Ο Καντ με τον Σαντ
«Όπως ακριβώς το δίκαιο στις πολιτισμένες χώρες προϋποθέτει πως η φωνή της συνείδησης λέει στον κάθε πολίτη «Ου φονεύσεις», αν και μερικές φορές ο άνθρωπος έχει φονικές διαθέσεις και επιθυμίες, έτσι το δίκαιο [στη χώρα] αυτή απαιτούσε από την φωνή της συνείδησης να λέει σε όλους «Να φονεύσεις». Το πρόβλημα ήταν ότι υπήρχαν πολλοί σαν κι αυτόν και ότι οι περισσότεροι τους δεν ήταν διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, αλλά ήταν, και εξακολουθούν να είναι, φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί. Απ’ αυτήν την άποψη αυτό που είναι(…) ακόμη πιο τρομακτικό (…) από όλες τις θηριωδίες (…) είναι ότι αυτός ο εγκληματίας νέου τύπου διαπράττει τα εγκλήματά του σε συνθήκες όπου αδυνατεί να ξέρει και να νοιώθει πως κάνει κάτι κακό. Όταν στην ανάκριση (…) είπε πως θα υπέγραφε τη θανατική καταδίκη ακόμη και του πατέρα του, αν υποχρεωνόταν, δεν ήθελε, μόνο να τονίσει μέχρι ποιου σημείου ήταν μαθημένος και έτοιμος να υπακούει στις διαταγές. Ήθελε επιπλέον να δείξει πόσο ιδεαλιστής ήταν.
Έχοντας ελάχιστη συναίσθηση αυτής του της γλωσσικής αδυναμίας (…) ζήτησε συγνώμη λέγοντας ότι η υπηρεσιακή γλώσσα ήταν η μόνη γλώσσα που ήξερε. Αλλά το ζήτημα εδώ είναι ότι η υπηρεσιακή γλώσσα είχε γίνει η γλώσσα του, επειδή αδυνατούσε καθαρά να πει έστω και μια πρόταση που να μην ήταν στερεότυπη.(…) παρά την κακή του μνήμη επαναλάμβανε αυτολεξεί τις ίδιες στερεότυπες εκφράσεις και τα ίδια πάντα κλισέ (…) ή μιλώντας στον ανακριτή έλεγε τα ίδια ακριβώς πράγματα με τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Η ιδιαίτερη ευαισθησία του σε συνθήματα και σε στερεότυπα, σε συνδυασμό με την αδυναμία του να μιλάει κανονικά, τον έκαναν
ασφαλώς ιδανικό αποδέτη γλωσσικών κανόνων (…) [στόχος των οποίων] δεν ήταν να εμποδίσουν τους ανθρώπους να έχουν επίγνωση των πράξεων τους αλλά να τους εμποδίσουν να τις συσχετίσουν με την παλιά, κανονική τους γνώση του τί είναι φόνος κα τί ψέμα (…). Όσο πιο πολύ τον άκουγες να μιλάει, τόσο πιο εμφανές γινόταν, ότι η αδυναμία του να μιλήσει συνδεόταν στενά με την αδυναμία του να σκεφτεί και πιο συγκεκριμένα να σκεφτεί από τη σκοπιά ενός άλλου(…).Η επικοινωνία μ’ αυτόν ήταν αδύνατη, όχι επειδή έλεγε ψέματα, αλλά επειδή τον περιέβαλε η πιο ισχυρή ασπίδα προστασίας από τα λόγια και την παρουσία των άλλων και συνεπώς από την πραγματικότητα ως τέτοια.
Αλλά η ουσία είναι ότι δεν είχε ξεχάσει καμία από τις προτάσεις του, που τον έκαναν να νοιώθει μια αίσθηση ψυχικής ανάτασης. Έτσι, όποτε οι δικαστές προσπάθησαν να απευθυνθούν στην συνείδησή του (…) ο κατηγορούμενος είχε στη διάθεσή του και από μια διαφορετική στερεότυπη έκφραση ανάτασης, ενώ οι πεποιθήσεις του δεν ήταν καθόλου μετριόφρονες: «Ένα από τα λίγα χαρίσματα που μου έδωσε το πεπρωμένο είναι η ικανότητα να αναγνωρίζω την αλήθεια, στο βαθμό που αυτό εξαρτάται από μένα»
Χάννα Άρεντ
Ο Άϊχμαν στην Ιερουσαλήμ
Η επιλεκτική παράθεση των παραπάνω αποσπασμάτων από το βιβλίο της Χάννα Άρεντ έχει ως σκοπό την ανάδειξη ορισμένων ερωτημάτων που θα μας απασχολήσουν τη χρονιά που έρχεται. Η προβληματική μας θα επικεντρωθεί γύρω από τους ακόλουθους άξονες. Θα εξετάσουμε τον φόνο είτε ως προστακτική «να φονεύσεις» ή «να μην φονεύσεις»- είτε ως υπόθεση ουδέτερη αποδεσμευμένη από κάθε ηθική επιταγή, ενοχή ή συναίσθημα, στη συνέχεια τη σχέση του ανθρώπινου όντος με το νόμο, με την υποταγή, με το ψέμα, καθώς και με την ίδια του τη δυνατότητα να σκεφτεί το κακό και να το διακρίνει από το καλό.
