Ρητορική του υποκειμένου και κλινική της επιθυμίας
Η φετινή θεματική πέρα από το ενδιαφέρον το οποίο παρουσιάζει φαίνεται να συνδέεται άμεσα με το ερώτημα: Τι είναι επιθυμία; Είναι πλέον γνωστό ότι το εν λόγω ερώτημα απασχόλησε όχι μόνο τους συνδαιτυμόνες, στο Συμπόσιο του Πλάτωνα όπου ο καθένας καλείται να εκθέσει την προσωπική του θεώρηση σχετικά με το θέμα αλλά και τον ίδιο τον Σωκράτη, του οποίου το εγχείρημα συνδέθηκε με αυτό που μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιθυμητό, ανεξάρτητα αν πρόκειται για το λεγόμενο αγαθό, για το κάλος, για το δίκαιο, για το αληθινό και τα υπόλοιπα ερωτήματα της φιλοσοφίας.
Βέβαια, ο Σωκράτης ισχυρίζονταν ότι ήταν γνώστης μόνο στο θέμα του Έρωτα 4, ωστόσο η ίδια η φιλοσοφία φαίνεται να επικαλείται την επιθυμία ως εκείνη που την τροφοδοτεί ακόμα και πριν λάβει το όνομά της: ο Αριστοτέλης, για παράδειγμα, αρχίζει Τα μετά τα Φυσικά του, Τα μεταφυσικά του, με την διατύπωση: . Όλοι οι άνθρωποι εκ φύσεως έχουν την επιθυμία για μάθηση. Πράγμα που το αποδεικνύει, η ευχαρίστηση που μας δίδουν οι αισθήσεις, γιατί βέβαια μας είναι αγαπητές, εκτός από την ωφελιμότητα και καθ’ εαυτές, και περισσότερο απ’ όλες οι οπτικές αισθήσεις…5.
Με άλλα λόγια το ερώτημα της επιθυμίας και μάλιστα ανεξάρτητα από τις διαχρονικές δυσκολίες που εμφανίζει κατά την προσέγγισή του, δεν παύει να προσλαμβάνει κατά καιρούς διαφορετικές μορφές, όπως εκείνη της αγάπης, της δίψας, της περιέργειας, της απληστίας, της φιληδονίας, της ευχής, κ.λ.π, ή όπως έλεγε ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του, αναφερόμενος στις ερωτικές και τις τυραννικές επιθυμίες6 :” Πλάσε λοιπόν μια εικόνα θηρίου πολύμορφου και με πολλά κεφάλια” 7.
Στην προκειμένη περίπτωση η επιθυμία αποδεικνύεται πολύμορφος ακόμα και στους Στωικούς, οι οποίοι σύμφωνα με τον Ανδρόνικο της Ρόδου, αναγνώριζαν περίπου είκοσι επτά ορισμούς.
Εν ολίγοις η άγνοιά μας ως προς το θέμα, επιβεβαιώνει ότι δεν είμαστε κύριοι της επιθυμίας αλλά μάλλον έρμαιά της και σε αυτό οφείλεται η επαπειλούμενη αποτυχία ως προς την οποιαδήποτε απόπειρα ορισμού της.
Τι είναι όμως αυτό το οποίο οδηγεί κάποιον να επιχειρήσει να εξηγήσει την επιθυμία του αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο κινδυνεύει να την ακυρώσει ; Το γεγονός ότι κάποιος αγαπάει μια γυναίκα ή έναν άνδρα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα πρέπει να εξηγήσει και την επιθυμία η οποία διακινεί τα συναισθήματά μου. Το ότι του αρέσει αυτός ο πίνακας ή ότι τον ενθουσιάζει η ζωή στην πόλη ή στην εξοχή δεν χρειάζεται να τύχει κάποιας ιδιαίτερης επεξήγησης.
Το να επιθυμεί κάποιος ελεύθερα, είθισται να θεωρείται αυτονόητο, όπως από την άλλη και το να αποτελεί κανείς μέρος μια κοινότητας όπου οι επιθυμίες καθορίζονται ή γίνονται αποδεκτές βάση κάποιων μονοσήμαντων κριτηρίων τα οποία δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση ούτε την ποιότητα των μελών της ούτε και την συνοχή της.
