Η ανατροπή του υποκειμένου και η διαλεκτική της επιθυμίας στο φροϋδικό ασυνείδητο
Οι όροι που συγκροτούν τον τίτλο του εν λόγω κειμένου, και που προέρχονται τόσο από την φιλοσοφία, όσο και από την ψυχανάλυση, σηματοδοτούν την απόπειρα του Λακάν να ορίσει, αλλά και να αποσαφηνίσει το θεωρητικό πλαίσιο εντός του οποίου επιχειρεί να εγγράψει την ψυχανάλυση, ως λόγο διαφορετικό από εκείνον της ψυχολογίας του βάθους.
Απόδειξη η διαρκής συνομιλία που εγκαθιδρύει είτε άμεσα είτε έμμεσα, αλλά και καθ’ όλη την διάρκεια της διδασκαλίας του, τόσο με τα κείμενα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, όσο και με εκείνα του Κάντ, του Χέγκελ, του Χάιντεγκερ, του Μερλώ Ποντύ αλλά και άλλων.
Έτσι στα πλαίσια αυτά θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το συγκεκριμένο κείμενο του Λακάν ενώ ξεκινάει με μια αναφορά, κατά κάποιο τρόπο φιλοσοφική, εννοώντας την Φαινομενολογία του Πνεύματος του Χέγκελ την οποία δεν διστάζει να εκλάβει ως πηγή έμπνευσης, -«Ως εκ τούτου και ας το αντιληφθούμε εδώ, η εντελώς διδακτική αναφορά την οποία προσλάβαμε από τον Χέγκελ, ώστε αυτή να εισακουσθεί έχοντας ως στόχο την κατάρτιση που είναι η δική μας, αφορά εκείνο που ως προς το ερώτημα του υποκειμένου, η ψυχανάλυση το ανατρέπει ολοσχερώς»– ολοκληρώνεται με μια αναφορά η οποία εμφανώς παραπέμπει στον Φρόυντ: « Ο ευνουχισμός σημαίνει ότι η απόλαυση πρέπει να απορριφθεί ώστε να μπορεί να αρθεί στην υπό την ανεστραμμένη της μορφή κλίμακα του Νόμου της επιθυμίας»[1].
Πιο συγκεκριμένα αν και ο όρος ανατροπή παραπέμπει γενικότερα σε μια πράξη η οποία έχει ως στόχο να υπονομεύσει, τόσο τις ισχύουσες αξίες όσο και τις ισχύουσες συνθήκες, στην προκειμένη περίπτωση, αφορά την ανατροπή του ίδιου του υποκειμένου. Τι όμως υποδηλώνει η ανατροπή του υποκειμένου; Ότι το υποκείμενο θα ανατρέψει τις ισχύουσες συνθήκες ή ότι το ίδιο το υποκείμενο, ως παγιωμένη συνθήκη θα ανατραπεί;
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Λακάν κάνει χρήση του εν λόγω όρου, αφού είχε ήδη αναφερθεί σ’ αυτόν, στο κείμενό του Κάντ με τον Σάντ υπό την έννοια της αμφισβήτησης της ισχύουσας μέχρι τότε Ηθικής η οποία επεδίωκε τόσο την αρμονία όσο και την ευτυχία του ανθρώπου.
Ποιο είναι όμως το Υποκείμενο το οποίο καλείται να ανατρέψει η ψυχανάλυση και επομένως και ο Λακάν; Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για το υποκείμενο της φιλοσοφικής παράδοσης το οποίο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, ότι παραπέμπει στο όν των αρχαίων ελλήνων αλλά και σε αυτό, που σύμφωνα με την ορολογία του Αριστοτέλη, αν και υπόκειται σε όλες τις αλλαγές, αφού κείται υπό, παραμένει πάντα σταθερό.
