Κλινική του φθόνου και της ζήλειας Jean-Pierre Drapier

Φυσιολογικός και παθολογικός φθόνος και ζήλεια

Ποιος δεν έχει γνωρίσει τον φθόνο και/ή τη ζήλεια; Τι πιο φυσιολογικό, τι πιο συνηθισμένο;

Και ταυτόχρονα, τι πιο αποκαλυπτικό για τις σχέσεις ενός υποκειμένου με τον μεγάλο Άλλο και με το αντικείμενο και, άρα, με τους μικρούς άλλους που το συνοδεύουν στη ζωή και, τέλος, τι πιο αποκαλυπτικό για τη δομή του; Θα παρουσιάσω λοιπόν έναν διαφοροδιαγνωστικό πίνακα φθόνου και ζήλειας ανάλογα με τις δομές, στον οποίο θα προστεθεί, χάρη σε ένα παιδί που συναντώ εδώ και πολλά χρόνια ( είναι συχνά η κλινική του Ενός που μας κάνει να διευρύνουμε την σκέψη μας), ένα ιδιαίτερο σημείο, ίσως πολύ ιδιαίτερο,  μοιάζει και λίγο τρελό να το φέρουμε σε πέρας, δεδομένου ότι δεν έχουμε αναφορές όταν μιλάμε για τη ζήλεια σε ένα αυτιστικό παιδί.

Να λοιπόν κάποιες επεξεργασίες όσον αφορά την σχέση με τον άλλο, με τους άλλους και με τον (μεγάλο) Άλλο που συγκροτούν την ζήλεια και τον φθόνο.

1.τοποθέτηση του φθόνου και της ζήλειας

Φθόνος και ζήλεια : δύο συναισθήματα που αφορούν το υποκείμενο κατά τρόπο όχι συμμετρικό στη σχέση του με το αντικείμενο, με το άλλο και τον Άλλο. Δύο παιδικά συναισθήματα που κατατρέχουν τον ενήλικα με κανονική  νεύρωση θα δομήσουν την προσωπικότητά του και θα χρωματίσουν την ψύχωση. Δύο συναισθήματα που συχνά συγχέονται στην κοινή γλώσσα και στην εκλαϊκευμένη ψυχαναλυτική γλώσσα, τα οποία η χρονιά που διανύσαμε συνέβαλλε να διακρίνουμε και να αρθρώσουμε.

α)Στον φθόνο το υποκείμενο στερείται του αγαθού, του αντικειμένου ενώ ο άλλος το έχει, είναι γεμάτος. Ο φθόνος έχει να κάνει με το αντικείμενο απόλαυσης του άλλου και, ως εκ τούτου, ανακαλεί τον φαλλό τόσο ως επικαιροποίηση αυτού του αντικειμένου όσο και ως εργαλείο της απόλαυσης και ως αντικείμενο που προκαλεί την αγάπη και την επιθυμία του Άλλου. Υποτίθεται ότι συμπληρώνει τον άλλο και, ως εκ τούτου, είναι αδιάφορο είτε είναι μία ανάγκη, είτε μια αναγκαιότητα για το υποκείμενο: πρόκειται για τη θέαση της νοσηρότητας αυτής της απόλαυσης που το κάνει να χλομιάζει για να επαναλάβουμε την αυγουστίνεια εικόνα. «Τέτοιος είναι ο πραγματικός φθόνος. Κάνει το υποκείμενο να χλομιάζει μπροστά σε τι; μπροστά στην εικόνα μιας πληρότητας που αναδιπλώνεται…» (1)

Ο φθόνος προκαλεί την μη πληρότητα του υποκειμένου και ανοίγει τον δρόμο στην έλλειψη και άρα στην επιθυμία. Είναι προ-φαντασιωσικός, καθώς είναι η σκηνοθεσία της φαντασίωσης, όπως το βλέπουμε καλά στο penisneid [στην διεκδίκηση του πέους] του μικρού κοριτσιού. Δεν έχει πέος όπως ο αδερφός της, τον φθονεί και εξοργίζεται, θεωρεί ότι θα έχει ένα αργότερα, που θα της το δώσει ο μπαμπάς, θα της το δώσει υπό τη μορφή ενός παιδιού, κι αν δεν είναι αυτός διότι υπάρχει η μαμά, θα είναι ένας άλλος, κ.λ.π. Βλέπουμε εδώ ότι ο φθόνος δεν είναι μόνο μια αξία αρνητική, αντικοινωνική, αλλά ότι συμβάλλει στον κοινωνικό δεσμό και στην υποκειμενική στύση. Τέλος, ο φθόνος διαδραματίζεται στο κατοπτρικό επίπεδο, ένας όρος του οποίου την σημασία θα πρέπει να χρησιμοποιούμε με την μεγαλύτερη ακρίβεια, αυτού που αντικατοπτρίζεται μέσα στον καθρέφτη. Παίζεται ανάμεσα σε δύο στον άξονα α-α’. Ο φθόνος διαδραματίζεται ανάμεσα στο υποκείμενο στον μικρό άλλο, ο φθόνος είναι καθαρά φαντασιακός, έστω κι αν το αντικείμενο από το οποίο το υποκείμενο είναι στερημένο είναι πραγματικό.