Το να φαντάζεσαι βέβαια ότι επιθυμείς κάποιον γι’ αυτό που είναι για να ανακαλύψεις ότι τελικά τον επιθυμείς γι’ αυτό που δεν είναι, εισάγει σίγουρα μια διαφορετική οπτική στο ερώτημα της σχέσης με την επιθυμία. Σε αυτή την περίπτωση, η απορία δεν εστιάζεται απλά και μόνο στο ερώτημα τί είναι η επιθυμία ούτε περιορίζεται σε εκείνα τα μεταφυσικά ερωτήματα τα οποία παραμένουν αενάως αναπάντητα. Η επιθυμία φαίνεται να συνδέεται μάλλον με την “ανησυχία” αλλά και με μια σειρά από ηθικές επιταγές, όπου παραμονεύουν οι αντινομίες του είδους θα ήθελα …αλλά δεν πρέπει.
Βέβαια, το να είναι κανείς αυτάρκης παραμένει μια απραγματοποίητη ευχή στο βαθμό που φαίνεται να επιθυμεί μονίμως αυτό που δεν έχει, οπότε η εξερεύνηση της ίδιας της φύσης της επιθυμίας καταλήγει να μετατρέπεται σε απορία.
Έτσι ενώ στόχος της φιλοσοφίας φαίνεται να είναι η αναζήτηση της νηφαλιότητας αλλά και η αποφυγή της οποιασδήποτε αναταραχής, η σχέση με τις επιθυμίες αντίθετα εμπνέουν ανησυχία ακόμα και στον ίδιο τον φιλόσοφο. Κατά συνέπεια η σχέση με την επιθυμία εισάγει ένα είδος αντίφασης που ανατρέπει την αναζήτηση της αταραξίας ως φιλοσοφικό στόχο ή ως επιδίωξη.
Θα ήταν σίγουρα απλοϊκό το να θεωρήσει κάποιος ότι τον βασανίζουν τεράστια ηθικά θέματα ενώ στην πραγματικότητα κατακλύζεται από μια σειρά από επιθυμίες οι οποίες αναδεικνύουν το έλλειμμα του υποσκάπτοντας παράλληλα την επιδίωξη της οποιασδήποτε αυτάρκειας.
Εάν προστεθούν σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη στα παρακατιανά ελαττώματα, εκείνα που ο Pascal μετονομάζει, σε libido sentiendi, libido sciendi και libido dominandi 8, επιβεβαιώνονται οι τρεις δύσβατοι τρόποι οι οποίοι χαρακτηρίζουν την σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο. Τα υπόλοιπα, περιέργεια, φιλοδοξία, εγωισμός, λαγνεία, φιλοχρήματη εγκράτεια, επιθυμία εκδίκησης τα οποία ταλανίζουν το θυμικό του καθενός αλλά και τις προτεραιότητες των επιλογών του, επιβεβαιώνουν ότι το πραγματικό διακύβευμα της επιθυμίας του φαίνεται να είναι η ευδαιμονία, η οποία στοχεύει σε μια ιδανική διαχείριση της ύπαρξής του έτσι ώστε να αποφύγει την οποιαδήποτε κακοδαιμονία ή πόνο.
Ωστόσο το οξύμωρο όσον αφορά την επιθυμία, εντοπίζεται στο γεγονός ότι, για να είναι κανείς ήρεμος, θα πρέπει να απαλλαχθεί απ’ όλες τις επιθυμίες. Θα ήταν ευχής έργο επομένως να κατοχυρώσει κανείς το ιδανικό της απάθειας ή της αταραξίας, το οποίο ευαγγελίζονταν ο Επίκτητος ή πολύ αργότερα ο Καντ στο κείμενο, Ανθρωπολογία από πραγματολογική άποψη; 9 Η Επικούρεια φιλοσοφία λόγου χάρη φαίνεται πιο μετριοπαθής όταν προωθεί όχι την κατάργηση όλων των επιθυμιών, αλλά μόνο των υπερφίαλων, όπως και οι Στωικοί των οποίων στόχος ήταν να αποφύγουν να συγχέουν τις επιθυμίες-πάθη (επιθυμία) που βασανίζουν τον άνθρωπο -τα οποία και θα πρέπει να ξεφορτωθεί- με την έλλογη θέληση (βούληση) που καθορίζει την πρακτική του. Εάν σύμφωνα με τον ορισμό των Στωϊκών, “η θέληση είναι ό, τι επιθυμεί κανείς με το λογικό του” και “η επιθυμία είναι η γνώμη πάνω στο μελλοντικό αγαθό το οποίο ευχόμαστε αλλά που είναι ήδη παρόν στην εμβέλεια των δυνατοτήτων μας”, τότε η επιθυμία παραμένει συνυφασμένη με αυτό που λείπει ενισχύοντας το παράδοξο ανάμεσα στο αδύνατο και το εφικτό της αναζήτησής που εισάγει.