Στην σύγχρονη φιλοσοφία οι πρώτες αλλαγές που λαμβάνουν χώρα όσον αφορά τον εν λόγω όρο, κάνουν την εμφάνισή τους, αφενός με τον Ντεκάρτ ο οποίος το τοποθετεί στην θέση του sum, ως αυτό που σκέφτεται, και επομένως στη θέση του cogito, και αφετέρου με τον Χέγκελ σύμφωνα με τον οποίο το υποκείμενο είναι αυτό που τίθεται μεν υπό ερώτημα, αλλά μέσα από αυτό που του συμβαίνει και γι’ αυτό δεν μένει ποτέ σταθερό.
Μια περαιτέρω διευκρίνιση περί του αριστοτελικού υποκειμένου δεν θα ήταν περιττή. Τον όρο υποκείμενο τον συναντάμε κατά κύριο λόγο στο βιβλίο Α’ Περί της Φυσικής Ακροάσεως του Αριστοτέλη, όπου μέσω ενός στοχασμού περί του Ενός και των Πολλών διέρχεται την κεφαλαιώδη διάκριση μεταξύ ουσίας και συμβεβηκότος.
Το Έν αφορά τον ορισμό της ουσίας. Ουσία είναι εκείνο το οποίο δεν κατηγορείται πάνω σε τίποτε άλλο, ενώ πάνω σ’ αυτό, κατηγορούνται όλα τα άλλα. Γίνεται φανερό ότι το Εν αφορά τον ορισμό της ουσίας και γι’ αυτό παραμένει σταθερό, ενώ τα Πολλά συνδέονται μαζί του κατά τρόπο μεταβλητό και μη ουσιώδη και γι’ αυτό μεταβάλλονται.
Αυτή η πρώτη ουσία είναι για τον Αριστοτέλη υπο-κείμενο, εκείνο δηλ. που υφίσταται ποικίλους τροπισμούς και πάθη, μένοντας ωστόσο αναλλοίωτο, άρα ίδιο.
Το υποκείμενο επομένως έλκει την προέλευσή του από την φιλοσοφία και όχι από τον Φρόυντ, εν ολίγοις πρόκειται κατά κάποιο τρόπο για όρο περισσότερο λακανικό παρά φροϋδικό, αφού ο Λακάν τον έθεσε στο επίκεντρο της διδασκαλίας του, διαχωρίζοντάς τον τόσο από το φροϋδικό εγώ όσο και από το εγώ του σταδίου του καθρέφτη. Απόδειξη η διαφοροποίηση την οποία επιχειρεί καθ’ όλη την διάρκεια της διδασκαλίας του ανάμεσα στο moi/ je, προσωπικές αντωνυμίες εκ των οποίων η πρώτη παραπέμπει στο στάδιο του καθρέφτη και η δεύτερη στο υποκείμενο, το οποίο όμως χρειάστηκε αρκετός χρόνος στον Λακάν για να το επεξεργαστεί και να το αναγάγει σε μια από τις σημαντικότερες έννοιες της διδασκαλίας του.
Οι απαρχές της επεξεργασίας του ανέρχονται στο Σεμινάριο Η επιθυμία και η ερμηνεία της το 1959, όπου επιχειρεί να ορίσει το υποκείμενο σε συνδυασμό με το αντικείμενο μέσα στην αναλυτική πράξη, για να καταλήξει λίγο αργότερα, στις απαρχές του Σεμιναρίου Η ταύτιση σε μια διατύπωση η οποία παρέμεινε κλασική για όσους συνεχίζουν να αναφέρονται στην λακανική θεωρία. Πρόκειται για την γνωστή διατύπωση σύμφωνα με την οποία «το σημαίνον είναι αυτό που αντιπροσωπεύει ένα υποκείμενο για ένα άλλο σημαίνον» όπου ο ορισμός του υποκειμένου δεν μπορεί να διαχωριστεί από εκείνον του σημαίνοντος.