β)Στη ζήλια το υποκείμενο κατέχει το αγαθό, έχει το αντικείμενο και ο Άλλος το εποφθαλμιά, θέλει να το αποστερήσει, το αποστερεί ή το έχει αποστερήσει. Αυτοί οι διαφορετικοί χρόνοι είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακοί στην ερωτική ζήλεια ανακατεύοντας την τράπουλα μεταξύ ερωτικού παραληρήματος και ψυχωτικού παραληρήματος. Καμία ανάγκη για τον παρανοϊκό μιας πραγματικής αποστέρησης : ο Άλλος θέλει το κακό του και θέλει λοιπόν να απολαύσει το πλέον πολύτιμο αντικείμενό του. Ο ερωτευμένος, αντίθετα, υποφέρει από μια πράξη ή από μια πραγματική βούληση, είτε του άλλου είτε του/της αγαπημένου/νης είτε, όπως το περιγράφει ο Φρόιντ (2), καθιστά τη σκιά αυτής της απειλής μια προϋπόθεση του πάθους. Το συναίσθημα αυτό καλεί τον ναρκισσισμό υπό την μορφή μιας πληγής αλλά και επίσης την απόλαυση υπό τη μορφή ενός ζηλόφθονου μίσους που ο Λακάν θα ονομάσει «jalouissance» ζηλειοαπόλαυση (3).  Εάν ο φθόνος είναι δυαδικός, η ζήλεια είναι τριαδική: το υποκείμενο, το αντικείμενο και ο άρπαγας Άλλος. Το 1949, στο «Στάδιο του καθρέφτη ως διαμορφωτή της λειτουργίας του Εγώ (je) όπως μας αποκαλύπτεται στην ψυχαναλυτική εμπειρία» (παραθέτω όλον τον τίτλο για να υπογραμμίσω μέσα σε τι εντάσσεται το ζήτημα της ζήλειας), ο Λακάν γράφει: «Η στιγμή αυτή κατά την οποία ολοκληρώνεται το στάδιο του καθρέφτη εγκαινιάζει, μέσω της ταύτισης με το imago του ομοίου και του δράματος της πρωταρχικής ζήλειας…/…, την διαλεκτική που έκτοτε συνδέει το Εγώ (Je) με καταστάσεις κοινωνικά επεξεργασμένες». Εάν ο φθόνος είναι το δράμα που παίζεται μέσα στον καθρέφτη, στο στάδιο του καθρέφτη, η ζήλεια είναι το δράμα της εξόδου από το στάδιο αυτό, είναι μεταγενέστερη και διανοίγεται στον κοινωνικό βίο. Βέβαια, όλα θα εξαρτηθούν από την αντίληψη-συνείδηση του Άλλου (aperception) σ’ αυτόν τον κοινωνικό δεσμό.

Κατά πρώτον, στη νεύρωση, επαναλαμβάνω έναν ορισμό που δίνει ο Alain Vanier και μου φαίνεται ότι συνοψίζει καλά την προβληματική της νεύρωσης : «Ο νευρωτικός αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα, τον Άλλο. Τι είναι ο Άλλος και η φύση αυτού του δεσμού; Υπάρχει ο Άλλος του σημαίνοντος, ο Άλλος της γλώσσας και υπάρχει και ο Άλλος του σώματος. Το πρόβλημα αυτής της σχέσης με τον Άλλο είναι ότι ο Άλλος δεν υπάρχει. Από τη μεριά του σημαίνοντος, είναι ο τόπος του σημαίνοντος, του θησαυρού των σημαινόντων. Είναι ο Άλλος της γνώσης και ένας φορέας αλήθειας. Αλλά ο πολιτισμός μας αποσυνδέει ακριβώς γνώση και αλήθεια, παράδοξη προϋπόθεση αυτής καθαυτής της ψυχανάλυσης. Η μεταβίβαση δείχνει ότι αυτή η γνώση είναι μια υποτιθέμενη γνώση. Κι όμως, όχι μόνο ο νευρωτικός προϋποθέτει αυτή τη γνώση στον Άλλο, αλλά επιπλέον θεωρεί ότι την γνώση αυτή, ο Άλλος την απολαμβάνει.» (4) Μπορούμε  σχηματικά να περιγράψουμε σε αυτό τον τρόπο σχέσης με τον «Άλλο που δεν υπάρχει αλλά ωστόσο» δύο μορφές:

–          την υστερική που περνάει την ώρα της διερωτώμενη τι την θέλει ο Άλλος. Το αίνιγμα της είναι να μάθει τι είναι ως αντικείμενο στην επιθυμία του Άλλου, να προκαλέσει αυτή την επιθυμία αν είναι απούσα ή ανεπαρκής και να την αποφύγει εάν είναι πολύ φανερή. Θέλει αυτός να την απολαύσει; Μπορεί εκείνη να τον κάνει να απολαύσει; Πώς να του στερήσει αυτή την απόλαυση; Όποια κι αν είναι η απάντηση του Άλλου, όποιος κι αν είναι ο τρόπος της σχέσης τους, αυτό που κυριαρχεί είναι το ανικανοποίητο, το «δεν είναι αυτό  που σου ζητάω».

–          ο ιδεοψυχαναγκαστικός, αυτός περνάει την ώρα του ζητώντας λογαριασμό από τον Άλλο, χωρίς αυτός οι λογαριασμός να είναι ποτέ σωστός. Ο Άλλος στον οποίο μεταφέρεται η απόλαυση του υποκειμένου, ο Άλλος που πρέπει να τον κάνουμε να απολαύσει χωρίς ελπίδα να τον ικανοποιήσουμε, αυτός ο Άλλος ο οποίος τελικά τον εμποδίζει (είναι η λέξη του Λακάν σχετικά με τον ιδεοψυχαναγκαστικό, το εμπόδιο για να επιθυμεί, να απολαμβάνει, να ζει και τον οποίο πρέπει να σκοτώσει ο ιδεοψυχαναγκαστικός : έναν Άλλο θανατηφόρο και προς εξολόθρευση του  ιδεοψυχαναγκαστικού. Γι αυτό ο Λακάν είπε ότι το «Τοτέμ και Ταμπού» είναι ένας ιδεοψυχαναγκαστικός μύθος.