Η εν λόγω αναζήτηση εξάλλου αναδεικνύει και την ιδιαιτερότητα της σχέσης του καθενός με την επιθυμία. Όλοι οι διαφορετικοί τρόποι του επιθυμείν οι οποίοι συχνά παραμένουν δυσδιάκριτοι, καλύπτουν με το προσωνύμιο δαίμων μια σειρά παρενέργειες, της θέλησης, της φιλίας, της αγάπης, της φιληδονίας, της φιλομάθειας, της χίμαιρας, της όρεξης, της ασκητικής, της αταραξίας, της ανάγκης, της ανορεξίας, της βουλιμίας κ. λ. π.
Πριν όμως οδηγηθεί κάποιος σε αδιέξοδο όσον αφορά την φύση της επιθυμίας, για ποιο λόγο θα πρέπει να συνδεθεί η ευδαιμονία, με την απουσία της όποιας αναταραχής αλλά και την αρμονία της ψυχής ; Για ποιο λόγο θα πρέπει να συνδεθεί η αναζήτηση της γνώσης με τον εφησυχασμό και την ηρεμία ; Για ποιο λόγο, το θυμικό θα πρέπει να τείνει να πρεσβεύει το άβατο της απόλαυσης και η καταστολή την πεμπτουσία της ηθικολογίας ; Πόσο μάλλον όταν η αναζήτηση της ευδαιμονίας δεν διασφαλίζεται με την απονέκρωση της επιθυμίας, ούτε οι αντιφάσεις του υποκειμένου καταργούνται με την ιατρική εξυγίανση της ψυχής. Με άλλα λόγια η επιθυμία είναι συνυφασμένη με το έλλειμμα το οποίο και την τροφοδοτεί.
Ο Ντεκάρτ το αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο: “Γιατί πώς θα ήταν δυνατόν να μπορώ να γνωρίσω ότι αμφιβάλλω και ότι επιθυμώ, δηλαδή ότι μου λείπει κάποιο πράγμα, εάν δεν είχα μέσα μου καμία ιδέα ενός όντος πιο τέλειου από μένα, από την σύγκριση με το οποίο θα γνώριζα όλα τα ελαττώματα της φύσης μου;” 10 Η επιθυμία ως έλλειμμα του είναι και η αμφιβολία ως έλλειμμα της γνώσης είναι γι’ αυτόν το σημάδι της ύπαρξης του Θεού. Το έλλειμμα είναι έλλειμμα της τελειότητας της οποίας το κύριο όνομα αντιπροσωπεύεται από τον Θεό. Το ατελές του είναι εισάγει, κατά τον Jean Paul Sartre τη σχέση με το μηδέν, ο οποίος θεωρούσε ότι η συνείδηση εκμηδενίζεται με την μορφή της επιθυμίας 11 . Η συνείδηση είναι ο τόπος όπου ο άνθρωπος βιώνει αυτό που δεν έχει, αυτό που δεν είναι. Η επιθυμία του ως έλλειμμα αντιπροσωπεύει την απουσία του πράγματος στο οποίο και στοχεύει. Η σχέση πληρότητας/κενού συνάδει με την σχέση απουσίας/παρουσίας που ενεργοποιεί την επιθυμία. Το ερώτημα της επιθυμίας ως εκ τούτου θέτει την συνθήκη που υπαγορεύσει το ερώτημα του νοήματος και της ανάδυσης της υποκειμενικότητας.