Με τον τρόπο αυτό επιχειρούμε να εισάγουμε την ίδια την έννοια του κακού και μάλιστα στην πιο ακραία μορφή της, αυτή των στρατοπέδων εξόντωσης ως αναπόφευκτη συνέπεια, κατά μία άποψη, της κατηγορικής προστακτικής του Καντ και της αυτονομίας του Λόγου από κάθε περιεχόμενο.
Ο Λόγος, σύμφωνα με τον Καντ, είναι αφ’ εαυτού πρακτικός δεδομένου ότι μας παρέχει τον νόμο στον οποίο στηρίζεται κάθε ηθικότητα κι επομένως τις αντικειμενικές εκείνες αρχές, δηλαδή τους κανόνες ως προστακτικές οι οποίοι καθορίζουν τη βούληση κάθε λογικού όντος. Από αυτή την άποψη ο ηθικός νόμος είναι ανεξάρτητος από την εμπειρία χωρίς να νοιάζεται για την ευχαρίστηση ή για τον πόνο που θα προκαλέσουν οι πράξεις μας, αφού τα εμπειρικά κίνητρα συνδέονται άμεσα με τη γενική αρχή της αγάπης για τον εαυτό μας και την ατομική μας ευδαιμονία. Επομένως, η ανθρώπινη βούληση δεν μπορεί να εκληφθεί ως φορέας μιας καθολικής ισχύος παρά μόνο αν είναι ανεξάρτητη από κάθε τι το αισθητό και κατά συνέπεια αν αυτό την καθιστά ελεύθερη. Αυτή την η ελευθερία μόνο η μορφή του νόμου μπορεί να της την παρέχει και όχι το περιεχόμενο.
Ως εκ τούτου προκύπτουν τα ακόλουθα ερωτήματα:
Αν η διασφάλιση της ηθικότητας και του καθήκοντος θεωρηθεί ανεξάρτητη από κάθε στοιχείο ετερογενές, θα μπορούσε ο σαδιστής, ο οποίος μετατρέπει τον άλλον σε ένα απλό αντικείμενο απεριόριστης απόλαυσης, να αποτελέσει την ενσάρκωση της καντιανής προστακτικής;
Αν ισχύει η παραπάνω συλλογιστική, θα μπορούσαμε να ταυτίσουμε τον σαδιστή με τον ντεσαντικό ήρωα;
Ο ντεσαντικός ήρωας, προϊόν του Διαφωτισμού αλλά και της ωφελιμιστικής λογικής, η οποία κάνει την εμφάνισή της με την άνοδο της αστικής τάξης και του καπιταλισμού, φαίνεται να γίνεται ο ίδιος το πρότυπο μιας νέας υποκειμενικότητας η οποία δεν αναγνωρίζεται στα μεταφυσικά θεμέλια της ηθικής, αλλά στην πραγμοποίηση -μεταξύ των άλλων- της σεξουαλικής δραστηριότητας, θέτοντας ως στόχο την παραγωγή ευχαρίστησης. Από αυτή την άποψη ο ντεσαντικός ήρωας δεν ταυτίζεται με τον σαδιστή ή τον διαστροφικό, ο οποίος αντλεί ευχαρίστηση από τα βασανιστήρια που επιβάλει στον συνάνθρωπό του, αλλά ταυτίζεται με κάποιον ο οποίος, κάνοντας χρήση των διανοητικών του ικανοτήτων, μπορεί να οδηγήσει μέχρι τα έσχατα όρια τις συνέπειες της λογικής της οποίας είναι φορέας.
Ποια είναι η θέση όμως του Λακάν απέναντι στον ντεσαντικό ήρωα και για ποιο λόγο συσχετίζει τον Καντ με τον Σαντ;
Τι εννοεί ο Λακάν όταν υποστηρίζει ότι Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ αποτελεί την αλήθεια της Κριτικής του Καθαρού Λόγου;
Βιβλιογραφία: 1. Jacques Lacan (1966). Kant avec Sade, in Ecrits, Paris, Seuil. 2. Ιμμάνουελ Καντ (2011). Κριτική του Πρακτικού Λόγου, Αθήνα, Εστία 3. Μαρκήσιος ντε Σαντ (2016). Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ, Αθήνα, Μεταίχμιο.
4. Jacques Lacan (1986). Le Seminaire, livre VII, L’ Ethique de la psychanalyse, Paris, Seuil. 5. Χάννα Άρεντ (2009). Ο Άϊχμαν στην Ιερουσαλήμ, Αθήνα, Νησίδες.
Εισηγητής
-
Ευαγγελία Κομματά