Η διαλεκτική είναι όρος που προέρχεται και αυτός από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία αφού εμπνευστής του υπήρξε ο Ζήνων ο Ελεάτης, αν και στην ιστορία της σκέψης εξέλαβε διάφορες σημασίες. Έτσι, ενώ ο Σωκράτης την ταυτίζει με την μαιευτική μέθοδο, ο Πλάτωνας την αναγάγει σε μέθοδο η οποία μπορεί να επιτρέψει σε κάποιον να γνωρίσει τα πραγματικά όντα ήτοι τις ιδέες, και γι’ αυτό την ταυτίζει με την λογική. Το ίδιο ισχύει και για τον Αριστοτέλη με την διαφορά ότι ο Αριστοτέλης την ταυτίζει με τον διαλεκτικό συλλογισμό τον οποίο αντιπαραθέτει στον αποδεικτικό συλλογισμό. Η διαφορά μεταξύ τους έγκειται στην θέση των προκείμενων προτάσεων οι οποίες ενώ στον διαλεκτικό συλλογισμό συνιστούν πεποιθήσεις, στον αποδεικτικό ενεργούν ως αληθείς και πρωταρχικές.[2]
Σε αντίθεση οι σοφιστές χρησιμοποιούν την διαλεκτική, ως ρητορική τέχνη ή ως τέχνη πειθούς ενώ οι στωικοί την αποκαλούν «επιστήμη αληθών και ψευδών και ουδετέρων».
Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των προσεγγίσεων είναι ότι η διαλεκτική μπορεί να θεωρηθεί ως η αντιπαράθεση ή η διατύπωση ενός ισχυρισμού εναντίον κάποιου άλλου.
Στην νεότερη εποχή η διαλεκτική ταυτίστηκε με την φιλοσοφία του Χέγκελ και δη την χεγκελιανή λογική η οποία συγκροτείται από τρείς όρους: την θέση, την αντίθεση, δηλαδή δύο προτάσεις ή έννοιες οι οποίες αντιτίθενται μεταξύ τους και έναν τρίτο ο οποίος δηλώνει την υπέρβαση, την σύνθεση ή την άρση της σύγκρουσης ανάμεσα στην θέση και την αντίθεση.
Η σύνθεση που προκύπτει από την άρση των δύο αντιτιθέμενων προτάσεων αποτελεί μια νέα θέση προς την οποία αντιφάσκει μια νέα αντίθεση και από την οποία προκύπτει μια νέα σύνθεση κ.ο.κ.
Από τους τρείς αυτούς όρους ο πλέον σημαντικός είναι εκείνος της σύνθεσης ή υπέρβασης, υπό την έννοια ότι εμπεριέχει στοιχεία τα οποία δεν υφίστανται ούτε μέσα στην θέση ούτε μέσα στην αντίθεση.
Το λογικό αυτό σχήμα του Χέγκελ, θέση, αντίθεση, σύνθεση ή υπέρβαση αποτελείται από τα στάδια τα οποία διανύει το Απόλυτο Πνεύμα κατά την ιστορική του πορεία προς την ολοκλήρωσή του.
Η αναφορά στην διαλεκτική, ως όρο φιλοσοφικό θα ολοκληρωθεί με τον Κάντ ο οποίος την ενέταξε στο υπερβατικό του σύστημα αποκαλώντας την υπερβατική διαλεκτική, αλλά και τον Μαρξ ο οποίος την συνέδεσε με τον υλισμό.
Ο Κάντ αποκάλεσε υπερβατική λογική το τμήμα εκείνο της Κριτικής του Καθαρού λόγου, όπου, η πέραν των ορίων της εμπειρίας, γνώση θεωρείται αδύνατη, ενώ ο διαλεκτικός υλισμός δηλώνει ότι αφενός η πηγή των πραγμάτων είναι η ύλη, από όπου προέρχεται και το πνεύμα και αφετέρου, ότι τα πράγματα δεν θα πρέπει να συλληφθούν ως αμετάβλητες και αδιαφοροποίητες οντότητες, αλλά ως εξελισσόμενες μεταξύ τους σχέσεις, όπως αυτές προκύπτουν μέσα από τις συγκρούσεις και τις αντιφάσεις τους.