Η υστερική, ανικανοποίητη από τη σχέση της με τον Άλλο, ο ιδεοψυχαναγκαστικός ο οποίος παρεμποδίζεται από αυτή τη σχέση με τον Άλλο, τι γίνεται με τον ψυχωτικό; Εάν η υστερική διερωτάται τι την θέλει ο Άλλος, «Che vuoï?», ο παρανοϊκός έχει την απάντηση, έχει μάλιστα και τη βεβαιότητα: ο Άλλος θέλει το κακό του. Εάν ο ιδεοψυχαναγκαστικός αμφιβάλλει ότι ο Άλλος προσδοκά την απόλαυση του, ο παρανοϊκός ξέρει ότι ο Άλλος  απολαμβάνει απ’ αυτόν, απολαμβάνει από το σώμα του, από τις σκέψεις του, τις επινοήσεις του, τις ανακαλύψεις του, κ.λπ. Ξέρει ότι είναι το αντικείμενο απόλαυσης του Άλλου, ενός Άλλου αναγόμενου στην φαντασιακή διάσταση του απόλυτου Άλλου της κακίας. Βλ. Ο Θεός τουSchreber που αγαπάει υπερβολικά, που απαιτεί υπερβολικά, που δεν είναι εγγυητής του νοήματος, που είναι επομένως εκτός-λόγου και που δεν αφήνει την πρωτοβουλία στο υποκείμενο. Ο Schreber παραπονείται ότι αυτός ο Άλλος φέρνει τα πάντα σ’ αυτόν, τον Schreber, κάτι που ο Λακάν συγκρατεί σαν ουσιαστικό στοιχείο για να εκφέρει τη διάγνωση της ψύχωσης «το παραλήρημα ξεκινά από τη στιγμή που η πρωτοβουλία έρχεται από έναν Άλλο.» (5) Αυτός ο Άλλος είναι απατηλός, απατηλός που δεν είναι ο εγγυητής του συμβολικού, του νοήματος, του να είναι φαντασιακά εκείνος που απολαμβάνει το υποκείμενο: αφού το εξαπατά, το υποκείμενο μόνο να τον ζηλεύει μπορεί, να τον εξαπατά και, ωστόσο, να του καταλογίζει την απάτη.

Εάν στην παράνοια, «η απόλαυση ταυτίζεται στον τόπο του Άλλου» (6), κάτι που, παρ’ όλα αυτά, είναι ένας τρόπος να δοθεί υπόσταση στον Άλλο, στη σχιζοφρένεια, όλα συμβαίνουν σαν η διάσταση αυτή να μην λειτουργεί πλέον ή σαν η ανυπαρξία της να ξεγυμνώνεται, ο Άλλος δεν είναι φορτισμένος με καμία αναφορά και, ως εκ τούτου, δεν επιφορτίζει το υποκείμενο με καμία αναφορά: το τελευταίο είναι ανερμάτιστο, κενό, αντιμέτωπο με την απουσία του νοήματος. Η γλώσσα μπορεί να είναι ένας κώδικας, αλλά βασικά, δεν σημαίνει τίποτα, αφήνοντας ένα υποκείμενο χωρίς βάσεις και αντιμέτωπο με την απόλαυσή του. Απολαμβάνει δίχως όρια, δίχως προσκόμματα, το σώμα του δεν σημαδεύεται από τον ανυπόστατο Άλλο, ούτε κλέφτης απόλαυσης, ούτε αυτός που απολαμβάνει το υποκείμενο αλλά βρίσκεται ρημαγμένος από αυτή την άνευ ορίων απόλαυση. Εξάλλου το σώμα του έχει αποσυνδεθεί από εκείνον, δεν έχει περάσει από τον ναρκισσισμό και μπορεί να υποστεί όλες τις προσβολές και περιπέτειες τόσο μέσω του γραπτού, του τεμαχισμού, του σκαριφισμού και της αμέλειας: λίγη θέση για τη ζήλια ενός Άλλου που δεν υπάρχει ή για την επιθυμία ενός αντικειμένου που δεν θα είχε, το αντικείμενο το έχει, το έχει ενδόμυχα ενσωματώσει, «το έχει στην τσέπη» για να επαναλάβουμε ένα γνωστό λακανικό αξίωμα.

Και ο αυτισμός λοιπόν; Καθώς ο αυτισμός δεν υπάρχει, θα επανέλθω αργότερα, ξεχωριστά, στο ζήτημα όχι του αυτισμού, αλλά των αυτιστικών.Θα ήθελα πρώτα να ολοκληρώσω αυτή την τοποθέτηση του φθόνου και της ζήλιας.

γ)Στη νεύρωση, οι δύο αυτές μορφές σχέσης με τον Άλλο συνενώνονται στην αντιζηλία: ο αγαπημένος αντίζηλος μπορεί να πάρει είτε τη μορφή ενός γονιού στο Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα είτε τη μορφή του αδερφού στο Σύμπλεγμα της Παρείσφρησης.

Αυτή η οιδιπόδεια αντιζηλία ή αυτή η «αδερφαγριότητα» λύνονται στη ταύτιση που καθιστά τον αντίζηλο έναν όμοιο, μια ιδανική εικόνα αν όχι ένα αντικείμενο αγάπης πανόμοιο με το υποκείμενο (πιθανή γέννηση των ομοφυλόφιλων επιλογών σύμφωνα με τον Φρόιντ (7). Στη μεταφορά αυτή όπου η ταύτιση υποκαθιστά το επικίνδυνο συναίσθημα, τα σημαίνοντα υποκαθιστούν την απόλαυση, επιτρέποντας έτσι μια γαληνεμένη σχέση με τον Άλλο και τους άλλους. Το ζήτημα που παραμένει σε εκκρεμότητα είναι εκείνο της πραγμάτωσης αυτής της ιδανικής διαδικασίας: πολύ συχνά ο Κάιν παραμένει άνισος απέναντι στην αδελφοσύνη και θέλει να σκοτώσει τον Άβελ… Ιδιαίτερα στην εποχή μας, όπου κάτι φαίνεται να έχει απορρυθμιστεί στον πολιτισμό. Αυτή η κρίση του πολιτισμού είναι, επίσης, μια κρίση των υποκειμένων, έτσι όπως μπορούμε να τους εκλάβουμε έναν προς έναν. Κάτι που θέτει τις ακόλουθες ερωτήσεις: πώς συναρθρώνονται ο πολιτισμός και το υποκείμενο; Τι νέο υπάρχει σ’ αυτή την συνάρθρωση;

Ο Φρόιντ προσδιόριζε, επίσης, τον πολιτισμό: ως«το σύνολο των έργων και οργανώσεων με τα οποία ο θεσμός μάς απομακρύνει από την ζωώδη κατάσταση των προγόνων μας και τα οποία εξυπηρετούν δύο σκοπούς: την προστασία του ανθρώπου έναντι της φύσης και τη ρύθμιση των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους.» (8)

Σας παραπέμπω σε αυτά που έγραψε η Brigitte Hattat στο «L’efficace de la phobie» ( Η αποτελεσματικότητα της φοβίας), στην διάλεξη που έκανε εδώ:

«Αρκεί ένας αριθμός σημαινόντων να αρχίζουν να συναρθρώνονται μεταξύ τους για να αναδυθεί το υποκείμενο και να ξαναβρεί την θέση του.Όντως η σχέση του υποκειμένου εξαρτάται από κάποια δόμηση, όχι του πραγματικού αλλά του σημαίνοντος. Γι αυτό κάθε παρείσφρηση νέων στοιχείων που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν ή να διαταράξουν αυτή την υποκειμενική δόμηση αποτελεί μια απειλή. Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι τόσο η απώλεια κάποιου πράγματος, αλλά ότι όλα μπορούν να χαθούν. Δεν είναι η έλλειψη μέσα στον Άλλο που είναι αγχωτική, αλλά αυτό που μπορεί να αναδυθεί από την απόλαυση, έτοιμο να τα καταβροχθίσει τα πάντα .» (9)

Όμως, σήμερα, όλα κινούνται, όλα χάνονται ταυτόχρονα: ο πατέρας, το σεξουαλικό καθεστώς, το επάγγελμα, η οικογένεια, οι θρησκείες, τα ιδεώδη, κ.λπ. Εν ολίγοις, κάθε τι που εξασφάλιζε μια κοινωνική ταυτότητα, πυκνή, καλά εντοπισμένη, ήσυχη δηλαδή όπως η συμμαχία του Πάτερ φαμίλιας και του Λόγου του Κυρίου η οποία ήταν κατευναστική. Χαρακτηριστικά κοινωνικής ταυτότητας στις κοινότητες όλο και πιο ομοιογενή, προσεγγίσεις με τους Άλλους και την απόλαυσή τους που προκαλούν διακρίσεις, μια προσέγγιση με τον Άλλο που ακυρώνει τα χαρακτηριστικά της μοναδικότητας του υποκειμένου: έχουμε τελικά περάσει από τη δυσφορία μέσα στον πολιτισμό στην δυστοκία μέσα στον πολιτισμό και όλα μας κάνουν να φοβόμαστε ότι αυτό μπορεί να αποκρυσταλλωθεί σε επιθετικές επιπτώσεις, ένα γενικό εξιλαστήριο ξεκοίλιασμα. Βλέπουμε ήδη κάποια τοπικά σημάδια πυρκαγιάς και διερωτάται κανείς κάθε φορά αν θα γενικευτούν. Ο Κάιν, μικρός παίκτης στη Βίβλο, δεν θα αντιμετώπιζε πλέον όρια για την αδερφαγριότητά του: καθώς οι μηχανισμοί της ταύτισης δεν λειτουργούν, ο φθόνος και η ζήλια δεν βρίσκουν πλέον τις κοινές νευρωτικές τους λύσεις.

Αυτή η τοποθέτηση προσπάθησε λοιπόν να σαρώσει τα δύο αυτά συναισθήματα, τόσο ως προς τη σχέση τους με τις διάφορες δομές όσο και με τον κοινωνικό δεσμό. Τι γίνεται με ό,τι έχω να πω σχετικά με τα αυτιστικά άτομα;  Πρέπει και εδώ να περάσω από μία

2. τοποθέτηση του ζητήματος του αυτισμού

Θα είναι τετράγωνη: ο αυτισμός δεν υπάρχει, δηλαδή δεν αποτελεί μια ξεχωριστή νοσογραφική οντότητα, ούτε εντός των ψυχώσεων ούτε ως τέταρτη δομή. Αντίθετα, είναι σίγουρα βάσιμο να μιλάει κανείς για αυτιστικά άτομα και αυτιστικά σύνδρομα, το TSA/διαταραχή αυτιστικού φάσματος, σύμφωνα με το DSM/διαγνωστικό και στατιστικό εγχειρίδιο ψυχικών διαταραχών. Τελικά, μιλάμε για καταθλιπτικά σύνδρομα ή για καταθλιπτικά άτομα χωρίς αυτό να τα ταξινομεί σε μια ξεχωριστή δομή, ούτε σε μια υποκατηγορία της ψύχωσης ή της νεύρωσης. Πρέπει, κατά την άποψή μου, να αντιληφθούμε το αυτιστικό σύνδρομο σαν μια κατασκευή δια-δομική και ταυτόχρονα υπερ-δομική, δηλαδή που να υψώνεται πάνω από τη δομή και να έρχεται να την κρύψει κάθε φορά που υπάρχει ένα εμπόδιο ή μια αδυνατότητα εισόδου στην αλλοτρίωση.

Ο συλλογισμός αυτός παρουσιάζει δύο πλεονεκτήματα:

Πρώτον, επιτρέπει να ενταχθούν στον πίνακα αυτό ποικίλοι μηχανισμοί, προφανώς παρόντες σε διάφορους βαθμούς: γενετικοί, μεταβολικοί μηχανισμοί ή άλλα οργανικά αίτια και υποκειμενικοί μηχανισμοί.

Στη συνέχεια, επιτρέπει την καλύτερη κατανόηση των τρόπων εξόδου από την αυτιστική κατάσταση: άλλοτε μιλάμε για έξοδο μέσω της παράνοιας (οι Lefort), της σχιζοφρένειας, της «κανονικόσμοσης» (normose), άλλοτε μέσω του αυτισμού (Maleval). Όλα αυτά φαίνονται πολύ αληθινά: εάν η αυτιστική κατάσταση δομείται πάνω από τη δομή, τότε βγαίνουμε από αυτήν, ούτε λίγο ούτε πολύ, από εκεί όπου και μπήκαμε σ’ αυτήν !