Η συνεισφορά της φροϋδικής ανάγνωσης συνίσταται στο ότι επέστησε την προσοχή στον θεμελιακό δημιουργικό ρόλο της επιθυμίας: η σχέση του υποκειμένου με την επιθυμία δεν καθορίζεται τόσο από το αντικειμενικό έλλειμμα, όσο από την υποκειμενική του θεώρηση, η οποία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την παιδική του ηλικία και το πεπρωμένο των ενορμήσεων. Κάθε αποποίηση της ενόρμησης, τροφοδοτεί κατά τον Freud, την ηθική συνείδηση ενώ κάθε ανανέωσή της ενισχύει την αυστηρότητα του υπερεγώ. Όσο πιο δυνατή είναι η ενόρμηση τόσο πιο έντονη εμφανίζεται η επιθετικότητα ενάντια στην απαγόρευση της, καθώς η επιθυμία παραμένει αντίθετη προς την εξωτερική επιταγή, υποθάλποντας την εσωτερική σύγκρουση η οποία ανατρέπει κάθε απόπειρα συμφιλίωσης με το ιδανικό της εγκράτειας.
Εστιάζοντας την ανάλυσή του ο Freud στην κρίση του πολιτισμού, μας προσκαλεί να υιοθετήσουμε μια πιο μετριοπαθή στάση όσον αφορά την σχέση μεταξύ ορθού λόγου και επιθυμίας. Στο βαθμό που η ατομική ελευθερία δεν συνάδει με τα πολιτισμικά κεκτημένα της ανθρωπότητας, η συμφιλίωση ανάμεσα στις κοινωνικές απαιτήσεις και τις ατομικές διεκδικήσεις παραμένει ανεκπλήρωτη. Έτσι εάν ο πολιτισμός αντιτίθεται στην βαρβαρότητα οι κανόνες και η γέννηση του δικαίου οριοθετούν την ατομική ελευθερία.
Στο κείμενο “Η διεύθυνση της θεραπείας”,12 ο Λακάν αρθρώνει την δομή της επιθυμίας σε συνάρτηση με το “αίτημα” και την “ανάγκη“: “Η επιθυμία παράγεται πέρα από το αίτημα, από αυτό το οποίο αρθρώνοντας τη ζωή του υποκειμένου στις συνθήκες της, εξανθρωπίζει την ανάγκη, αλλά επίσης σε ό, τι εμβαθύνεται στο πέραν της, σε αυτό το ως άνευ όρων αίτημα για παρουσία και απουσία, που ανακαλεί το έλλειμμα του είναι κάτω από τις τρεις μορφές του τίποτα το οποίο αποτελεί και την βάση του αιτήματος της αγάπης, του μίσους το οποίο φτάνει μέχρι την άρνηση του είναι του άλλου και στο ανείπωτο που αγνοείται κατά την επίκλησή του”13. Με άλλα λόγια η επιθυμία δεν προέρχεται από την ανάγκη (αντικειμενικό έλλειμμα) ή το αίτημα (γλωσσική έκφραση) αλλά τοποθετείται μεταξύ των δύο. Ζητώντας από τον Άλλο να αναπληρώσει αυτό που δεν έχει, το υποκείμενο αποκτά την εμπειρία του ελλείμματός του καθώς δεν διεκδικεί το αντικείμενο αλλά την αγάπη (δηλαδή να αναπληρώσει την ανάγκη χωρίς να αλλοτριωθεί πλήρως από τον Άλλο). «Το δράμα του υποκειμένου στη σχέση με το ρήμα, είναι ότι δοκιμάζεται στο έλλειμμα του είναι του»14. Επομένως είναι η επιθυμία που επιτρέπει το αίτημα και όχι η ανάγκη η οποία οδηγεί στην αναγκαιότητα του Άλλου ως άλλου υποκειμένου. Υπό αυτή την έννοια το αίτημα απευθύνεται στον Άλλο και σε αυτό που δεν έχει, εν ολίγοις στην ίδια του την επιθυμία με αποτέλεσμα το δώρο της αγάπης να αποδεικνύεται για το παιδί ένα επικίνδυνο δέλεαρ, καθώς παραμένει εμφανώς κάτω από την επίδραση της ανάγκης αυτής της «αγάπης».
