Η γυναικεία επιθυμία, Κομματά Ευαγγελία
Εν είδει εισαγωγής
Συμπληρώνεται μια δεκαετία σχεδόν από το, μακρινό πλέον, 2008 που η κ. Ευαγγελία Κομματά παρουσίασε με τη μορφή ενός ετήσιου προφορικού σεμιναρίου στο Φόρουμ της Αθήνας – με τη σύμπραξη του «ηρωικού» Ψυχαναλυτικού Ινστιτούτου Αθηνών – το κείμενο που κρατάτε σήμερα στα χέρια σας, επεξεργασμένο εκ νέου από την ίδια τη δημιουργό του σε μορφή γραπτού κειμένου. Μια δεκαετία είναι, βέβαια, πολύς χρόνος και εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς γιατί τόση καθυστέρηση και γιατί τώρα. Η αλήθεια είναι πως στη διάρκεια αυτών των χρόνων υπήρξαν απόπειρες να εκδοθεί ως γραπτό – αυτό, όπως και άλλα σεμιναριακά κείμενα – που, ωστόσο, δεν τελεσφόρησαν, για διάφορους λόγους. Σήμερα, σκέφτομαι ότι πέρα από τα λογής – λογής πρακτικά προσκόμματα, η βασική αιτία πήγαζε από ένα είδος «συστολής» ή εσωστρέφειας, αν προτιμάτε, που χαρακτήριζε (και ίσως εξακολουθεί να χαρακτηρίζει) μια βασική ομάδα ανθρώπων που εκείνη την χρονική περίοδο, και λίγο νωρίτερα, συναντήθηκαν και αποφάσισαν να συνεργαστούν, καταρχήν, υπό τη σκέπη του, νεοσύστατου τότε, Ψυχαναλυτικού Ινστιτούτου Αθηνών και, ακολούθως (και παραλλήλως) στο, προϋπάρχον, Φόρουμ της Αθήνας.
Στην πορεία των χρόνων που ακολούθησαν, ωστόσο, συχνά προέκυπτε ο προβληματισμός του ανοίγματος, της μετάδοσης του ψυχαναλυτικού λόγου της μικρής μας κοινότητας, προβληματισμός που οδήγησε προ διετίας στο τόλμημα της ίδρυσης του Προγράμματος Κλινικών Εκπαιδεύσεων του οποίου είχα την ευθύνη να διατελέσω πρώτος υπεύθυνος. Η εμπειρία αυτής της θέσης μου επιτρέπει σήμερα να υποστηρίξω την αναγκαιότητα αυτής της έκδοσης – και εκείνων που θα ακολουθήσουν – ακριβώς στη λογική του ανοίγματος και της μετάδοσης ενός κλινικού λόγου (διότι περί αυτού πρόκειται) που διευρύνει, αντί να στενεύει ασφυκτικά, την κλινική σκέψη.
Για να επανέλθω στο παρόν κείμενο, διαβάζοντάς το θα διαπιστώσετε ότι είναι γραμμένο και δομημένο σε απλή, αλλά όχι απλοϊκή, γλώσσα και ύφος. Θέλω να προλάβω όσους, ενδεχομένως, απορήσουν με αυτό: είναι, πρωτίστως, κείμενο διδακτικό, από εκείνα που δύσκολα συναντά κανείς, ειδικά στην ψυχαναλυτική φιλολογία, όπου, συχνά, οι συγγραφείς προκρίνουν το (στρυφνό και ερμητικά κλειστό) στυλ έναντι της ουσίας του περιεχομένου.
Ας μου επιτραπεί, εδώ, το κάπως δεικτικό ύφος. Η εμπειρία μου με τους ειδικευόμενους ψυχιάτρους και φοιτητές όλα αυτά τα χρόνια μου έμαθε την αναγκαιότητα του να ξέρει κανείς να γίνεται διδακτικός: είναι απολύτως απαραίτητο, εάν θέλουμε να υπάρξει αύριο για την ίδια την ψυχανάλυση.
Διονύσης Μπράτης,
Οκτώβριος, 2017