Η πρώτη γνώση που καταθέτουν η ψυχανάλυση και η καθημερινή κλινική σχετικά με τα αυτιστικά άτομα είναι ότι δεν υπάρχει έγκυρος ορισμός του αυτισμού από την ψυχιατρική με την έννοια ότι δεν υπάρχει νοσογραφική ενότητα, αλλά αντιθέτως, μεγάλη αιτιολογική, τυπική και προγνωστική ετερογένεια. Αντίθετα, η ψυχαναλυτική προοπτική επιτρέπει, όποιο κι αν είναι το αίτιο (ψυχογενές, οργανικό ή ένα μείγμα των δύο), να δοθεί για το αυτιστικό σύνδρομο μια εικόνα που το συνδέει με μια δομή :

–          Καταδίωξη από τον Άλλο και από τα σημάδια που εκδηλώνουν την ύπαρξή του: το βλέμμα, η φωνή, η αφή, η επιθυμία, η βούληση, οι εντολές, οι υπερεγωτικές προσταγές, η αλλαγή πλαισίου (η περίφημη ανάγκη του αμετάβλητου). Όλα αυτά τα σημάδια σημειώνουν την παρουσία του Άλλου, την ύπαρξή του στον Umwelt (εξωτερικό κόσμο), την ριζική ετερογένειά του προς τον Imwelt (επισφαλή εσωτερικό κόσμο) του υποκειμένου. Ο Άλλος είναι παρεισφρητικός, επικίνδυνος.

–          Σε αυτή την καταδίωξη, σ’ αυτόν τον κίνδυνο απαντούν η προσπάθεια ακύρωσης του Άλλου (σιωπή, νεογλώσσα, άρνηση του βλέμματος, της αφής) και ο ή οι μικροί άλλοι μέσα στην παρουσία του και στις επιθυμίες του (η υπέροχη άγνοια του αυτιστικού, η επιθετικότητα ή η αναγωγή του άλλου σε ιδιοτελή προέκταση).

–          Μη κατασκευή ενός φαντασιοποιημένου σώματος που υπακούει στο σημαίνον τεμαχισμός, ιδιαίτερα στο επίπεδο των οπών και των άκρων (διαταραχές της διατροφής, της αφόδευσης, της βάδισης, κλπ…).

–          Το αυτιστικό άτομο παραμένει στις παρυφές της αλλοτρίωσης, δεν υποφέρει από αυτήν ή όχι ακόμα, αν θεωρήσουμε ότι για ορισμένα παιδιά, ο αυτισμός δεν είναι μια οριστική δομή. Εν πάση περιπτώσει, η μοναδική δομή που μπορεί πραγματικά να επικαλεστεί τον αυτισμό βρίσκεται εδώ, σε αυτή την ταλάντευση ως προς τη σημαίνουσα αλλοτρίωση. Παραμένει ένα καθαρόS. Είτε είναι η ψύχωση, η νοητική αλλοτρίωση, ένα ενζυματικό έλλειμμα, ένα γονίδιο παραπάνω ή λιγότερο, το σημαντικό παραμένει αυτή η αδυνατότητα αντιπροσώπευσης, αλλοτρίωσης από ένα σημαίνον. S1/S

–          Ο αυτιστικός, όπως και ο παρανοϊκός, δεν υπάρχει χωρίς τον Άλλο, ο Άλλος που έχει μάλιστα και κάποια χαρακτηριστικά καταδίωξης και παντοδυναμίας, ο Άλλος πραγματικός, ριζικά ετερογενής. Αντίθετα, λόγω της ασταθούς σχέσης του με τη σημαίνουσα αλλοτρίωση, υπάρχει μια έλλειψη υπόστασης, όπως στον σχιζοφρενή, του Άλλου ως θησαυρού των σημαινόντων, του Άλλου του νοήματος. Ο αυτιστικός έχει έναν Άλλο διασπασμένο, σχιζοειδή θα έλεγα. Αυτό που περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα είναι ότι το λέγειν «στις παρυφές της αλλοτρίωσης» (ο J.C. Maleval επαναλαμβάνει την ColetteSoler) δείχνει καθαρά τα συνοριακά φαινόμενα που μπορούν να δημιουργηθούν: άλλοτε από τη μία πλευρά, άλλοτε από την άλλη, ανάλογα με τα υποκείμενα ή ανάλογα με την ιστορία ενός υποκειμένου, την υπολανθάνουσα δομή του ή την πιθανή κινητοποίηση. Εξ ού, ωστόσο, ένας ιδιαίτερος χρωματισμός του φθόνου και της ζήλιας στον αυτιστικό.

3. Φθόνος και ζήλεια στο αυτιστικό άτομο

Ο φθόνος, όπως είδαμε, προϋποθέτει ήδη την κατοπτρική τοποθέτηση του Εγώ, του εσωτερικού κόσμου και άρα του εξωτερικού κόσμου. Όμως, το Εγώ του αυτιστικού δεν έχει πραγματικά τοποθετηθεί, και μέσα στον εξωτερικό κόσμο βρίσκεται ένας Άλλος πραγματικός, απειλητικός που υπάρχει και οι μικροί άλλοι ακυρώνονται, είναι ανύπαρκτοι. Δεν υπάρχει τότε φθόνος με την έννοια της invidia : την επιθυμία ενός αντικειμένου που το υποκείμενο στερείται ενώ ένας άλλος το απολαμβάνει. Μπορεί να υπάρχει, και υπάρχει, επιθυμία για ένα αντικείμενο, ένα παιχνίδι, ένα στυλό ή κάτι άλλο, αλλά πρόκειται περισσότερο για ανάγκη, ανάγκη να το χρησιμοποιήσεις, να το απολαύσεις, χωρίς να υπολογίζεις τον μικρό άλλο που το χρησιμοποιεί: το βλέπουμε αυτό στη λεγόμενη σχεσιακή ομάδα πρώτη παιδική ηλικία ή στα ιατρεία μας: το παιδί πάει να πάρει κάτι από τα χέρια του άλλου, του το αφαιρεί χωρίς να προσέχει τις φωνές του ή τα πόδια του, αλλά χωρίς πρόθεση να τον βλάψει ούτε να του το στερήσει, το παίρνει γιατί το θέλει, γιατί το επιθυμεί με την κοινή σημασία της λέξης, όπως επιθυμούμε έναν καφέ ή ένα τσιγάρο. Καμία διαλεκτική με τον άλλο, ο οποίος ακυρώνεται, σβήνεται μέσα στην ετερότητά του.

