Η κλινική των ψυχώσεων
Εισαγωγικά
Η ιδέα της οργάνωσης και πραγματοποίησης ενός κλινικού σεμιναρίου στον Ψυχιατρικό Τομέα του Γενικού Νοσοκομείου Νοσημάτων Θώρακος Αθηνών «Η Σωτηρία» με θέμα τις ψυχώσεις κυοφορήθηκε το καλοκαίρι του 2013. Εκείνη τη χρονιά, μερικοί καλοί φίλοι και συνάδελφοι συναντηθήκαμε προκειμένου να το συζητήσουμε και να διατυπώσουμε μια πρόταση υλοποίησής του. Η γενική ιδέα βασιζόταν στην παλιά, μακρά παράδοση της κλασικής ψυχιατρικής που ήθελε την κλινική διδασκαλία να γίνεται στο φυσικό χώρο της, κοντά και με το ψυχωτικό υποκείμενο.
Ο Γιώργος Μουσσάς, επίκουρος καθηγητής ψυχιατρικής και συντονιστής διευθυντής του Ψυχιατρικού Τομέα, ανταποκρίθηκε άμεσα και ανεπιφύλακτα στο εγχείρημα. Από εκεί και πέρα ο δρόμος ήταν ανοικτός: η Ευαγγελία Κομματά και ο Στέλιος Μωριάτης ανέλαβαν την διεξαγωγή του σεμιναρίου που ξεκίνησε το Νοέμβριο του 2013, εντασσόμενο στο επίσημο Πρόγραμμα Κλινικής και Θεωρητικής Εκπαίδευσης των ειδικευομένων ψυχιάτρων και ψυχολόγων του Τομέα.
Σήμερα, καθώς ολοκληρώνεται ο πέμπτος χρόνος λειτουργίας του, πολλά μπορεί να πει κανείς και για την ανάγκη που το υπαγόρευσε και για τις δυσκολίες που αναδύθηκαν. Εν προκειμένω, τίθεται για ακόμη μια φορά το ζήτημα της δυνατότητας εισαγωγής ενός διαφοροποιημένου, από τον επικρατούντα, λόγου περί κλινικής πρακτικής. Διότι εάν η τρέχουσα «κλινική ορθοδοξία» – ταξινομητική στην λογική της και α-θεωρητική εκ πεποιθήσεως – τοποθετεί το ψυχωτικό υποκείμενο σε θέση αντικειμένου παρατήρησης, «ποια είναι τα μέσα τα οποία διαθέτει ο κλινικός στην απόπειρά του να αποδεχθεί και να αποκρυπτογραφήσει τον αινιγματικό χαρακτήρα της ψύχωσης;». Το ερώτημα αυτό, όπως διατυπώθηκε στο εισαγωγικό επιχείρημα της εναρκτήριας παρουσίασης, αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα της προβληματικής του σεμιναρίου˙ την απάντηση, πέντε χρόνια μετά, καλείται, εκ των πραγμάτων, να τη δώσει ο καθένας μόνος του.
Ένα πενταετές σεμινάριο δεν μπορεί, φυσικά, να χωρέσει σε δυο μικρούς τόμους. Η παρούσα έκδοση δεν συνιστά εξαντλητική παρουσίασή του, αλλά μια προσπάθεια να αποτυπωθεί σε γραπτό λόγο η βασική λογική που διέπει την ψυχαναλυτική κλινική των ψυχωτικών φαινομένων, λογική που εμπεριέχει και ολόκληρη την παράδοση της κλασικής ψυχιατρικής και ψυχολογίας, πριν αυτές μεταπέσουν σε «βιολογίζουσες», «γνωσιακόμορφες», αλλά χωρίς τον πλούτο της φαινομενολογικής φιλοσοφικής κληρονομιάς, επιστήμες.
Συνιστά, ωστόσο, κι ένα είδος μαρτυρίας. Και σαν τέτοια, οφείλω εδώ ορισμένες αναγκαίες αναφορές: και πρώτα – πρώτα, στη Μαρία Αναγνωστοπούλου, την Κατερίνα Καραγιάννη, την Άννα Χριστοδουλάκη (παλιές ειδικευόμενες ψυχίατροι της κλινικής), τον Γιώργο Γιακουμάκη και την Ευαγγελία Κομματά με τους οποίους διαμορφώθηκε η αρχική ιδέα του σεμιναρίου. Αναφέρθηκα ήδη στη συμβολή του Γιώργου Μουσσά. Η Αργυρώ Παχή, Διευθύντρια του Ψυχιατρικού Τομέα και υπεύθυνη του Προγράμματος Εκπαίδευσης ήταν εκείνη που πρόσφερε την πλέον έμπρακτη υποστήριξη, στηρίζοντας με πραγματικό ενδιαφέρον όλο το εγχείρημα και, ιδιαίτερα, τις κλινικές παρουσιάσεις ασθενών.
Πέραν των βασικών εισηγητών, κι άλλοι συνάδελφοι συνέβαλαν με τις παρεμβάσεις τους στη διάρκεια αυτής της πενταετίας. Εκτός από τους προαναφερθέντες, η Ειρήνη Βέκκου και η Άννα Κοντούλη συνεισέφεραν στον προβληματισμό που αναπτύχθηκε. Μείζονος, ωστόσο, βαρύτητας στάθηκε η συμμετοχή των ειδικευομένων – που σ’ εκείνους, άλλωστε, απευθυνόταν κατά κύριο λόγο η προσπάθεια – οι οποίοι επωμίσθηκαν τις παρουσιάσεις κλινικού υλικού: Η Γεωργία Βουράκη, η Κατερίνα Ρουμπή, η Ιωάννα Λυσανδροπούλου, η Αλεξάνδρα Τζίνη, η Ειρήνη Τζιώκα και ο Θάνος Τασσόπουλος, όλοι νέοι κλινικοί, μπόρεσαν να μεταφέρουν κάτι από την αυθεντική φρεσκάδα της σκέψης τους.
Και, βέβαια, οι παλαιότεροι και πολύπειροι. Στη διάρκεια αυτών των ετών, το σεμινάριο φιλοξένησε ορισμένους από τους σημαντικότερους ψυχαναλυτές – διδάσκοντες των Κλινικών Κολλεγίων της IF-EPFCL: Η Colette Soler, ο Jean Jacques Gorog και η Francoise Gorog, αποδεχόμενοι την πρόσκληση που τους απευθύναμε, ανέλαβαν την ευθύνη μιας σειράς διαλέξεων και παρουσιάσεων ασθενών ενώπιον ακροατηρίου, αναβιώνοντας την πρακτική των μεγάλων δασκάλων της Sainte Anne και της Salpêtrière. Αληθινή εμπειρία για όσους είχαν την ευκαιρία να συμμετάσχουν σ’ αυτές, δεν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν χωρίς την πρόθυμη συμμετοχή δυο κυριών, της κ. Μ. και της κ. Δ., οι οποίες εμπιστεύθηκαν, δημόσια, την ιστορίας τους. Στο βλέμμα τους συνάντησα το επιτακτικό αίτημά τους να ακουστούν και, συνάμα, την προσμονή μιας απάντησης στο αίνιγμα της ίδιας τους της ύπαρξης˙ τις ευχαριστώ από καρδιάς.
Διονύσης Μπράτης Απρίλιος 2018