφέα, στο πρωτότυπο].

[3]Freud, “Bemerkungen uber einen Fall von Zwangsneurose”, Jahrbuch der Psychoanalyse, Bd, i, S357.

[4][ΣτΜ]: Τρέλα της αμφιβολίας. Γαλλικά, στο πρωτότυπο.

[5][ΣτΜ]: Αποστροφή. Στα γερμανικά (κυρίως στο πεδίο της φιλοσοφίας), οι όροι “Lust” και “Unlust” χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το δίπολο «Ευχαρίστηση – Αποστροφή».

[6]Freud, “Psychoanalytische Bemerkungen uber einen autobiographisch beschriebenen Fall von Paranoia“, Jahrbuch der Psychoanalyse, Bd, iii, and Ferenczi, “Contributions to Psycho-Analysis“, 1916, ch, v.

[7]Σε ένα ενδιαφέρον άρθρο πάνω στο θέμα, η Lou Andreas Salome (Imago, 1916, Jahrg, iv, S249) επιβεβαίωσε και ανέπτυξε παραπέρα την υπόθεσή μου ως προς τη σημασία της σύγκρουσης με τον εξωτερικό κόσμο, που ανακύπτει σε αυτή την κατάσταση. [Υποσημείωση του συγγραφέα, στο πρωτότυπο].

[8]Federn, Internationale Zeitschrift fur arztliche Psychoanalyse, Jahrg, I, S42-44.

[9]Brill, Journal of Abnormal Psychology, August, 1912, Case III.

[10][ΣτΜ]: Πρόκειται για λατινικό όρο, που έχει υιοθετηθεί από διάφορες γλώσσες, ενώ στα Ελληνικά αποδίδεται και με τον όρο «μορφοείδωλο». Η imago, που επινοήθηκε από το Jung, περιγράφει, συνήθως, την ασυνείδητη αναπαράσταση, που αντιστοιχεί περισσότερο σε εικόνες ή επίκτητες και δομημένες φαντασιακές μορφές, μέσω των οποίων το υποκείμενο αντιλαμβάνεται τους άλλους. Για περισσότερα: J Laplanche & JB Pontalis. Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης, Κέδρος 1986, σελ. 273.

[11]Freud, “Charakter und Analerotik”, reprinted in his “Sammlung kleiner Schriften”, 2e Folge, Kap, iv.

[12]Federn, op. cit, S42.

[13]Παντοδυναμία της σκέψης. Γερμανικά, στο πρωτότυπο.

[14]Federn, op. cit, S41.

[15]Freud, “Animismus, Magie und Allmacht der Gedanken”, Imago, Jahrg, ii, Heft i; reprinted in his “Totem und Tabu”, 1913.

[16]Ferenczi, op. cit, p183.

[17]See on this matter Freud, op. cit, Jahrbuch, Bd,i.

[18]“Essays in Applied Psycho-Analysis”, 1923, ch, viii.

[19]Ferenczi, op. cit, ch, viii: “Stages in the Development of the Sense of Reality”.

[20]Freud, “Die Disposition zur Zwangsneurose”, Internat. Zeitschr. f. drstl. Psycho-analyse, Jahrg, i, Heft 6.

[21]Οι κοινωνικές συνέπειες της γνώσης αυτής θα αποδειχθούν πολύ ευρύτερες απ’ όσο, εκ πρώτης όψεως, μοιάζουν. Πριν από μερικά χρόνια, ακούγοντας τον Anatole France να επισημαίνει ότι τα δυο μεγάλα εμπόδια που ο σοσιαλισμός είχε να παρακάμψει ήταν ο μιλιταρισμός και ο καπιταλισμός (δύναμη και κατοχή), συνειδητοποίησα ότι αντιστοιχούν στα σαδιστικά και πρωκτικά-ερωτικά χαρακτηριστικά του προγεννητικού σταδίου της ανάπτυξης. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι ίσως το παγκόσμιο κίνημα για την υπέρβαση του σημερινού, προγενετήσιου πολιτισμού και για την κατάκτηση ενός ανώτερου κοινωνικού επιπέδου έχει μια βαθύτατη ψυχοβιολογική σημασία. [Υποσημείωση του συγγραφέα, στο πρωτότυπο].

[22]Δες επίσης: Freud, “Allgemeine Neurosenlehre”, 1917, S375 et seq.

[23]Abraham, “Untersuchungen uber die fruheste pragenitale Entwicklungsstufe der Libido“, Internat. Zeitschr. f. drstl. Psycho-analyse, Jahrg, iv, S71.


Σημείωση του Μεταφραστή: Η ελληνική μετάφραση ακολουθεί πιστά τη μορφή (πλάγιοι χαρακτήρες, παρενθέσεις, παράθεση γαλλόφωνων και γερμανόφωνων όρων, υποσημειώσεων) του πρωτότυπου. Όπου κρίθηκε αναγκαίο, προστέθηκαν υποσημειώσεις του μεταφραστή, οι οποίες διαχωρίζονται από εκείνες του συγγραφέα με τη συντομογραφία [ΣτΜ]. Με αγκύλες μέσα στο κείμενο παρατίθενται ορισμένες προσθήκες λέξεων, που παραλείπονται στο πρωτότυπο, με γνώμονα την καλύτερη απόδοσή του στην ελληνική γλώσσα.

Η παρούσα μετάφραση πραγματοποιήθηκε για να εξυπηρετήσει, αποκλειστικά, τους εκπαιδευτικούς σκοπούς του ετήσιου σεμιναρίου του Ψυχαναλυτικού Ινστιτούτου Αθηνών, και δεν υπόκειται σε κανενός είδους εμπορική ή άλλη εκμετάλλευση.

©Φόρουμ της Αθήνας, της Δ – Φ, της Σχολής Ψυχανάλυσης των Φόρουμ του Λακανικού Πεδίου, 2012
©Ψυχαναλυτικό Ινστιτούτο Αθηνών, 2012