Οι συνέπειες της αναλυτικής πράξης και η ηθική της ψυχανάλυσης
Κάθε κοινωνία επιδιώκει με την υιοθέτηση ηθικών κανόνων να διασφαλίσει τη συνοχή της. Σε όλες τις προτάσεις θεσμοθέτησης των κοινών, είτε αυτές είναι παλαιότερες – του Πλάτωνα, των Στωϊκών, του Σπινόζα, του Καντ- είτε νεώτερες – της αιτιοκρατίας του Mill, του ωφελιμισμού του Bentham, της φαινομενολογίας του Housserl, της φροϋδικής μεταψυχολογίας, του συμπεριφορισμού, της γνωσιοθεωρίας, των νευροεπιστημών – ή ακόμα και των εκφραστών της ηθικής της αρετής – Wright, Anscombe, Froot, Maclntyre- ή εκείνης του διαλόγου – Habermas-, αποτελεί κοινό τόπο το γεγονός ότι :
από τη μια πλευρά υφίστανται οι αρχές και οι κανόνες που ρυθμίζουν εποικοδομητικά τα του βίου, το δέον γενέσθαι που μας ενθαρρύνει να εξοικειωθούμε με τις καλές μας έξεις ενώ από την άλλη υφίστανται οι παραβατικές συμπεριφορές που ακυρώνουν τις συνταγές καλής θέλησης.
Στη δεύτερη περίπτωση παρατηρούμε άρνηση της όποιας συγκατάθεσης και παράλληλα ανάδυση παθολογιών και συμπτωμάτων που οι εξικειδικευμένες επιστήμες, ιατρική, ψυχολογία ή παιδαγωγική καλούνται να εξομαλύνουν και να διορθώσουν. Η αναλυτική πράξη θα υιοθετούσε ως τελικό στόχο μια ανάλογη προοπτική προάσπισης των κοινωνικών αγαθών; Σε στιγμές κρίσης όπου ο καθένας αντιστέκεται «μέχρι τρέλας» για να μη συρρικνωθεί «απλά» στα δικαιώματα και τα καθήκοντα του απαξιωμένου πλέον «πολίτη», η αναλυτική πράξη στο βαθμό που εισάγει το πεδίο της ομιλίας για το υποκειμένου καλλιεργώντας τη σχέση του με τον Άλλο του λόγου και όχι της ηθικολογίας και εφόσον ευαγγελίζεται τις ευεργετικές συνέπειες της ανάδυσης της επιθυμίας πώς απαντά στις επιταγές της εποχής μας;
Εισηγητής
-
Στέλιος Μωριάτης