Ποια η διάσταση του όρου διαλεκτική στον Λακάν και μάλιστα στο εν λόγω κείμενο όπως και για ποιο λόγο θεωρεί απαραίτητο να αναφερθεί στην Φαινομενολογία του Πνεύματος η οποία κατά κύριο λόγο στηρίζεται στο τριαδικό σχήμα θέση αντίθεση σύνθεση;
Σκοπός του είναι η υιοθέτηση ή η ανατροπή του εν λόγω σχήματος ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο όρο, σε συνδυασμό με την έννοια της επιθυμίας, όρο που τον συναντάμε τόσο στον Χέγκελ όσο και στον Φρόυντ;
Ευαγγελία Κομματά
μέλος της επιτροπής συντονισμού του Σεμιναρίου του Φόρουμ της Αθήνας
[1] Ζακ Λακάν: Η Ανατροπή του υποκειμένου και η διαλεκτική της επιθυμίας στο φροϋδικό ασυνείδητο(1960).
[2][Ο Συλλογισμός αποτελεί λογική διαδικασία η οποία σύμφωνα με τον Αριστοτέλη επέτρεπε την εξεύρεση απαντήσεων σε ερωτήματα, τα οποία δεν θεωρούνται αυταπόδεικτα. Ο Αριστοτέλης διέκρινε δύοείδη:
Αποδεικτικός ή απόδειξη όταν οι προκείμενες γίνονται καθολικώς δεκτές ως αληθινές ( επειδή η αλήθεια τους έχει επιβεβαιωθεί με επιστημονικό τρόπο). Π.χ α. Ο άνθρωπος είναι θνητός- β. ο Σωκράτης είναι άνθρωπος- Συμπέρασμα. Ο Σωκράτης είναι θνητός.
Διαλεκτικός, όταν αυτός προκύπτει ’’εξ ενδόξων’’ ως τα ‘’δοκούντα τοις πάσι’’ Στην περίπτωση του διαλεκτικού συλλογισμού η αφετηρία δεν είναι εξοπλισμένη με καμία αντικειμενική απόδειξη της αλήθειας.
Ημερομηνίες: 11 Νοεμβρίου 2023, 20 Ιανουαρίου 2024, 09 Μαρτίου 2024, 18 Μαΐου 2024 & 01 Ιουνίου 2024
Προτεινόμενη βιβλιογραφία:
Hegel, GWF. Φαινομενολογία του νου, μτφ. Γ. Φαράκλας, Εστία 2007.
Ζακ Λακάν, Ανατροπή του υποκειμένου και διαλεκτική της επιθυμίας, Γραπτά, σελ. 793-827, Edition Seuil.
Alexandre Kojève – Introduction à la lecture de Hegel – Leçons sur la “Phénoménologie de l’esprit” professées de 1933 à 1939 à l’École des hautes études, ed. Gallimard.
Εισηγητές/Εισηγήτριες: Μέλη του Φόρουμ της Αθήνας & Προσκεκλημένοι Ομιλητές
Συντονισμός: Ευαγγελία Κομματά • Νίκος Μαυράκης • Άννα Καραμήτσου
Πρόγραμμα προσκεκλημένων:
Σάββατο 27/01/24 Κική Τοπουζίδη, “Η δερματοστιξία ως παραπλήρωση στη διαδικασία υποκειμενοποίησης του ψυχωτικού υποκειμένου”
Σάββατο 09/03/24 Άρης Μαυρομάτης, “Από τις γέφυρες του Königsberg και την ταινία του Möbius στη συνολοθεωρητική αναπαράσταση του Συνεχούς στο ασυνείδητο”
Εισηγητές
-
Προσκεκλημένοι/νες
-
Μέλη του Φόρουμ της Αθήνας