Για τη ζήλια, το ζήτημα τίθεται διαφορετικά. Είδαμε ότι για να ζηλεύει, πρέπει κανείς να κατέχει ένα αντικείμενο και να φοβάται ότι ένας Άλλος  απειλεί να το πάρει. Όμως, οι δύο αυτές προϋποθέσεις πληρούνται στο αυτιστικό άτομο: αφενός, ο μεγάλος Άλλος είναι εκεί απειλητικός, εισβολέας και παρεισφρητικός, ένας μεγάλος Άλλος χωρίς λόγια, εκτός συμβολικού, άρα ένας Άλλος με τον οποίο δεν μπορούμε να διαπραγματευτούμε. Αφετέρου, υπάρχουν αντικείμενα για τον αυτιστικό: το αντικείμενο της ενόρμησης, το αυτιστικό αντικείμενο και το διπλότυπο.

Το αντικείμενο της ενόρμησης: υπάρχουν τρία ως επί το πλείστον, που δεν θέλει να εκχωρήσει στον Άλλο, και για τα οποία η απαίτηση του Άλλου να τα προσεταιρισθεί, μπορεί να οδηγήσει στον πανικό ή στην κατάρρευση:

–          Η φωνή, αντικείμενο της επικλητικής ενόρμησης: διατηρεί την φωνητική του απόλαυση για τον εαυτό του είτε μέσω της σιωπής, της πλέον ριζικής μορφής του «εσύ δεν θα το έχεις», είτε μέσω της πρωτολαλαλίασης, δηλαδή του παιχνιδιού με τη λεξικινητικότητα της γλώσσας, τη μουσικότητά της, τον ρυθμό της, παραμένοντας εκτός νοήματος, εκτός λόγου, ή με έναν πιο εκλεπτυσμένο τρόπο, με το να είναι φλύαρος, υπαινικτικός ή να χάνεται σε άνευ ενδιαφέροντος εξηγήσεις ή στον τεχνικισμό.

–          Το βλέμμα, αντικείμενο της βλεμματικής ενόρμησης, αποφεύγοντας την αιχμαλωσία του βλέμματός του μέσω μιας ολόκληρης στρατηγικής ειρωνικού βλέμματος, βλέμματος στα κλεφτά, κ.λπ.  Απεχθάνεται ο Άλλος να τον κοιτάζει την ώρα που ο ίδιος τον κοιτάζει.

–          Τα κόπρανα, αντικείμενο της πρωκτικής ενόρμησης, είτε μέσω της επίμονης κατακράτησης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωτική πρόγνωση ή να δημιουργηθεί υπερβολική διαστολή του παχέος εντέρου, είτε χρησιμοποιώντας τα για επάλειψη του εαυτού του ή του χώρου του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα δύο πρώτα αντικείμενα, η φωνή και το βλέμμα, είναι, επίσης, αντικείμενα καταδίωξης όταν είναι του Άλλου, αφενός, γιατί εκδηλώνουν την παρουσία, την ύπαρξη του Άλλου, τη ριζική του ετερογένεια, τη βούληση του, αλλά και επειδή, μέσω του βλέμματος ή της επικλητικής φωνής, ο Άλλος απολαμβάνει κυριολεκτικά το υποκείμενο, κλέβοντας το βλέμμα του, επιβάλλοντάς του τα λεγόμενά του, κ.λπ.

Το αυτιστικό αντικείμενο πρέπει να διαχωρίζεται από το μερικό αντικείμενο και το μεταβατικό αντικείμενο. Αυτό εκπροσωπεί τον μητρικό Άλλο δίπλα στο παιδί. Αποσοβεί την απουσία της μητέρας και συνδέει το παιδί με αυτήν (βλέπουμε πολύ καλά ενίοτε ότι η μητέρα συνδέεται περισσότερο με αυτό απ’ ό,τι το παιδί και επιμένει να το έχει στη διάθεσή του το παιδί). Είναι ένα κατευναστικό αντικείμενο. Για το υποκείμενο, είναι ένα αντικείμενο που δεν αποτελεί τμήμα του σώματός του, ξεχωρίζει. Το μερικό αντικείμενο είναι ένα αντικείμενο του σώματος που αποτελεί τμήμα του σώματος του παιδιού (ακόμα κι όταν πρόκειται για το μητρικό στήθος), το οποίο μπορεί να εκχωρηθεί ή να ληφθεί από τον Άλλο: εκπροσωπεύει το υποκείμενο πλάι στον Άλλο και έχει μια διεγερτική επίδραση, τουλάχιστον μέχρι την ικανοποίηση της ενόρμησης. Τα αυτιστικά αντικείμενα, αν και έχουν παρακρατηθεί από τον εξωτερικό κόσμο, θεωρούνται από το παιδί σαν να αποτελούν τμήμα του σώματός του, σαν φυσικές προεκτάσεις του, αλλά χωρίς να το εκπροσωπούν για το έξω και έχοντας μια κατευναστική επίδραση στη σχέση με τον κόσμο και με τον Άλλο. Είναι ταυτόχρονα γέφυρα και εμπόδιο στη σχέση με τον εξωτερικό κόσμο. Μετρούν ως προς τη μορφή τους, την υπόστασή τους, την κίνηση που μπορούμε να τους προσδώσουμε και, ως εκ τούτου, επενδύονται λίγο από συναισθηματική άποψη: σε αντίθεση με το doudou (παιχνίδι, συνήθως λούτρινο ή ένα κομμάτι ύφασμα που τα παιδιά έχουν πάντα μαζί τους και με το οποίο κοιμούνται), είναι εναλλάξιμα αρκεί να έχουν τα σωστά χαρακτηριστικά και να είναι επομένως «λειτουργικά». Όπως και με το αντικείμενο της ενόρμησης, ούτε θέλει ούτε μπορεί να το εκχωρήσει στον Άλλο, χωρίς να εκδηλώνεται ένα μαζικό άγχος αν όχι μια σύγχυση ολόκληρου του είναι του. Αποτελούν ένα κράμα μεταξύ του μεταβατικού αντικειμένου και του μερικού αντικειμένου.