Ο Λακάν διαμορφώνει την προβληματική του μέσα από το έργο του Freud, την ανακάλυψη της επιθυμίας μέσα από το όνειρο και την ενόρμηση του θανάτου, μέσα από τον Hegel και την ανάγνωσή του από τον Kojeve, ο οποίος διακρίνει σε κάθε επιθυμία την διαλεκτική της πάλης για αναγνώριση και, τέλος, την δομική γλωσσολογία που αναδεικνύει την λειτουργία του σημαίνοντος ως κενή θέση στο σύστημα της διαφοράς της αλυσίδας των σημαινόντων. Όσον αφορά την κλινική της επιθυμίας, η λειτουργία του σημαίνοντος ως τέτοια, όπως το εντόπισε και ο Φρόυντ, παραμένει το κλειδί που ανοίγει την προοπτική του τέλους μιας ανάλυσης ενώ καμία τεχνική, πέρα από το ερώτημα της ίδιας της επιθυμίας του αναλυτή, δεν δύναται να συμβάλλει αποτελεσματικά σε αυτή την κατεύθυνση.
Εισηγητής: Στέλιος Μωριάτης
Πηγές:
4 Πλάτων, Λύσις Åò 204 c, εκδ. Ζαχαρόπουλος.
5 Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά, βιβλίο Α, 980α, σελ 23, Εκδ. Α. Γεωργιάδη.
6 Πλάτων, Πολιτεία, Τόμος 6, 587 c, σελ. 413, εκδ. Κάκτος.
7 Πλάτων, Πολιτεία, Τόμος 6, 588 c, σελ. 413, εκδ. Κάκτος.
8 Pascal, Pens.es, σελ.458-545.
9 Ιμμανουέλ Καντ, Ανθρωπολογία από πραγματολογική άποψη, εκδ. Printa.
10 Ντεκάρτ, Μεταφυσικοί στοχασμοί, ΙΙΙ.
11 Ζαν Πολ Σαρτρ, Το είναι και το μηδέν, εκδ. Παπαζήση
12 Jacques Lacan, .La direction de la cure et les principes de son pouvoir., in .crits, σελ. 627-630.
13 Το ίδιο, σελ 628.
14 Jacques Lacan, in .crits, σελ 655.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά, βιβλίο Α, 980α, σελ 23, Εκδ. Α. Γεωργιάδη.
- Ησίοδος, Θεογονία, εκδ. Παρασκήνιο.
- Πλάτων, Συμπόσιο ή Περί Έρωτος, εκδ. Κάκτος.
- Πλάτων, Πολιτεία, εκδ. Πόλις, μεταφρ. Σκουτερόπουλος.
- Hume David, Πραγματεία πάνω στην ανθρώπινη φύση, εκδ. Ρώμη.
- Καντ Ιμμανουέλ, Κριτική του πρακτικού λόγου, εκδ. Εστία.
- Χέγκελ, Φαινομενολογία του Πνεύματος, εκδ. Δωδώνη.
- Freud Sigmud, Ο πολιτισμός, πηγή δυστυχίας, εκδ. Νίκας.
- Freud Sigmud, H Ερμηνεία των ονείρων, εκδ. Πλέθρον.
- Freud Sigmud, Πέντε ιστορικά ασθενείας, εκδ. Επίκουρος
- Ζακ Λακάν, Σεμινάριο τέταρτο, Η σχέση αντικειμένου, εκδ. Ψυχογιός.
- Lacan Jacques, Séminaire VI, Le désir et son interprétation, εκδ. Seuil.
- Lacan Jacques, Séminaire VII, L’éthique de la psychanalyse (1959-1960), Le Seuil, 1986.
- Lacan Jacques, Séminaire, livre VΙΙI, Le transfert, (1960-61).
- Lacan Jacques, Écrits.
- Jacques Lacan, Subversion du sujet et dialectique du désir, in Écrits.
- Jacques Lacan, La direction de la cure, in Écrits.
- Jacques Lacan, kant avec Sade, in Écrits.
- Baas B, Le désir pur ; Louvain, Peeters, 1992.
- Dolto F, Au jeu du désir, Points-Seuil, 1981.
- Klein M. Envie et gratitude, Gallimard, 1968.
- Winicott D, La nature humain, Gallimard, 1990.
Εισηγητής
-
Στέλιος Μωριάτης