Το διπλότυπο, όπως και το αυτιστικό αντικείμενο, είναι εκλεκτό μέσα στον εξωτερικό κόσμο, αλλά δεν είναι εναλλάξιμο, είναι αντιθέτως αμετάβλητο. Έχει μια επίδραση κατευνασμού καθώς και επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Μπορεί να είναι η σχεδόν αποκλειστική ευκαιρία ανταλλαγής, αν όχι διαλόγου, μεταξύ του αυτιστικού και του διπλότυπού του: επιτρέπει την εκχώρηση της φωνής, της αφής, εν ολίγοις των ενορμητικών αντικειμένων. «Η λιμπιντική επένδυση του αυτιστικού περνάει μέσω του ειδώλού του. Αυτό εντοπίζει την απόλαυσή του, γίνεται «το κέντρο του, η φωνή του», όπως σημειώνει η Julia Romp μιλώντας για τον Ben. Από το λάθος αυτό σχετικά με το σημείο εισαγωγής της λίμπιντο, σύμφωνα με την έκφραση της Colette Soler, προκύπτει ότι ένας κανόνας που ισχύει για το διπλότυπο γίνεται πρόθυμα αποδεκτός από το ίδιο το υποκείμενο.» (10) Ο Ben είναι μια γάτα με ειδικές ανάγκες που, όπως και ο Georges, δυσκολεύεται να βρει την θέση της στον κόσμο και η γατήσια γλώσσα που ξεκίνησε ο ίδιος και επανέλαβε μια προσεκτική μητέρα και στη συνέχεια ο περίγυρος επέτρεψε στον Georges να επεκτείνει το πεδίο της επικοινωνίας του. Το διπλότυπο είναι ένα όριο για τον αυτιστικό που του επιτρέπει να δημιουργήσει μια γέφυρα με την ετερότητα. Όπως το αυτιστικό αντικείμενο, έχει ένα πόδι στην κάθε όχθη.

Το διπλότυπο αυτό μπορεί να είναι ένα ζώο (έχω την περίπτωση του Champion, ένα καλό σκυλάκι που πληροί, επίσης, αυτή τη λειτουργία), ένα άλλο παιδί (συχνά και αυτό σε δυσκολία με τον κόσμο), ένας ενήλικας σχετικά κοντινός, αλλά συχνά είναι η μητέρα.

Στην τελευταία αυτή περίπτωση, είδα να αναπτύσσεται μια ζήλια γεμάτη μίσος απέναντι στον πατέρα.

4. Younis

Γεννήθηκε σε μια οικογένεια Αλγερινής καταγωγής, πολύ καλά ενσωματωμένη, ευημερούσα, πέρασε από μια εγκυμοσύνη, μια γέννα και μια φυσιολογική ανάπτυξη μέχρι 18 μηνών. Στέκεται καθιστός στους 6/7 μήνες, περπατάει στους 11 μήνες, είπε νωρίς λογάκια, χρησιμοποίησε τις συνηθισμένες λέξεις του βρέφους, κανένα πρόβλημα επικοινωνίας εκτός από το βλέμμα που φεύγει, που παρατήρησε ο παιδίατρος στους 4 μήνες, κανένα πρόβλημα διατροφής, η μητέρα τον θήλασε μέχρις ενός έτους. Τον κράτησε συνεχώς μέχρι τη γέννηση της μικρής αδελφής όταν εκείνος ήταν 16 μηνών: η αδελφή γεννήθηκε πολύ πρόωρα και νοσηλεύτηκε 4 μήνες προκαλώντας την καθημερινή απουσία της μητέρας. Ο Younis άρχισε τότε να παρουσιάζει σοβαρή παλινδρόμιση: όχι μόνο σταμάτησε η γλωσσική ανάπτυξη, αλλά και έχανε τις λέξεις που έλεγε, ένα σβήσιμο της γλώσσας, μαζικές διαταραχές του ύπνου, μη ανοχή της ματαίωσης με φωνές και χτυπήματα, αναζήτηση του αμετάβλητου ιδιαίτερα σε σχέση με τα παιχνίδια του που κανείς δεν μπορεί να αγγίξει, διατροφικές διαταραχές με επιλεκτικότητα, στερεότυπα παιχνίδια του τύπου αδειάζω/γεμίζω, υπερκινητικότητα εκφόρτισης, σχεσιακές διαταραχές με επιθετικότητα σε σχέση με τα άλλα παιδιά, πλήρης απώλεια της ανταλλαγής μέσω του βλέμματος, κ.λπ.

Συνολικά, ένα αυτιστικό σύνδρομο του οποίου οι γενετικές, μεταβολικές, ΩΡΛ, νευροπαιδιατρικές, ηλεκτροεγκεφαλογραφικές και ιατρικής απεικόνισης διερευνήσεις θα αποδειχθούν αρνητικές. Τον συναντώ σε ηλικία 4 ετών και παρατηρώ πολύ γρήγορα μια ασυμμετρία των σχέσεων με τους γονείς του: με τη μητέρα είναι γλυκός, χαδιάρικος, συναινεί να έρθει μαζί μου χωρίς προβλήματα. Όταν είναι ο πατέρας, ξεσπά χτυπώντας τον και γρονθοκοπώντας τον, ουρλιάζοντας. Ηρεμεί μόνο στο γραφείο, με κλειστή την πόρτα και αφού άδειασε ό,τι μπορούσε να αδειάσει. Στη συνέχεια, πηγαίνει σιγά σιγά και προσηλώνεται στα ζώα, τα συγκεντρώνει και τα στοιχίζει, στην αρχή χωρίς διάκριση του είδους, στη συνέχεια τα συγκεντρώνει και τα στοιχίζει ανά οικογένειες. Ένα μόνο, ο κύριος Γορίλλας, όπως θα τον ονομάσω, μένει κατά μέρος, ιδιαίτερα επενδεδυμένος. Τον αρπάζει μόλις μπει στο γραφείο, τον χώνει στη τσέπη του ή τον σφηνώνει κάτω από το μπράτσο του και δεν θέλει να τον αποχωριστεί στο τέλος της συνεδρίας. Για να αποφύγουμε δύσκολες σκηνές, δέχομαι τελικά να τον πάρει μαζί του με την προϋπόθεση να τον ξαναφέρει κάθε φορά. Αυτό θα το τηρήσει πολύ προσεκτικά, τον ψάχνει σπίτι του όταν τον έχει χάσει με την βοήθεια της μητέρας του, αλλά με δυσκολίες όταν είναι ο πατέρας που τον συνοδεύει, κάτι που προκαλεί μεγάλο θυμό στον Younis. Σιγά σιγά τον αποχωρίζεται, βάζοντας τον πρώτα σε περίοπτο σημείο στο γραφείο, και στη συνέχεια βάζοντας τον σκοπιά, σε επιτήρηση στη στέγη ενός σπιτιού και τέλος, ξεχνώντας τον μέσα στο γραφείο, την εποχή που χώρισαν οι γονείς του. Τα παιδιά παραμένουν με τη μητέρα και το σαββατοκύριακο ο Younis αρνείται να πάει στον πατέρα του, αρνείται κάθε επαφή όταν εκείνος έρχεται να τον δει και τέλος, διαμαρτύρεται όταν ο πατέρας παίρνει τη συνήθεια να έρχεται στην αίθουσα αναμονής κατά τη διάρκεια των επισκέψεων που έχει πλέον αναλάβει η μητέρα. Είναι ξεκάθαρα τα λόγια: «Α όχι όχι ο μπαμπάς» και αργότερα «πάλι ο μπαμπάς!». Ανακοινώνει ότι θέλει μόνο τη μαμά, ότι είναι δική του. Εάν είναι σε αντιζηλία με τον πατέρα και σε μικρότερο βαθμό με την μικρή αδελφή, ανέχεται απόλυτα τη σχέση μητέρας/μεγάλης αδελφής. Θα επεξεργαστεί στις συνεδρίες σενάρια μεγάλης βίας: ένας πολύ μικρούλης πατέρας play-mobil- τον αποκαλεί έτσι- τον κατασπαράζουν ορδές ζώων, τον σκοτώνουν, τον πατάνε αστυνομικοί με τα οχήματά τους, θάβεται κάτω από τόνους πλαστελίνης.

Ή ακόμα, βρίσκεται στην φυλακή όπου πρέπει να μείνει «για πάντα». Εν ολίγοις, το ξέσπασμα ενός μίσους που δεν κρύβεται, που δεν μετατρέπεται σε μεταφορά ή φαντασίωση: «η μητέρα μου, η γλυκιά μητέρα μου είναι δική μου, ο παρείσακτος είναι εκτός σπιτιού και σε καμία περίπτωση δεν επιστρέφει». Η μητέρα θα χρειαστεί 2 χρόνια για να μου αποκαλύψει το γλυκό μυστικό τους: κοιμάται μαζί της όλες τις νύχτες από τότε που έφυγε ο άντρας της, όπως το έκανε συχνά και πριν. Εκείνη θέλει αυτό να σταματήσει αλλά ο Younis δεν το δέχεται δηλώνοντας με ξεκάθαρο τρόπο «η Μαμά είναι δική μου»: η αγάπη τον εισάγει ως υποκείμενο, ταυτόχρονα στην αποκλειστικότητα και στη ζήλια.

Η δική μου παρέμβαση («την αγαπάς, εκείνη σ’ αγαπάει, αλλά δεν είναι η γυναίκα σου, δεν έχεις τίποτα να κάνεις στο κρεβάτι της») θα είναι ριζική ώστε να εγκαταλείψει το κρεβάτι της μητέρας του, αλλά όχι την άγρια ζήλια απέναντι στον πατέρα του και ούτε την κάθετη άρνηση οποιουδήποτε άντρα στη ζωή της μητέρας του.

Αυτή την εβδομάδα, μου λέει ότι «συναινεί», με τρόπο σύμφωνο με τους κανόνες μας, «δεν κοιμάμαι πια με τη μαμά γιατί είμαι πολύ μεγάλος» αλλά αφού μου πει «ο μπαμπάς δεν είναι εδώ (στην αίθουσα αναμονής), είναι στην αστυνομία, θα τον κρατήσουν κι έτσι δεν θα έρχεται πια» κλείνοντας τη συνεδρία μ’ ένα κατηγορηματικό «τη μαμά μου τη λατρεύω!». Δεν βρισκόμαστε στο νευρωτικό Οιδιπόδειο: το ριζικό κόψιμο στο όνομα του πατρός δεν είναι εφικτό ούτε επιθυμητό, η μητέρα στην περίπτωση αυτή δεν είναι μόνο αντικείμενο επιθυμίας, αλλά πολύ περισσότερο έχει τη λειτουργία του ειδώλου διότι είναι το υποχρεωτικό όριο, αγγελιαφόρος, μεταφράστρια, προστάτιδα, παίζει, επίσης, όπως ένα μεταβατικό αντικείμενο, τον ρόλο της doudou και του αυτιστικού αντικειμένου: το όριο μεταξύ εκείνου και το έξω, δηλαδή τόσο μία πρόσβαση προς αυτό το έξω όσο και η αντίσταση στην πρόσβαση αυτή.

1)      Lacan J. : Le Séminaire, livre XI, « Les quatre concepts fondamentaux de la psychanalyse »,  séance du 11/3/64 ;Le Seuil, Paris.

2)      Freud S.  : “Un type particulier de choix d’objet chez l’homme” in La vie sexuelle ; PUF , Paris 1985

3)      Lacan J.  : Encore, Le Séminaire Livre XX , leçon du 20/03/73 Le Seuil, Paris.

4)      Vanier A.  :”Névrose obsessionnelle, névrose idéale”  in  Figures de la psychanalyse 2005/2 N°12 ERES ,Toulouse ,p.85

5)      Lacan J., Le Séminaire, livre III, Les psychoses, Paris, Seuil, p

6)      Lacan J.  :   Autres écrits, Seuil, Paris, 2001, p. 215.

7)      Freud S.  : “Pour introduire le narcissisme “ in La vie sexuelle , p.93 ;PUF, Paris 1985

8)      Freud S. : « Malaise dans la civilisation », PUF, Paris 1972. P.37

9)      Hattal B. :« L’efficace de la phobie », conférence donnée à Rennes le 19/09/2015

10)  Maleval J.C.  : “Quand Georges rencontre Ben, un chat comme double autistique” in Recherches Universtaires ,21 Mars 2012